Όλο και περισσότερο όμως σήμερα τονίζεται η σημασία της αλληλεπίδρασης φύσης (nature) και διαπαιδαγώγησης (nurture), με τις σύγχρονες έρευνες να δείχνουν πόσο σημαντικά επιδρά το περιβάλλον και οι σχέσεις πάνω στο βιολογικό μας υπόβαθρο.
Το «δύσκολο» παιδί χαρακτηρίζεται ως τέτοιο συνήθως από την αρχή της ζωής του. Είναι παιδί που ως βρέφος είναι πολύ ανήσυχο, δεν ηρεμεί εύκολα, μπορεί να παρουσιάζει δυσκολίες στην τροφή και στον ύπνο του. Το σίγουρο είναι πώς το παιδί που χαρακτηρίζεται ως «δύσκολο» είναι αυτό που θέτει τον γονιό του σε δυσάρεστες περιπέτειες και σωματική αλλά και ψυχική κόπωση.
Ο χαρακτηρισμός «δύσκολο παιδί» αποδίδεται από το γονιό και είναι καταδεικνύει τη δυσκολία που ο ίδιος αντιμετωπίζει στο μεγάλωμα και τη φροντίδα αυτού του παιδιού. Δυστυχώς, είναι ένας χαρακτηρισμός που κατασκευάζει ένα ρόλο, από τον οποίο το παιδί σπάνια θα αποστασιοποιηθεί στο μέλλον και υποννοεί ότι οι δυσκολίες που οι γονείς αντιμετωπίζουν δεν πρόκειται σύντομα να περάσουν.
Τι γίνεται όμως με τα δύσκολα παιδιά;
Το δύσκολο παιδί, ως ρόλος, κατασκευάζεται. Το συγκεκριμένο παιδί εμφανίζεται στη ζωή του γονιού συνήθως σε μία κακή στιγμή. Μπορεί ο γονιός να αντιμετωπίζει προβλήματα με τον σύντροφο, να έχει οικονομικά προβλήματα, ή η τεκνοποίηση να έρχεται σε χρόνο που ο ίδιος ο γονιός έχει άλλες προτεραιότητες (όπως την επαγγελματική αποκατάσταση ή άλλες). Είναι πιθανή επίσης η εμφάνιση προβλημάτων κατά την εγκυμοσύνη ή η εμφάνιση άλλων προβλημάτων υγείας των γονιών. Συχνά, προηγείται ένα πένθος αγαπημένου προσώπου (ιδιαίτερα της μητέρας) ή ένας θάνατος που μπορεί να συμβεί ενόσω κυοφορείται το βρέφος. Επίσης, συχνή είναι και η περίπτωση μίας πρόωρης εγκυμοσύνης, όταν οι γονείς αισθάνονται ψυχικά ανέτοιμοι να επωμιστούν την ευθύνη του γονεϊκού ρόλου. Μία άλλη περίπτωση είναι αυτή που ένας από τους δύο γονείς δεν επιθυμεί την εγκυμοσύνη ενώ ο άλλος τη θέλει.
Τέτοια γεγονότα, και πλήθος άλλων, φτιάχνουν το περιβάλλον της άφιξης του νέου ανθρώπου στη ζωή κι έχουν ένα σοβαρό ψυχικό αντίκρυσμα στον γονιό, ιδιαίτερα στη μητέρα. Και όσο και να νομίζουμε ότι τα βρέφη δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει στο περιβάλλον τους, στην πραγματικότητα αυτά είναι εξαιρετικοί δέκτες μη λεκτικών μηνυμάτων καθώς ως τα δύο χρόνια της ζωής υπάρχει η πρωτοκαθεδρία του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου, του υπεύθυνου για τη διαίσθηση, την ανάγνωση της μη λεκτικής επικοινωνίας και το συναίσθημα.
Η κακή επιρροή διαφόρων αρνητικών γεγονότων ή διαπροσωπικών σχέσεων μέσα στην οικογένεια επιδρά με διαφορετικούς τρόπους στη σχέση μητέρας-βρέφους. Έτσι, η μητέρα, όντας μέσα σε ένταση (και/ή μην έχοντας υποστήριξη) μπορεί να μην καταλαβαίνει τα μηνύματα του παιδιού, ή μπορεί να μην καταφέρνει να το παρηγορήσει όταν αυτό είναι σε υπερδιέγερση. Ο τρόπος που το παιδί φροντίζεται διαμεσολαβείται από τα κακά συναισθήματα της μητέρας και γίνεται μηχανικός ή περιλαμβάνει κοφτές-απότομες κινήσεις. Ο χρόνος παιχνιδιού με το βρέφος είναι μειωμένος αλλά και η ουσιαστική ενασχόληση (πλην των αναγκαίων) μαζί του είναι περιορισμένη. Το μυαλό της μητέρας μπορεί να είναι αλλού ενόσω βρίσκεται με το μωρό. Ο κακός συγχρονισμός μητέρας-βρέφους αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην ανακούφιση της βρεφικής έντασης και αντί να την μειώσει και να την εξαφανίσει, την ενδυναμώνει.
Το παιδί γίνεται αγχώδες και μένει απαρηγόρητο. Αυτό με τον καιρό ενισχύει την επιθετική συμπεριφορά προς το περιβάλλον, ιδιαίτερα προς τους γονείς και η κακή αυτή εμπειρία μαζί τους μεταφέρεται και σε άλλα κοινωνικά περιβάλλοντα, με πρώτο το σχολείο. Και ο φαύλος κύκλος έχει δημιουργηθεί.
Είναι εξαιρετικά σημαντική στη θεραπεία η στιγμή που ο γονιός αντιλαμβάνεται ότι το παιδί του δεν είναι αυτοφυώς δύσκολο, αλλά ότι έγινε δύσκολο εξαιτίας των κακών συνθηκών που επικρατούσαν εκείνη τη στιγμή στην οικογένεια. Από τη στιγμή αυτή και μετά, ο γονιός αλλάζει στάση απέναντι στο παιδί και συμπεριφορά.
Η ενοχή είναι ένα συναίσθημα-παγίδα από το οποίο πρέπει να προφυλαχτεί ο γονιός γιατί όχι μόνο δεν πρόκειται να βελτιώσει τη σχέση με το παιδί του, αλλά θα την επιδεινώσει. Η σταθερότητα της νέας συμπεριφοράς και η κατανόηση είναι σε θέση να αλλάξουν τις σχέσεις γονιού-παιδιού, όποια ηλικία κι αν έχουν και οι δύο. Αρκεί να υπάρχει η βούληση.