Οι μπαμπάδες του Σαββατοκύριακου έχουν παιδιά του Σαββατοκύριακου. Παιδιά που μοιάζουν με αεροπορικά εισιτήρια. Συγκεκριμένη ημέρα και ώρα άφιξης και αναχώρησης. Παραλαβή, Σάββατο πρωί. Παράδοση, Κυριακή βραδάκι.Τα παιδιά του Σαββατοκύριακου δεν καταλαβαίνουν. Δεν το χωράει το μυαλουδάκι τους. Άδικα η μαμά λέει και ξαναλέει πως ούτε το πρώτο είναι ούτε το τελευταίο.
Να, τόσοι συμμαθητές, τόσοι φίλοι. Ο Κωνσταντίνος, ο Πέτρος, η Λουίζα, ο Αλέξανδρος της διπλανής πόρτας και ο Νίκος που κάθεται στην «πεντάδα» στο σχολικό… Τόσα παιδιά…
Τόσα παιδιά… «Η μισή τάξη, παιδιά χωρισμένων». Η άλλη μισή όμως; Αυτή! Αυτή την άλλη μισή ονειρεύονται τα παιδιά του Σαββατοκύριακου.
Όταν γυρίσουν σπίτι, ο μπαμπάς είναι εκεί. Όταν πέφτουν να κοιμηθούν το βράδυ, ο μπαμπάς είναι εκεί. Όταν σηκώνουν πυρετό τη νύχτα, ο μπαμπάς είναι εκεί. Ό,τι και να γίνει, όποτε κι αν γίνει, ο μπαμπάς είναι εκεί. Τελεία. Παύλα.
Οι μπαμπάδες του Σαββατοκύριακου δεν ξεκίνησαν έτσι. Κάποτε ερωτεύτηκαν τη μαμά. Κάποτε, πίστευαν ότι θα ζήσουν και θα γεράσουν μαζί. Τα χρόνια πέρασαν. Γέρασαν. Χωρίς να ζουν μαζί.Τίποτα δεν έγινε απότομα. Ανεπαισθήτως – όλα. Ο έρωτας ύπουλα γλίστρησε από τη χαραμάδα της εξώπορτας. Τα αγκαλιασμένα σώματα τα χώρισαν τα παγωμένα πόδια. Όσο οι φωνές δυνάμωναν, τα λόγια σβήνανε. Τα αποσιωπητικά πλήθαιναν. Οι παύσεις άπλωναν σαν επιδημία. Από το σπίτι πέταξε η ψυχή. Μπήκε το ψύχος.