Το ‘ξερες ότι την τρίτη Κυριακή του Ιουνίου γιορτάζεις; Τί πράγμα; Δεν το ήξερες; Λογικό, άφου κι εγώ, πού τέλος πάντων τα πηγαίνω καλύτερα με γιορτές και ημερομηνίες (γυναίκα γαρ), αγνοούσα ότι υπάρχει επίσημη παγκόσμια γιορτή του πατέρα.
Τις προάλλες όμως πού σέρφαρα στο διαδίκτυο είδα διαφημίσεις καί άρθρα αφιερωμένα στους μπαμπάδες. Και τι δεν είχε! Δωράκια, καρτούλες. καρδούλες, μαξιλάρια με αποτυπωμένες ευχές απάνω τους «Daddy. Ι Ιονε yοιι!», Είδα κάτι δώρα φανταστικά, διάβασα συμβουλές για το πώς θα σου τα προσφέρω, ενημερώθηκα για το πώς θα σου μιλήσω εκείνη τη μέρα καί πώς θα διακοσμήσω το σπίτι για να τιμήσω τη γιορτή σου.
Καί ξαφνικά, εκεί πού πήγαινε να με συνεπάρει ή πανηγυρική ίστοσελίδα. ένοιωσα ένα τσίμπημα στην καρδιά καί τήν επιθυμία να παίξω τον ερευνητή.
‘Έτσι, κι ενώ στην οθόνη του υπολογιστή περνούσαν ακόμα ταμπακέρες. αναπτήρες, παντόφλες, πιτζάμες, αρκουδάκια, βιβλία κι ένα σωρό άλλα αγαθά.
Όδήγησα το βελάκι στο χώρο των αναζητήσεων καί τύπωσα αποφασιστικά το είδος πού ήθελα να βρω: «Εγκαταλειμμένοι υπερήλικες».
Καλέ μου μπαμπάκα,
Το αποτέλεσμα με έβαλε σε σκέφεις. Μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα ή οθόνη μου γέμισε από άρθρα, έρευνες καί ποσοστά. Σάν να το έκανε επίτηδες ό υπολογιστής μου. επέτρεπε σε διαφημίσεις για τη γιορτή του πατέρα να ενοχλήσουν την περιήγηση μου καί να δυναμώσουν αυτή τη φωνούλα πού κρύβεται σαν τον κλέφτη στα κατάβαθα της ψυχής μας καί μας ελέγχει.
Κι έτσι έμεινα να κοιτάζω την οθόνη με τα ποσοστά καί τα αρκουδάκια καί να σκέφτομαι: Μήπως είμαστε πολύ υποκριτές, βρε μπαμπάκα μου; Μήπως πράγματι διυλίζουμε κουνούπια καί καταπίνουμε καμήλες; Δεν ξέρω.
Το μόνο πού μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι εσύ ποτέ δεν έφερες αρκουδάκια καί καρδούλες στο δικό σου μπαμπά όσο ζούσε.
Δεν είδα ποτέ στο δωμάτιο του παππού κάρτες με την ευχή «Ηαρρy Daddy Day, ούτε μαξιλαράκια σε σχήμα καρδιάς, αλλά θυμάμαι ότι τίς Κυριακές στο τραπέζι καθόσουν εσύ στην κεφαλή και δίπλα σου ό παππούς.
Θυμάμαι ότι εσύ του έφερνες τα φάρμακα είτε ήταν Ιουνίος είτε όχι καί έμεινες στο προσκέφαλο του όσες μέρες νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο. Θυμάμαι ακόμα ότι τη νύχτα πού ξεψύχησε, λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, είμαστε όλοι γύρω άπ’ το κρεβάτι του. κι εσύ με τον αδερφό σου. του κρατούσατε τα χέρια. Θυμάμαι ότι έσβησε χαμογελώντας, λες κι ετοιμαζόταν για πάρτι κι ας μην είχε γιορτάσει ποτέ στη ζωή του τη γιορτή του πατέρα.
Μήπως είμαστε πολύ υποκριτές, όλοι εμείς πού γιορτάζουμε παγκόσμιες ημέρες, μπαμπά μου;
Γιορτάζουμε την ημέρα Περιβάλλοντος, όσοι πετάμε τα σκουπίδια μας όπου βρούμε, φέρνουμε δώρα στη μανούλα τη δεύτερη Κυριακή του Μάη, αλλά βαριόμαστε την παρέα της πολύ εύκολα, οργανώνουμε γιορτούλες τον Ιουνίο εκάστου έτους, για το «γέρο πού μας κούρασε με τίς
παραξενιές του»!
Καλέ μου μπαμπάκα,
Στήν παγκόσμια ημέρα του πατέρα, εγώ ντρέπομαι να σου πάρω δώρο. Ντρέπομαι για μένα καί γιά τα παιδία της ηλικίας μου, ντρέπομαι για όσα πιστεύουμε καί γιά όσα σκεφτόμαστε, ντρέπομαι γιατί πολύ εύκολα λέμε «ε, καί τί έγινε;».
Ντρέπομαι πού φερόμαστε ευγενικά σε ανθρώπους για τους οποίους δεν αισθανόμαστε τίποτα καί απάνθρωπα στους δύο ανθρώπους πού ισχυριζόμαστε ότι αγαπάμε.
Δε θα σου πάρω αρκουδάκι στη γιορτή σου, μπαμπά μου, ούτε κάρτες, ούτε λουλούδια.Τέτοια υποκρισία δεν την αντέχω πια! Αντί για αρκουδάκι θα σου δώσω μια αγκαλιά καί άντί γιά «Ι Ιονε yοιι!»θά σου πω «ΣΥΓΓΝΩΜΗ»!
Συγγνώμη πού θεωρώ δεδομένα όσα μου προσφέρεις. Συγγνώμη πού θεωρώ δεδομένο ότι δε σου χρωστάω.
Συγγνώμη πού σε σκέφτομαι μόνο μια ημέρα το χρόνο.
Συγγνώμη πού σε αναγκάζω να με σκέφτεσαι κάθε στιγμή.
Συγγνώμη πού δεν καταλαβαίνω πόσο μ’ αγαπάς.
Συγγνώμη πού δε σ’ αγαπάω όσο σου αξίζει.
Συγγνώμη πού απαιτώ να είσαι κοντά μου. όποτε εγώ θελήσω.
Συγγνώμη πού αγανακτώ όποτε εσύ με θέλεις κοντά σου.
Συγγνώμη πού κάθε μέρα θυμίζω τον άσωτο της παραβολής.
Συγγνώμη πού όποτε επιστρέφω, σφάζεις το μόσχο το σιτευτό πάντα με την ίδια χαρά.
Καλέ μου πατέρα,
Στή γιορτή σου δώρο μου θα είναι μόνο μια υπόσχεση: «Οτι θα προσπαθήσω να δώσω σε σένα, αυτά πού εσύ έδωσες στον πατέρα σου, για να δω κι εγώ κάποτε στα χείλη σου εκείνο το ύστατο χαμόγελο με το όποιο – λέει ο θρύλος – αποχαιρετούν τον κόσμο οι ευτυχισμένοι…
Με σεβασμό,
Η κόρη σου