Είναι μια συνηθισμένη μέρα στην παιδική χαρά: Στη διαδρομή προς τις κούνιες η κόρη μου, που κοντεύει τα δύο, εντοπίζει μια «μοναχική» μπάλα και κατευθύνεται προς τα εκεί. Πριν προλάβει να την πιάσει στα χέρια της, ο ιδιοκτήτης της, ένα αγοράκι τεσσάρων πέντε χρονών, τρέχει και την αρπάζει. Η μικρή με κοιτάζει με μια έκφραση πληγωμένης απορίας κι ετοιμάζομαι να της δώσω εξηγήσεις, όταν μας διακόπτει η γιαγιά του αγοριού, που του παίρνει τη μπάλα, την ξαναδίνει στην κόρη μου και φωνάζει γεμάτη θυμό στον εγγονό της την περιβόητη φράση «πρέπει επιτέλους να μάθεις να μοιράζεσαι!».
Ανοίγω το στόμα για να της πω πως δεν πειράζει, έχουμε κι εμείς μπάλες στο σπίτι και δεν υπάρχει λόγος να οικειοποιούμαστε τα παιχνίδια των άλλων, πόσο μάλλον χωρίς να τους ζητήσουμε την άδεια. Εξάλλου, αν θέλουν τα παιδιά μπορούν να παίξουν μαζί. Το μόνο που καταφέρνω να πω είναι «Κατερίνα άδειασε μια κούνια, πάμε να την προλάβουμε;». Ευτυχώς το τρικ πετυχαίνει, η μπάλα επιστρέφει στα χέρια του δακρυσμένου ιδιοκτήτη της και δεν χρειάζεται να ανταλλάξω κουβέντα με την αναμφίβολα καλοπροαίρετη γιαγιά.
Για άλλη μια φορά φεύγω από την παιδική χαρά κουβαλώντας μαζί μου έναν προβληματισμό που έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ανθεκτικός στο πέρασμα του χρόνου. Αναρωτιέμαι μήπως πρέπει κι εγώ να πιέζω περισσότερο την κόρη μου να μοιράζεται τη μπάλα της με όλα τα παιδάκια, αντί απλώς να την ενθαρρύνω να παίξει μαζί τους. Θυμάμαι με μια υποψία ενοχής, τη φορά που κατέβασα με το ζόρι ένα πιτσιρίκι δημοτικού από το τρίκυκλο μας, επειδή αγνοούσε επιδεικτικά τόσο τις ευγενικές παρακλήσεις μου όσο και τους λυγμούς της Κατερίνας.
Καταλήγω, για πολλοστή φορά, στο συμπέρασμα πως αντέδρασα ακριβώς όπως θα αντιδρούσα αν ένας άγνωστος εισέβαλε στο αυτοκίνητο μου χωρίς να με ρωτήσει, ακόμα κι αν ήξερα πως θέλει μόνο να κάνει μια βόλτα στο τετράγωνο. Κάτι που έτσι κι αλλιώς δυσκολεύονται να αντιληφθούν τα πολύ μικρά παιδιά, που ακόμα δεν μπορούν να διαχωρίσουν τις έννοιες της κατοχής και της ιδιοκτησίας. Φυσικά, θα δάνειζα με χαρά το αυτοκίνητο μου στη φίλη μου που άφησε το δικό της στο συνεργείο, με την προϋπόθεση ότι θα είχα έναν εναλλακτικό τρόπο μετακίνησης από και προς στη δουλειά. Ακριβώς όπως η κόρη μου δεν δυσκολεύεται να μοιραστεί τα παιχνίδια της με παιδιά φίλων (αρκεί να μην τα πάρουν μαζί τους φεύγοντας) ή να μου δώσει να φάω από το πιάτο της (αρκεί να μην είναι τρομερά πεινασμένη).
