Πρόσφατα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο 5χρονος γιος μου δεν με συμπαθούσε. Όταν δεν με έλεγε «παλιομπαμπά» και δεν έβγαζε μπροστά μου ήχους πορδής, δεν ήθελε με τίποτα να τον πάρω αγκαλιά και με αγνοούσε επιδεικτικά. Μια φορά, από το πουθενά, την ώρα του δείπνου είπε στη γυναίκα μου: «Δεν συμπαθώ τον μπαμπά». Κανονικά, αυτή η φράση πληγώνει. Αλλά κατάλαβα ότι δεν ήταν απλώς μια φράση, αλλά ένα καμπανάκι. Δεν θα πω ψέματα: με ενόχλησε. Δεν αντέδρασα μπροστά στο παιδί, αλλά έριξα στη γυναίκα μου ένα ένοχο βλέμμα, πάνω από μία φορά.
Δεν ξέρω αν με αυτό τον τρόπο της ζητούσα κατά κάποιον τρόπο να λύσει το πρόβλημα, αλλά εκείνη ερμήνευσε το βλέμμα μου ως μια έκκληση βοήθειας γιατί μού έδωσε μια πρακτική λύση, που θα χτυπούσε στην καρδιά του προβλήματος.
«Προσπάθησε να παίζεις μαζί του 10 λεπτά την ημέρα», μου είπε η γυναίκα μου. «Οι δυο σας».
Μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω ότι δεν μου πρότεινε να αρχίσω να παίζω μπάσκετ με ένα νήπιο – αν και είμαι σίγουρος ότι οριακά θα κέρδιζα το παιχνίδι. Εννοούσε να μην παίζω και με τα δύο παιδιά μαζί, αλλά να περνάω λίγο χρόνο μόνο με το 5χρονο.
«Και τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω;» ρώτησα. (Ναι, το ξέρω ότι αυτή η ερώτηση ακούγεται αξιολύπητη. Ήταν. Νιώθω άσχημα γι’ αυτό.)
Η σύζυγός μου απάντησε πως είχε διαβάσει σε ένα βιβλίο ότι 10 λεπτά απερίσπαστου παιχνιδιού με ένα παιδί αρκούν για να το κάνουν να νιώσει ότι το αγαπούν. Το βιβλίο δεν διευκρίνιζε αν η συγκεκριμένη δραστηριότητα έκανε τους γονείς πιο συμπαθείς στα παιδιά, αλλά παραδέχτηκα ότι άξιζε να το δοκιμάσω. Στη χειρότερη περίπτωση, ο γιος μου θα ένιωθε περισσότερο την αγάπη του άσπλαχνου πατέρα του. Μικρό το κακό.
Το πρώτο βήμα ήταν να τον πείσω να παίξουμε μαζί. Είναι δύσκολο να αποσπάσεις την προσοχή ενός θυμωμένου παιδιού. Αλλά είχα στα χέρια μου ένα μυστικό όπλο: τα τουβλάκια. Το παιδί μου τρελαίνεται για αυτά. Όταν λοιπόν τού πρότεινα να χτίσουμε κάτι μαζί, μου έφερε ένα σακουλάκι γεμάτο τουβλάκια, λίγο διαφορετικά όμως από τα «κλασικά», καθώς χρησιμοποιούνται για να κατασκευάσεις ένα ρομπότ. Στην αρχή μπερδεύτηκα και ένιωσα έξω από τα νερά μου. Αλλά ο γιος μου μου έδειξε πώς να τα χρησιμοποιήσω.
«Όχι, μπαμπά. Πρέπει να βλέπεις το σχήμα που έχουν οι τρύπες. Έτσι» μου είπε, παίρνοντας τα τουβλάκια από τα χέρια μου. «Θα σε βοηθήσω. Κατάλαβες;».
Ο τόνος της φωνής του ήταν απόλυτα υπομονετικός και καλοσυνάτος. Ακουγόταν σαν νηπιαγωγός. Λίγα λεπτά μετά, με είδε να ενώνω μερικά κομμάτια. «Μπράβο, μπαμπά!» μου είπε με ενθουσιασμό. Ήταν η πρώτη θετική αλληλεπίδραση που είχαμε μέσα στους τελευταίους μήνες. Όταν πέρασαν τα δέκα λεπτά, τον άφησα να συνεχίσει να παίζει μόνος του.
Εκείνο το βράδυ εξακολουθούσε να μη θέλει να με πάρει αγκαλιά.
Αλλά δεν τα παράτησα.
