Μερικές φορές οι καλές προθέσεις καταλήγουν στις χειρότερες επιλογές. Αυτά είναι μερικά από τα συχνότερα λάθη που κάνουν οι γονείς στην προσπάθειά τους να είναι όσο καλύτεροι γίνεται. Μάθετε να τα αναγνωρίζετε αλλά και πώς να τα διορθώσετε!
Είναι υπερπροστατευτικοί
Τα παιδιά θέλουν να μάθουν, να δοκιμάσουν τα όριά τους, να εξερευνήσουν τον κόσμο. Από την ηλικία των 2 ετών μέχρι και τα 7ς γενέθλιά τους περίπου αντιλαμβάνονται τα πράγματα μέσω της διαδικασίας της αιτίας και του αποτελέσματος. Όταν οι γονείς συνεχώς επεμβαίνουν προκειμένου να γλυτώσουν το παιδί από τα δυσάρεστα αποτελέσματα που γνωρίζουν ότι μπορεί να έχει μια πράξη, τότε εκείνο αρχίζει να φοβάται την εξερεύνηση και κατά συνέπεια τη μάθηση. Όταν εμποδίζουμε το παιδί να πάρει πρωτοβουλίες γιατί φοβόμαστε μην χτυπήσει ή μην πληγωθεί, το αναγκάζουμε να παραμένει εξαρτημένο από τους γονείς του, να νιώθει ανίκανο να συντηρήσει τον εαυτό του και να αναζητά αιωνίως τη βοήθεια άλλων σε ό,τι κάνει.
Είναι σημαντικό οι γονείς να αφήσουν στο παιδί περιθώρια ελευθερίας να εξερευνήσει τον μικρόκοσμό του και να κάνει τα δικά του λάθη. Μόνο έτσι θα νιώσει ενθουσιασμό για να μαθαίνει συνεχώς καινούρια πράγματα και να γίνει ανεξάρτητο.
Ενδίδουν στη γκρίνια και τις υστερίες
Όταν είναι σε πολύ μικρή ηλικία, είναι δύσκολο για τα παιδιά να εκφράσουν ακριβώς αυτό που θέλουν ή που έχουν ανάγκη. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να βάλουν τα κλάματα. Και τότε, εμείς αναρωτιόμαστε εάν πεινάνε/διψάνε/κρυώνουν/ζεσταίνονται/έχουν λερωθεί και προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες τους. Σ’ αυτή την ηλικία, λοιπόν, ενδίδουμε στο κλάμα τους, επειδή κατά κάποιο τρόπο από αυτό εξαρτάται η επιβίωσή τους. Μετά την ηλικία των 2 ετών, όμως, οι γονείς οφείλουν να μπορούν να ξεχωρίζουν πότε το παιδί κλαίει ή γκρινιάζει επειδή υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος και πότε το κάνει χειριστικά. Αν και είναι πιο εύκολο απλά να κάνουμε αυτό που θέλει, στην πραγματικότητα τότε δεν ενεργούμε για το καλό του παιδιού! Με αυτό τον τρόπο δεν του επιτρέπουμε να μάθει τον αυτοέλεγχο και καλλιεργούμε μια συνήθεια (αυτή του «θέλω κάτι και το θέλω τώρα!») που μπορεί να συνεχιστεί και στην ενήλικη ζωή του.
Είναι σημαντικό να διδάξουμε στο παιδί πώς να συμβιβάζεται με κάτι πιο φτηνό, πιο μικρό ή λιγότερο άμεσο από αυτό που ζητάει. Επιπλέον, οι γονείς μπορούν να χρησιμοποιούν την επιβράβευση για καθετί καλό που κάνει το παιδί (όπως για παράδειγμα να του πάρουν ένα καινούριο παιχνίδι επειδή πήρε καλούς βαθμούς στο σχολείο), φροντίζοντας πάντα να αποφεύγουν να επιβραβεύουν αρνητικές συμπεριφορές (π.χ. να το αφήσουμε να μην μαζέψει τα παιχνίδια του, προκειμένου να σταματήσει να γκρινιάζει).
Ασκούν κριτική
Τα παιδιά χρειάζονται υπομονή και κατανόηση και όχι κριτική. Εάν συνεχώς επικρίνουμε τη συμπεριφορά τους, τότε αναπτύσσουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και μπορεί στην ενήλικη ζωή τους να υποφέρουν από τελειομανία ή και ψυχαναγκασμό, γιατί συνεχώς αμφισβητούν τις ικανότητές τους.
Οι γονείς πρέπει να έχουν μια ρεαλιστική εικόνα της ανάπτυξης του παιδιού τους και να μην προβάλουν απατήσεις ή προσδοκίες που δεν ανταποκρίνονται σ’ αυτήν. Για παράδειγμα, δεν έχει νόημα να μαλώνουμε ένα νήπιο γιατί σκόρπισε φαγητό στο τραπέζι –αντίθετα, πρέπει να το συγχαρούμε που μπόρεσε να φάει μόνο του.
Αγνοούν τις ερωτήσεις τους
Τα παιδιά ρωτούν συνέχεια… και μερικές φορές αυτό είναι εκνευριστικό. Είναι επειδή θέλουν να μάθουν τα πάντα και για εκείνα ο πιο αξιόπιστος δάσκαλος είναι η μαμά και ο μπαμπάς τους. Οι γονείς όμως συχνά αγνοούν τις ερωτήσεις τους (π.χ. όσες τους φέρνουν σε δύσκολη θέση, όπως όταν αφορούν το σεξ) ή απαντούν με ένα «αμάν, πια σταμάτα»! Με αυτό τον τρόπο όμως μαθαίνουμε στο παιδί ότι δεν είναι σωστό να αναρωτιέται, να απορεί και να εκφράζει τις απορίες και κατά συνέπεια τις σκέψεις και τον εαυτό του –μια τακτική που σύντομα θα σαμποτάρει την εμπιστοσύνη που ανάμεσα στο παιδί και τους γονείς του και θα το κάνει να σταματήσει να ρωτάει εκείνους και να στραφεί σε άλλες πηγές, όπως οι φίλοι του ή το ίντερνετ.
Ακόμα κι όταν πρόκειται για ένα θέμα που δεν θέλετε να θίξετε με το παιδί, είναι προτιμότερο να πείτε «δεν γνωρίζω την απάντηση, θα τη βρω και θα σου εξηγήσω», παρά να κάνετε ότι δεν ακούσατε…
Βάζουν τις φωνές
Τα παιδιά αντιγράφουν τη συμπεριφορά μας. Και μέσα σ΄αυτή, το λεξιλόγιο και τον τόνο της φωνής μας. Εάν εμείς φωνάζουμε στο παιδί –ή σε άλλους ανθρώπους- θα μάθει να κάνει το ίδιο κι αυτό.
Οι γονείς μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον τόνο και τη χροιά της φωνής τους για να δείξουν ότι αυτό που λένε είναι κάτι σημαντικό, σοβαρό , που δεν σηκώνει αντίρρηση. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι μπορούν να ουρλιάζουν ή να μιλούν άσχημα στα παιδιά τους- εκτός εάν θέλουν κάποια στιγμή να ακούσουν τις ίδιες εκφράσεις από αυτά!