Ο αλτρουισμός, αυτή η πανανθρώπινη ιδιότητα την οποία επιδεικνύουν και άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά, αναπτύσσεται καθ’ όλη τη διάρκεια της προσχολικής και της πρώτης σχολικής ηλικίας. Αντίθετα, ο εγωισμός και η κτητικότητα κάνουν την εμφάνιση τους πολύ νωρίς και οι λέξεις «δικό μου» ή «μου» είναι από τις πρώτες που ξεστομίζει ένα νήπιο. Η σύνδεση αντικειμένων με ανθρώπους (η καρέκλα της μαμάς, η οδοντόβουρτσα του μπαμπά, το αυτοκίνητο του παππού κ.ο.κ.) συχνά γίνεται αγαπημένο παιχνίδι από τον δεύτερο χρόνο της ζωής, με τους μικρούς εξερευνητές να καταφεύγουν σε χειρονομίες για να υποκαταστήσουν τις ελλείψεις τους σε λεξιλόγιο.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αντιλαμβάνονται τι ακριβώς σημαίνει ιδιοκτησία: Ένα δίχρονο μπορεί να απαντήσει με ευκολία στην ερώτηση «ποιανού είναι αυτά τα παπούτσια» ή να διαμαρτυρηθεί αν του αρπάξουν το αρκουδάκι του, αλλά δεν κατανοεί ότι είναι άδικο να παίρνουμε τα πράγματα κάποιου άλλου. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι «μάχες» που ξεσπούν στην παιδική χαρά σχετίζονται λιγότερο με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των παιχνιδιών όσο με την απτή ανάγκη των παιδιών να συμμετάσχουν σε μια άκρως απολαυστική δραστηριότητα (που μπορεί να περιλαμβάνει το ποδήλατο ή τη μπάλα ενός άλλου παιδιού). Παραδόξως, έχει παρατηρηθεί ότι τα αγόρια και κορίτσια που χρησιμοποιούν συχνότερα τις φράσεις «δικό μου» και «δικό σου» έχουν την τάση να έρχονται ευκολότερα σε σύγκρουση με όσους απειλούν τα πιο πολύτιμα αποκτήματα τους, αλλά συγχρόνως είναι και πιο πρόθυμα να μοιραστούν. Βρίσκονται, δηλαδή, ένα βήμα πιο κοντά στη συμπεριφορά των ενηλίκων.
Kαι πράγματι, κάθε χρόνος που περνάει ενισχύει τη γενναιοδωρία και το έμφυτο αίσθημα δικαιοσύνης: Ο καθηγητής οικονομικών Ernst Fehr και οι συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης «έστησαν» τρία πειράματα, στο πλαίσιο των οποίων οι 229 συμμετέχοντες, ηλικίας από 3 έως 8 ετών, καλούνταν να μοιραστούν παιχνίδια ή γλυκά με τους συνομήλικους τους. Μόλις το ένα πέμπτο των μικρότερων παιδιών έλαβε αποφάσεις τις οποίες θα χαρακτηρίζαμε «δίκαιες», όμως το ποσοστό ξεπερνούσε το 60% στην περίπτωση των μεγαλύτερων, ακόμα και όταν οι «ασκήσεις» διεξάγονταν ανώνυμα με τη χρήση υπολογιστή (προκειμένου να εξασφαλιστεί πως οι παραχωρήσεις ήταν αυθόρμητες και ειλικρινείς).
Σημειωτέον πως ούτε ένας από τους συμμετέχοντες δεν θυσίασε πάνω από το μισό της συμβολικής του «περιουσίας», όπως πιθανότατα θα έκαναν οι γονείς τους σε ένα αντίστοιχο, πιο εκλεπτυσμένο πείραμα, εκτός αν έκριναν πως μια επίδειξη απρόσμενης γενναιοδωρίας εκ μέρους τους έκρυβε κάποιο επιπλέον όφελος. Κοινώς, η απόλυτη ανιδιοτέλεια υπάρχει μόνο στη σφαίρα της φαντασίας, ιδιαίτερα όταν δεν εμπλέκονται έντονα συναισθήματα, όπως η γονεϊκή αγάπη.
Τι μπορούμε λοιπόν να κάνουμε για να διδάξουμε στα παιδιά μας την αξία της δοτικότητας (και όχι της ευγενικής αλλά υποκριτικής συμπεριφοράς που μας έχει επιβληθεί); Καταρχάς, να τους δώσουμε το καλό παράδειγμα και να τους διδάξουμε την χαρά του να προσφέρεις, λένε οι ειδικοί. Όταν η κόρη μου μοιράζεται μαζί μου τη μπανάνα της, της δείχνω πόσο ωραία με κάνει να νιώσω. Όταν ζητάει να παίξει με το πορτοφόλι μου, της ζητάω να είναι προσεκτική και να μου το επιστρέψει μόλις τελειώσει.
