in

Για τους μπαμπάδες και τα παιδιά της κερκίδας

Τις τελευταίες ημέρες και με αφορμή τα επεισόδια της Τούμπας και την διακοπή του πρωταθλήματος, οι φίλοι του ποδοσφαίρου βρέθηκαν στο ομαδικό απόσπασμα ενός κοινωνικού ελιτισμού που θεωρεί την μπάλα ως το τελευταίο αποκούμπι μιας λούμπεν μάζας απολίτιστων ιθαγενών.


Με απαξιωτικές προτροπές του να πάνε οι φίλαθλοι πατεράδες σε κανένα θέατρο τα παιδιά τους αντί στις ποδοσφαιρικές αρένες, θεωρούν ορισμένοι πως θέτουν εαυτούς στην καρδιά μιας πνευματικής ελίτ που τρέφεται από το παντεσπάνι των καλών τεχνών και πετά τα ψίχουλα στην πλέμπα της κερκίδας που ηδονίζεται με κλωτσιές και κεφαλιές αγράμματων νεόπλουτων.

Ποδοσφαιρόφιλος εστί απολίτιστος, βάρβαρος και ανθρωποφάγος. Και ως τέτοιος με τέτοια παιδιά θα συμβάλει στην διαδικασία της ανθρώπινης αναπαραγωγής. Ακούγοντας και διαβάζοντας αυτές τις επικρίσεις και τις προτροπές αναλογίζομαι τι έκανα λάθος στα 52 αυτά χρόνια της ζωής μου, από τα οποία τα 42 τα έζησα ως φίλαθλος και τα 21 τελευταία ως πατέρας. Ακούω την κριτική και αναρωτιέμαι τι παιδί έχω μεγαλώσει μπολιάζοντάς το από τα τρυφερά του χρόνια με ιστορίες του Ιούλιου Βερν και του Θωμά Μαύρου, διαβάζοντάς του τον “Μικρό Πρίγκηπα” του Εξυπερύ και διηγώντας του τα κατορθώματα του “Πρίγκηπα του Νερέτβα” στη Νέα Φιλαδέλφεια. Αναρωτιέμαι τι λάθος έκανα όταν έσερνα τον γιό μου μια στο ΟΑΚΑ και μια στο Ερέχθειο. Μετράω το μέγεθος του ελλείμματός μου ως πατέρας όταν μαζί με τους Pink Floyd και το “hey teacher leave the kids alone…” δυο παιδικά αυτιά υποχρεώνονταν να ακούν και τη φωνή του Μίμη Παπαιωάννου να τραγουδά “σουτάρετε και σπάστε τα δοκάρια…”. Και να τρέχουμε να τα προλάβουμε όλα. Κι από το γήπεδο στο κρίσιμο ματς με τον Ιωνικό να τρέχουμε να προλάβουμε δούμε τον “Θίασο” στην ΕΡΤ. Και στην πορεία του Πολυτεχνείου να σχεδιάζουμε το ταξίδι με την ομάδα στη Μαδρίτη να δούμε τον Ρίμπο μπας και κάνει τα μαγικά του. Και στο Λούβρο και στη μπουτίκ της Λίβερπουλ και συναυλία στον Λυκαβηττό και σουβλάκια στα όρθια μετά το ματς στην Λιβαδειά. Και, και, και, και… και κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια στο λούμπεν κόσμο της προσωπικής μας κερκίδας.

Με μικρές δόσεις από κάθε τι που μπορούσε να θρέψει τις ανάγκες πατέρα και γιου. Και με το παντεσπάνι των καλών τεχνών, και με το καρβέλι της Αριστεράς αλλά και με τα ψίχουλα των απολίτιστων στο πέταλο. Και σήμερα μετά από τόσα χρόνια, τόσα ημίχρονα, τόσα τραγούδια, τόσες ταινίες, τόσα συνθήματα και τόσες παραστάσεις να ‘μαστε ακόμα εδώ να κουβεντιάζουμε για το πέναλτι στο Περιστέρι και τους βομβαρδισμούς στο Αφρίν. Να κλαίμε στα σκοτεινά της κινηματογραφικής αίθουσας για τον Μόσχο που ο καρκίνος δεν τον άφησε να ζήσει το έπος του 1968 και να πίνουμε μπίρες στο live των Stranglers στην Πειραιώς. Να ξελαρυγγιαζόμαστε για το γκολ του Αραούχο και να χειροκροτούμε την ατάκα του Παφίλη για τους χρυσαυγίτες στη Βουλή. Να λέμε “ΑΕΚ σημαίνει προσφυγιά ξεριζωμένη” και να το κάνουμε πράξη για τα παιδιά από την Συρία και το Αφγανιστάν. Τόσο λούμπεν είμαστε και τόσο λούμπεν κάναμε τα παιδιά μας. Αλίμονο από σας που θαυμάσατε την Πίνα Μπάους αλλά δεν είδατε ποτέ σας τον Ζιντάν.

“Όταν ήμουν στη Γιούβε, κάποιες φορές φορούσα ένα καπέλο ψαρά και πήγαινα να παίξω μπάλα με τους μετανάστες στο δρόμο. Ήταν ο Έντγκαρ Ντάβιντς που με παρακινούσε. Αυτός το έκανε συνέχεια, ήταν τρελός. Έβγαινε βόλτα με το αμάξι κι όταν έβλεπε κάποιον να παίζει σ’ ένα πάρκινγκ, σταματούσε. Του έλεγα ότι ίσως δεν πρέπει να ρισκάρουμε έναν τραυματισμό κι αυτός πάντα απαντούσε ‘Αυτά τα παιχνίδια με αυτούς τους ανθρώπους είναι τα σημαντικά’. Τον θαυμάζω που μπορούσε να το κάνει αυτό”.

(Ζινεντίν Ζιντάν, σε συνέντευξη του στο So Foot)

Πηγή

Ο Τζέιμι Όλιβερ και η μάχη του για την παιδική παχυσαρκία στις φτωχότερες τάξεις

Όταν οι γονείς ταλαντεύονται ανάμεσα στα ναι και στα όχι των παιδιών τους