Οι διαταραγμένοι γονείς είναι οι γονείς που δεν φαίνονται καθόλου ότι είναι. Στον έξω κόσμο εμφανίζονται σαν να είναι οι πιο φυσιολογικοί γονείς και ούτε τα παιδιά τους, ούτε κανείς άλλος, δεν γνωρίζει ότι δέχονται τις επιδράσεις των διαταραχών τους, μέχρι να είναι πολύ αργά.
Μερικοί γονείς είναι φανερά κακοποιητικοί προς τα παιδιά τους, είτε σεξουαλικά είτε σωματικά. Στην περίπτωση αυτή, η κακοποίηση είναι προφανής και τα παιδιά μπορούν να κατανοήσουν ότι κακοποιούνται και συνειδητοποιούν ότι έχουν πληγωθεί. Ως εκ τούτου, όσο οδυνηρό και να είναι, έχοντας συναίσθηση της κατάστασης, μπορούν να την αναγνωρίσουν και να ελαχιστοποιήσουν τη βλάβη που τους προκαλείται από αυτήν. Τι συμβαίνει όμως όταν η κακοποίηση δεν γίνεται εύκολα συνειδητή;
Οι γονείς που είναι περισσότεροι διαταραγμένοι, φροντίζουν πάνω απ’ όλα την εξωτερική τους εικόνα. Είναι συχνά οι εκπρόσωποι των τοπικών κοινοτήτων τους. Παίρνουν μέρος σε επιτροπές. Δωρίζουν σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Πείθουν τους εαυτούς τους, τα παιδιά τους και όλους τους άλλους ότι έχουν μόνο τις καλύτερες προθέσεις. Και πραγματικά το πιστεύουν. Η διαταραγμένη τους συμπεριφορά είναι επικίνδυνη επειδή είναι κρυμμένη. Κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να σκεφτεί ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν έστω και μία μόνο κακή σκέψη, επειδή οι ίδιοι ποτέ δεν θα τη σκέφτονταν.
Σε μία περίπτωση που είδα θεραπευτικά, μια διαταραγμένη μητέρα αντιμετώπιζε τη μεγαλύτερη κόρη της, σαν να ήταν διαταραγμένη. Η μητέρα, προέβαλε τη δική της διαταραχή της στη συγκεκριμένη κόρη, καθώς ήταν σε πλήρη άρνηση της δικής της διαταραχής. Ήταν η κόρη της, η οποία ήταν διαταραγμένη και αυτό το ρόλο της έδωσε από την αρχή. Καθώς η κόρη της (θα την ονομάσουμε Μέγκαν) μεγάλωνε, γνωστοποιήθηκε στα μικρότερα αδέλφια της ότι είχε προβλήματα και την αντιμετώπιζαν με τον ίδιο τρόπο όπως η μητέρα της.
Σε κανονικά πλαίσια, στην υγιή ανατροφή των παιδιών, το Εγώ ενός παιδιού στηρίζεται και ενθαρρύνεται να είναι αυτό που είναι και να αισθάνεται ότι έχει σωστή κρίση, υγιή ένστικτα και εξελίσσεται σε άνθρωπο με αξιοπιστία και λογική. Στο είδος της διεστραμμένης ανατροφής που αναφέρομαι, το παιδί αρχίζει να αισθάνεται αφύσικο, να παίρνει παράλογες αποφάσεις, να έχει ανθυγιεινή ένστικτα και να θεωρείται αναξιόπιστο και μη λογικό.
Η μητέρα της Μέγκαν έπαιξε το ρόλο της πολύπαθης μητέρας. Πήγαινε από γιατρό σε γιατρό και ήταν εξαιρετικά ανήσυχη για την κόρη της. Αυτό έκανε τη κόρη πιο διαταραγμένη, επειδή βαθιά μέσα της η Mέγκαν ήξερε ότι η μητέρα της ήταν υποκρίτρια. Η ίδια είχε δοκιμάσει αρκετές φορές να παρουσιάσει στη μητέρα της, τα χαρακτηριστικά που εκείνη έδειχνε να εκτιμά στα αδέρφια της, όμως δεν τα πρόσεχε ποτέ στην ίδια. Σε αυτό το είδος της διαταραχής, ο γονέας έχει την ανάγκη να δαιμονοποιήσει ένα συγκεκριμένο παιδί και τίποτα δεν μπορεί να αποτρέψει το γονέα από αυτόν τον στόχο. Η ανάγκη είναι ασυνείδητη και συχνά δημιουργείται από μια ανατροφή, στην οποία κάτι παρόμοιο συνέβη στο γονέα.