Όταν ένα αγοράκι κλαίει επειδή του πήραν το φορτηγό του, της εξηγώ γιατί έχει στενοχωρηθεί. Αν έχετε δύο ή περισσότερα παιδιά, είναι ευκολότερο να θέσετε τα πρότυπα φροντίζοντας να μοιράζετε τον χρόνο και τη στοργή σας όσο πιο ισότιμα γίνεται. Συγχρόνως, μπορείτε να κάνετε το μοίρασμα παιχνίδι, ζητώντας τους να μοιράσουν, για παράδειγμα, ένα πακέτο μπισκότα σε όλα την οικογένεια και επαινώντας τα αν φανούν δίκαια. Αν αρχίσουν να τσακώνονται μεταξύ τους, δώστε τους λίγο χρόνο μήπως καταφέρουν να βρουν τη λύση μόνα τους (πάντα με την προϋπόθεση ότι κανένα δεν κινδυνεύει και ότι δεν επικρατεί πάντα ο πιο δυνατός).
Την επόμενη φορά που ο γιος ή η κόρη σας θα αρνηθεί να δανείσει το πατίνι του σε ένα άλλο πιτσιρίκι, πριν του βάλετε τις φωνές αναρωτηθείτε ποιο είναι το πραγματικό σας κίνητρο: Πιστεύετε στ’ αλήθεια πως πρέπει να μοιραζόμαστε όλα μας τα αποκτήματα με όσους συναντάμε τυχαία στο δρόμο μας; Ή μήπως αισθάνεστε υποχρέωση να φανείτε ακριβοδίκαιος/η στα μάτια των άλλων γονέων; Στο βιβλίο του «Preschool in Three Cultures» ο ανθρωπολόγος Joseph Tobin περιγράφει πως, στη διάρκεια της επίσκεψης του σε έναν παιδικό σταθμό της Ιαπωνίας, παρατήρησε μια ομάδα τετράχρονων κοριτσιών να παλεύουν στο πάτωμα για ένα αρκουδάκι.
Αργότερα, ο δάσκαλος, που είχε αποφύγει να παρέμβει, του εξήγησε πως η συμπεριφορά τους δεν είχε τίποτα το αντικοινωνικό, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι τα κορίτσια δεν επιζητούσαν τόσο το ίδιο το αρκουδάκι όσο τον ενθουσιασμό της πάλης για να το αποκτήσουν. Σύμφωνα με το συγγραφέα, αν ο ίδιος δάσκαλος ζούσε στην Αμερική (ή την Ελλάδα), δεν θα αργούσε να αρχίσει να δέχεται οργισμένες επιστολές γονέων, μολονότι κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί πως οι Αμερικανοί υπερασπίζονται την ιδιοκτησία τους με λιγότερο σθένος από ότι οι Ιάπωνες. Το συμπέρασμα είναι πως η κοινωνία καθορίζει τι είναι αποδεκτό και τι όχι ανά πάσα στιγμή, άρα τείνουμε να συμμορφωνόμαστε με τις κοινωνικές νόρμες ακόμα κι όταν αυτό απαιτεί να πάμε κόντρα στο ένστικτο μας.
Αντί λοιπόν να αρπάξετε το πατίνι από τα χέρια του παιδιού σας, ρωτήστε το αν θα ήθελε να αφήσει το άλλο παιδάκι να κάνει έναν γύρο στην πλατεία όταν τελειώσει τη βόλτα του. Σεβαστείτε το δικαίωμα του να πει όχι και επιτρέψτε του να έχει μερικά αγαπημένα αντικείμενα που δεν τα μοιράζεται ποτέ με κανέναν (φυσικά, δεν υπάρχει λόγος να τα παίρνει μαζί του στην παιδική χαρά). Σε περίπτωση που μονοπωλεί ένα αντικείμενο κοινής χρήσης, καθορίστε τους δικούς σας κανόνες, όπως ότι ο καθένας μπορεί να το κρατήσει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα… ή μέχρι να το βαρεθεί, με την προϋπόθεση ότι ύστερα θα επιτρέψει στους συντρόφους του να κάνουν το ίδιο. Έτσι, του διδάσκετε παράλληλα την αξία της υπομονής.