Την επόμενη μέρα, πήγαμε οικογενειακώς για κολύμπι σε μια κοντινή παραλία. Ενώ η μητέρα του έμεινε στην παραλία και ο μεγαλύτερος αδερφός του έκανε κάτι άλλο, ο 5χρονος κι εγώ επιπλέαμε στα πιο βαθιά νερά, ζώντας τη δική μας περιπέτεια. Εκείνος έκανε πως έπεφτε από το στρώμα κι εγώ πως τον έσωζα ξανά και ξανά, προκαλώντας του γέλια. Ούτε εκείνο το βράδυ με άφησε να τον πάρω αγκαλιά. Αλλά μου είπε «καληνύχτα, μπαμπά!».
Την επόμενη μέρα, ενώ είχαμε βάλει τα λούτρινα ζωάκια του να παλεύουν, ο 5χρονος ήταν μαζί μου πιο ομιλητικός από ποτέ. Μου είπε τα ονόματα των παιχνιδιών του, το καθένα από τα οποία είχε τη δική του ιστορία και μια ελαφρώς ανησυχητική επιθετική συμπεριφορά. Αλλά εγώ αρνήθηκα να κρίνω το γεγονός ότι ο σκύλος του ο Τζόνι έφαγε το κεφάλι της Κέιτι και μετά το έκανε κακάκια. Γέλασα. Ο γιος μου χαμογέλασε. Και μετά το παιχνίδι, πρόσεξα ότι η επικοινωνία μας συνεχίστηκε. Σταμάτησε να μου βγάζει ήχους πορδής κάθε φορά που με έβλεπε.
Αντιθέτως, άρχισε να μου κάνει ερωτήσεις για πράγματα που δεν καταλάβαινε, για παράδειγμα γιατί δεν μπορούμε να φάμε μια μπανανόφλουδα. Επίσης απευθύνθηκε σε μένα για να τον βοηθήσω, αντί να στραφεί στη μαμά του, όπως έκανε συνήθως.
Αργότερα μέσα στην εβδομάδα, μετά από μερικά ακόμα παιχνίδια με τουβλάκια, ανταποκρινόταν όταν του ζητούσα να κάνει πράγματα. Ήταν σαν να είχε αρχίσει να με ακούει ξανά. Βασικά, παρόλο που δεν είχαμε συμπληρώσει ούτε μία ώρα παιχνιδιού συνολικά, είχαμε γίνει μια μικρή συμμορία.
Αλλά υπήρχε ένα πρόβλημα. Το τελευταίο πρωί του πειράματός μου, ενώ έπινα καφέ στο κρεβάτι, ο 5χρονός μου ήρθε για αγκαλιές. Δίπλα μου βρισκόταν ήδη ο μεγαλύτερος αδερφός του. Ο 5χρονος με ρώτησε αν μπορούσε να μου τραγουδήσει κάτι. «Φυσικά» απάντησα.
«Αυτό το τραγούδι το έμαθα στο σχολείο» μου εξήγησε και αμέσως μετά άρχισε να το τραγουδάει. Όταν τελείωσε, του είπα ότι μου άρεσε πολύ. Ξαφνικά, πετάχτηκε ο μεγαλύτερος αδερφός του.
«Αγαπάς τον αδερφό μου περισσότερο από μένα!» γκρίνιασε, καταστρέφοντας τη στιγμή. Πέρασα την επόμενη μία ώρα προσπαθώντας να τους συμφιλιώσω.
Δεν του το είπα ανοιχτά, αλλά ο μεγαλύτερος γιος μου είχε κάποιο δίκιο. Είχα κάνει ένα λάθος. Θα έπρεπε να αφιερώνω ξεχωριστό χρόνο σε κάθε έναν τους. Από εκείνο το πρωί, προσπαθώ να αποζημιώσω. Είναι πιο δύσκολο από ό,τι ακούγεται.
Δεν είναι αστεία υπόθεση το να εξασφαλίσεις έστω και δέκα λεπτά για κάθε ένα από τα παιδιά σου, σε έναν κόσμο που συνωμοτεί διαρκώς για να κρατάει τους ενήλικες στο γραφείο τους ή στο αυτοκίνητό τους ή απασχολημένους με κάποιον άλλο τρόπο. Και είναι δύσκολο να βρεις την ανάλογη διάθεση. Γιατί, για να είμαστε ακριβείς, ούτε το διάβασμα βιβλίων ούτε οι οργανωμένες δραστηριότητες είναι παιχνίδι. Μόνο το παιχνίδι είναι παιχνίδι. Και τα 10 λεπτά είναι 10 λεπτά.
Δεν τρελαίνομαι πάντα να παίζω Pokemon ή να μιλάω σε λούτρινα ζωάκια. Αλλά είναι μια καλή επένδυση του χρόνου μου. Αν μη τι άλλο, δεν αφήνει το περιθώριο στα παιδιά μου να πιστεύουν ότι ευνοώ το ένα ή το άλλο, ούτε επιτρέπει στο μικρότερό μου να με λέει «παλιομπαμπά».
Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι παλιομπαμπάς. Απλώς μερικές φορές χρειάζομαι καθοδήγηση.