Ας φανταστούμε ότι είσαι μικρό παιδί στο δωμάτιό σου, ξαπλωμένο στο κρεβάτι σου μέσα στο σκοτάδι. Πιο κει, στην ντουλάπα σου μέσα, σκέφτεσαι πως υπάρχει ο Μπαμπούλας και όπου να ’ναι θα ανοίξει η πόρτα και θα βγει… κι εκεί σταματά η υπόθεση και σε πιάνει ο φόβος. Τι να κάνεις; Να φέρεις το σεντόνι πιο ψηλά από την κορυφή του κεφαλιού σου και να σκεπαστείς για να κρυφτείς; Πού όμως; Κάτω από τα σκεπάσματα; Είσαι ακινητοποιημένος. Να κοιτάξεις προς το μέρος της ντουλάπας; Είναι σκοτάδι κι εσύ είσαι παγωμένος από φόβο.
Να σηκωθείς να φτάσεις ώς την κρυψώνα του, να ανοίξεις την πόρτα για να δεις αν είναι εκεί; Αφού είσαι κοκαλωμένος… ούτε τα μάτια σου δεν μπορείς να γυρίσεις. Φοβάσαι. Εχεις μουδιάσματα, ταχυκαρδίες, σφιξίματα, γρήγορη ανάσα από τα ρουθούνια, κάτι σαν παράλυση. Πώς θα σωθείς; Πώς θα ξεφύγεις; Αχ, τι κάνεις;
Και ξαφνικά αρχίζεις να μετράς: 1, 2, 3, 4, 5, 178, 586.203… και ξεφεύγεις, κι έχεις διάφορες σκέψεις: «αν θυμάμαι πώς γράφεται η λέξη ‘‘ισορροπία’’, αν έχω γράψει την άσκηση μαθηματικών που ζήτησε η δασκάλα, αν θα προλάβω να γράψω την έκθεση», και ξεχνιέσαι, και συνεχίζεις με άλλον τρόπο να απομακρύνεσαι από τον φόβο κι έχεις και διάφορες μνήμες από το περσινό καλοκαίρι πόσο κολύμπησες, πόσες ώρες έκανες ποδήλατο στον χωματόδρομο, πόσο παγωτό θα φας αυτό το καλοκαίρι, οπότε δεν βλέπεις πια ντουλάπα, μπαμπούλα, σκοτάδι.
Συνεχίζεις όμως να νιώθεις το σφίξιμο στο κεφάλι, να στεγνώνει το στόμα σου, να μην μπορείς να αρθρώσεις λέξη, κουβέντα να μη βγαίνει από τα χείλη… να φωνάξεις βοήθεια να έρθει κάποιος να σε βοηθήσει. Να μπει κάποιος στο δωμάτιο να ανάψει το φως και να ανοίξει την πόρτα της ντουλάπας, να δεις πως δεν υπάρχει κανείς εκεί μέσα, δεν εμφανίζεται κανείς να σε καθησυχάσει. Κι εσύ δεν μπορείς να το κάνεις μόνος σου, είσαι απλώς ριζωμένος στο κρεβάτι σου. Ευτυχώς έχεις τις σκέψεις σου και κάπως ξεχνιέσαι…
Εχεις μεγαλώσει τώρα, και είσαι στη δουλειά, δουλεύεις, γράφεις, διεκπεραιώνεις, μιλάς κανονίζεις, κλείνεις συμφωνίες, αποφασίζεις, ορίζεις κι έχεις και ένα μόνιμο άγχος, ένα σύνηθες βάρος, σαν να κουβαλάς εσωτερικά μια ντουλάπα κλειστή. Κι έρχεται το αφεντικό και αρχίζει να σου φωνάζει, να σε παρατηρεί για μια σημαντική παράλειψη που έχεις κάνει, και εκεί σταματούν οι φωνές και σε πιάνει ο φόβος…
Τι να κάνεις; Να τρέξεις, να σωθείς για να κρυφτείς; Πού όμως; Κάτω από το γραφείο να χωθείς; Ανάμεσα σε τόσους συναδέλφους; Είσαι ακινητοποιημένος. Σκοτεινιάζουν όλα κι εσύ είσαι παγωμένος από φόβο. Είναι σαν να άνοιξε η πόρτα και να έρχεται ο Μπαμπούλας. Φοβάσαι. Εχεις μουδιάσματα, ταχυκαρδίες, σφιξίματα, γρήγορη ανάσα από τα ρουθούνια, κάτι σαν παράλυση. Πώς θα σωθείς, πώς θα ξεφύγεις; Αχ, τι θα κάνεις;
Και ξαφνικά έρχονται οι σκέψεις κι αρχίζεις τις αναρωτήσεις: Γιατί δεν του απάντησα; Γιατί δεν ξεστόμισα το «δεν σας επιτρέπω να μου φωνάζετε»; «Μπορείτε να μου πείτε ό,τι θέλετε για τη δουλειά, αλλά απαιτώ να με σέβεστε, δεν θα ανεχτώ τις φωνές σας». Κι έπειτα έρχονται κι άλλες σκέψεις για το πόσο γελοίος φάνηκες, πόσο ρεζιλεύτηκες μπροστά στους άλλους, λες και είσαι ανύπαρκτος και δεν μίλησες να πεις κι εσύ τους λόγους της παράλειψης που έκανες, πόσο ανάγκη είχες να έρθει κάποιος και να σε βοηθήσει, να σε υπερασπιστεί, οπότε θυμώνεις και τα βάζεις με τον εαυτό σου για την αδράνειά σου, το κοκάλωμα που έπαθες, πόσο ανεπίτρεπτο είναι που φοβήθηκες σαν ανήμπορο παιδί, λες και ξέχασες το σφίξιμο στο κεφάλι, το πόσο είχε στεγνώσει το στόμα σου, το πόσο δεν μπορούσες να αρθρώσεις λέξη, κουβέντα δεν έβγαινε από τα χείλη σου. Κουβέντα. Σαν να παρέλυσες.