Για τη μητέρα της, η Μέγκαν ήταν αμείλικτα, ανεξήγητα διεστραμμένη. Τελικά, εγκατέλειψε την προσπάθεια να είναι καλή και άρχισε να είναι ο δαίμονας που η μητέρα της ήθελε να είναι. Άρχισε να τη μισεί: «Θέλω να την σκοτώσω», είπε στους γιατρούς. Η μητέρα απάντησε, κλαίγοντας: «Απλά δεν ξέρω πως έφτασε εκεί. Ο σύζυγός μου και έχουμε δοκιμάσει τα πάντα για να την βοηθήσουμε».
Η Mέγκαν άρχισε να παρεκτρέπεται στο σπίτι και στο σχολείο και μέχρι την πρώιμη εφηβεία της, την είχαν βάλει σε ένα ψυχιατρείο. Η μητέρα της έκλαιγε ανεξέλεγκτα όταν υπέγραψε τα έγγραφα για να την βάλουν στη κλινική. Ο μπαμπάς της ήταν στωικός. Τα αδέλφια της, δεν ήταν έκπληκτα. Η Mέγκαν αισθάνθηκε ανακουφισμένη. Στο νοσοκομείο υπήρχαν ασθενείς που την άκουγαν και προσπαθούσαν να κατανοήσουν πώς έφτασε εκεί.
Ορισμένα μέλη του προσωπικού επίσης την άκουγαν και είδαν ότι η οικογένεια της ήταν διαταραγμένη, οπότε εισηγήθηκαν την παραμονή της στο ψυχιατρείο, όπου ένιωθε καλύτερα. Η Mέγκαν πάντα ήξερε ότι δεν ήταν τόσο διαταραγμένη όσο θεωρούσε η μητέρα της. Όμως, λόγω έλλειψης χώρου στα νοσοκομεία, στάλθηκε πίσω στην οικογένεια και έγινε χειρότερα.
Τέτοιες περιπτώσεις σχέσεων γονέων παιδιών, παρουσιάζονται πολύ συχνά και κανείς δεν γνωρίζει γι’ αυτές. Ένας διαταραγμένος γονέας, μπορεί να είναι μια μητέρα ή ο πατέρας ή άλλος κηδεμόνας, που θα προβάλει τη διαταραχή του σε ένα συγκεκριμένο παιδί. Συχνά είναι ένα όμορφο και έξυπνο παιδί, που απειλεί το εύθραυστο, διαταραγμένο Εγώ του γονέα. Ο γονέας είχε, ίσως, μια παιδική ηλικία στην οποία το ίδιο πράγμα να έγινε σε εκείνον. Αυτές οι συμπεριφορές μπορεί να περάσουν από γενιά σε γενιά.
Η συναισθηματική κακοποίηση αυτού του είδους δεν εντοπίζεται σχεδόν ποτέ. Όταν ένας γονέας πηγαίνει ένα μικρό παιδί σε έναν παιδίατρο, ποιον θα ακούσει ο γιατρός, το γονέα ή το παιδί; Ο γονέας παραπονιέται λέγοντας ότι έχει κάνει ό,τι είναι δυνατόν: «Τι άλλο μπορώ να κάνω; Παρακαλώ πείτε μου, γιατρέ»; Ο γιατρός θα ακούσει τογονέα. Το παιδί είναι πολύ μπερδεμένο για να μιλήσει με συνεκτικό τρόπο για το τι συμβαίνει. Εάν το παιδί έλεγε κάτι σαν: «Με τρελαίνει. Συμπεριφέρεται ωραία στους άλλους, αλλά εμένα με τρελαίνει», ο γιατρός θα απαντήσει, «Σώπα, σώπα, είμαι βέβαιος ότι η μητέρα σου (ή ο πατέρας) έχει καλές προθέσεις». Κανείς δεν θέλει να ακούσει τι λέει το παιδί.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η διαταραχή του γονέα που παραμένει κρυφή και προβάλλεται πάνω στο παιδί. Σε ένα επίπεδο το παιδί βλέπει αυτήν την εξαπάτηση και συγχύζεται, θυμώνει και τελικά εξοργίζεται. Ο γονέας εκφράζει τη βαθιά συμπάθεια για το στοχευμένο παιδί και τα αδέλφια του εκφράζουν τη συμπόνοια τους για το ίδιο και τον υποτακτικό γονέα, στον οποίο το παιδί κλίνει για παρηγοριά. Όμως δεν υπάρχει κανείς στον οποίο το παιδί μπορεί να στηριχθεί.
Αυτά τα παιδιά περνούν μια ζωή με τη αίσθηση ότι τους έχει δοθεί άδικα ένας ρόλος από τον σκηνοθέτη. Γίνονται οι διαταραγμένοι άνθρωποι που οι γονείς τους «θέλουν» και αρχίζουν να ενεργούν όλο και περισσότερο διαταραγμένα. Η διαταραχή είναι βαθιά μέσα τους και τους έχει καταστήσει αβοήθητους. Και ο κόσμος συμπάσχει με τους κακόμοιρους γονείς, οι οποίοι έχουν να αντιμετωπίσουν τέτοια «διαταραγμένα» παιδιά.