Από μικρός βλέπεις τη μαμά να αγκαλιάζει, να ταΐζει, να προσέχει το μωρό, το παιδί.. Έτσι σε μεγάλωσαν κι εσένα. Λες μέσα σου πως αυτά είναι δουλειές των μαμάδων. Μεγαλώνεις και κάποια στιγμή, αν είσαι τυχερός (ή άτυχος για άλλους), ο άνθρωπος που μοιράζεσαι τη ζωή σου μαζί του, σου ανακοινώνει πως θα γίνεις μπαμπάς. Έχοντας μεγαλώσει ή έστω επηρεαστεί από συμπεριφορές και στερεότυπα γύρω σου, χαίρεσαι, φωνάζεις, χοροπηδάς, φιλάς και διάφορα τέτοια… Αρχίζεις να κοκορεύεσαι στους φίλους σου, να ανακοινώνεις περιχαρής και γεμάτος χαμόγελα πως θα γίνεις μπαμπάς.
Θα γίνεις. Θα γίνεις;…
Ζεις μια θεωρία, ένα σενάριο με πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο που θα έχει ολοκληρωτικά την ανάγκη σου και κάθε του στιγμή θα εξαρτάται στα πάντα του από σένα. Όλα αυτά θεωρητικά. Δεν το ξέρεις. Δεν έχεις αυτό που λένε ¨βιωματική μάθηση¨…Μόνο εμπειρίες άλλων, ακούσματα, φιλοσοφίες, νουθεσίες… Σιγά σιγά όμως αρχίζεις να ζεις στιγμές.
Να ακούς μια καρδιά να χτυπάει σε υπέρηχους και να βλέπεις δαχτυλάκια ποδιών, χεριών, μύτη, πόδια…Ο καιρός περνάει και πιάνεις τον εαυτό σου να έχει αγωνίες πρωτόγνωρες, φοβίες απρόβλεπτες, άγχη άγνωστα… Όμως όχι, ακόμα και τότε δεν αντιλαμβάνεσαι την πηγή τους. Μέχρι που έρχεται η μια στιγμή. Τί «ποια στιγμή»? Η στιγμή που βρίσκεσαι με ένα σωρό άλλους ανθρώπους ξένους σε σένα αλλά με κοινή την αγωνία, σε μια αίθουσα που την έχουν ονομάσει ¨αναμονής¨. Τι φτωχό όνομα για αυτή την αίθουσα.
“Η αίθουσα που τα πάντα καίνε” έπρεπε να την λέγανε. Δεν μπορείς να σταθείς πουθενά για πάνω από πέντε δευτερόλεπτα. Νιώθεις να φλέγεσαι. Να πνίγεσαι. Δεν μπορείς να σταθείς. Μέχρι που… Μέχρι τη στιγμή που η Πόρτα (όσες και να έχει γύρω, ΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΡΤΑ), ανοίγει και ξεπροβάλλει ένα γνώριμο κεφάλι που το έβλεπες συχνά πυκνά, 9 συναπτός μήνες. Τα μάτια του σε αναζητούν και οι ματιές σας ανταμώνουν. Εκεί, τότε, νιώθεις πως κράτα στα χέρια σου την καρδιά σου. Πως αποφάσισε να βγει από το στήθος σου γιατί ασφυκτιούσε να χτυπά μανιασμένα κλεισμένη εκεί μέσα. Βλέπεις το χαμογελαστό βλέμμα το σκουφοφορεμενου κεφαλιού του γιατρού και ακούς εκείνη τη πρόταση που σου αλλάζει τα πάντα από κει και μετά:
«Να σου ζήσει Νικόλα μου». Η στιγμή εκείνη είναι η καθοριστική, που νιώθεις όλα τα συναισθήματα και κάθε ένα ξεχωριστά. Η στιγμή που τα δάκρυα είναι καταρράκτης και το χαμόγελο σου θαρρείς πως θα ακουμπήσει τους λοβούς των αυτιών σου. Η στιγμή που παύεις να είσαι «εσύ για σένα». Η στιγμή που η θεωρία πραγματώνεται.
Είσαι μπαμπάς. Όχι. Δεν έγινες ακόμα μπαμπάς. Με τις στιγμές και τον καιρό μετά, γίνεσαι. Σιγά σιγά, όπως πρέπει. Αντιλαμβάνεσαι πόσο έχεις αλλάξει αλλά και πόσο αλλάζεις κάθε μέρα που περνά. Κάθε μέρα που νιώθεις μικρές ανάσες πάνω σου. Μικρές φωνούλες και εκείνα τα πρώτα βλέμματα. Δεν ξέρω αν υπάρχει το λεγόμενο πατρικό ένστικτο. Και κυρίως δεν ξέρω αν υπάρχει μέσα μου. Αυτό που ξέρω όμως σίγουρα είναι πως εκεί, μέσα μου, πρώτα υπάρχουν τα δυο μου αγόρια και μετά κάπου πίσω αρκετά, στο βάθος, εγώ. Να τα καμαρώνω. Όχι για να τα προσέχω μην πέσουν, αλλά για να είμαι εκεί αν θελήσουν στήριγμα να σηκωθούν. Να είμαι εκεί για τη στιγμή που θα κοιτάξουν πίσω και θα τους πω «η ζωή είναι μπροστά, κερδίστε την». Να είμαι εκεί για να θυμάμαι τη στιγμή που μόνα τους κατάφεραν να με προσπεράσουν. Σε όλα.
Με τις δικές τους δυνάμεις. Αλλά κυρίως να είμαι εκεί για να γυρίσουν να μου πουν «Μπαμπά έλα να σου δείξουμε τι βλέπουμε»…
fthis.gr