Και μετά έρχεται η σοκολάτα. Η σκέψη της σοκολάτας, πόσο νόστιμη είναι, πόσο γλυκιά, πόσο λιπαρή και παχιά στη γεύση σου θα τη νιώσεις, και σαν το μηχάνημα προσανατολίζεσαι και κινείσαι προς τα έξω, κατεβαίνεις στο περίπτερο, αγοράζεις μία και τη δαγκώνεις, τη συνθλίβεις, την καταπίνεις. Ερχεται η βαθιά ανάσα, γεμίζουν τα πνευμόνια με αέρα ανακούφισης, χαλαρώνουν οι μύες, φεύγει η ένταση. Καθησυχασμένος κάπως πια, έρχεται η επόμενη σκέψη για εκείνο το υπέροχο, ζουμερό χάμπουργκερ στο γωνιακό κατάστημα με κείνη τη σάλτσα που κυλάει όταν το δαγκώνεις μαζί με την πίκλα και το κρεμμύδι και η γεύση του τυριού που απομένει στο στόμα. Τρία τέτοια θα φάω, όταν θα φύγω από εδώ, σκέφτεσαι και χαμογελάς…
Οταν η γιαγιά μου με τάιζε μικρή, τις φορές που δεν ήθελα να φάω όλο μου το φαγητό, έλεγε: «Φάε, γιατί έρχεται ο Μπαμπούλας!». Αλήθεια, τι να σημαίνει εκείνη η φράση;
ΞΕΡΕΤΕ ΟΤΙ:
♦ Ο φόβος αποτελεί ερέθισμα για την έκκριση αδρεναλίνης. Η αδρεναλίνη είναι η ορμόνη που βοηθά τον οργανισμό να αντεπεξέρχεται σε οξείες στρεσογόνες καταστάσεις. Bοηθά τον οργανισμό να κινητοποιήσει όλες τις ενεργειακές πηγές του σε περιπτώσεις έντονης δραστηριότητας, διεγείροντας το συμπαθητικό νευρικό σύστημα για κάποια επείγουσα ενέργεια κατά τη λεγόμενη «αντίδραση μάχης ή φυγής».
♦ Η αδρεναλίνη είναι μια ορμόνη που εκκρίνεται από τον μυελό των επινεφριδίων. Ενεργοποιεί τον μηχανισμό διάσπασης του γλυκογόνου που βρίσκεται στο ήπαρ και έτσι αυξάνει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, ενεργοποιεί τα ελεύθερα λιπαρά οξέα και προκαλεί μια μεγάλη ποικιλία αντιδράσεων στο καρδιαγγειακό και στο μυϊκό σύστημα.
♦ Η αδρεναλίνη είναι η πρώτη ορμόνη που απομονώθηκε. Το 1886, ο Αμερικανός οφθαλμίατρος William Horatio Bates δημοσίευσε στο περιοδικό New York Medical Journal την ανακάλυψη μιας ουσίας, η οποία παραγόταν στα επινεφρίδια και παρουσίαζε έντονη στυπτική και αιμοστατική δράση, ιδιότητα που την καθιστούσε ιδιαίτερα χρήσιμη στις χειρουργικές επεμβάσεις.
Αλίκη Πανοπούλου
Σύμβουλος διατροφής