in

Το παιδί μου … θα γίνει καλός μαθητής;

Κάθε γονέας είναι εύλογο να έχει προσδοκίες ή και ανησυχίες για τις επιδόσεις του παιδιού του στα μαθήματα του σχολείου, ιδιαίτερα όταν αυτό είναι ένα νέο άτομο που εντάσσεται για πρώτη φορά σε οργανωμένο σχολικό περιβάλλον.


Είναι γνωστό όμως ότι όλοι οι μαθητές/τριες δεν επιτυγχάνουν τις ίδιες σχολικές επιδόσεις, ζήτημα το οποίο απασχολεί και την εκπαιδευτική κοινότητα.

Πολλές φορές, ιδιαίτερα στις προηγούμενες δεκαετίες, η αποτυχία στο σχολείο αποδιδόταν περισσότερο σε κληρονομικούς παράγοντες παρά σε κοινωνικούς. Η θέση αυτή ενισχύεται από τη γνωστή φράση: «δε τα παίρνει τα γράμματα», που όλοι μας έχουμε ακούσει. Η απορία όμως γονέων ότι το παιδί τους ενώ είναι «έξυπνο» το δυσκολεύουν τα «γράμματα», μας κάνει να αναρωτηθούμε ότι τελικά, μήπως δεν είναι υπόθεση κληρονομικών παραγόντων οι επιδόσεις στο σχολείο, αλλά κάτι άλλο; Πώς είναι δυνατόν δηλαδή, για ένα παιδί που οι γονείς αλλά και τα συγγενικά πρόσωπά του έχουν διακρίνει σε αυτό εξυπνάδα και ευστροφία, όταν πηγαίνει στο σχολείο τα μηνύματα για τις επιδόσεις του να είναι απογοητευτικά;Αντιθέτως πολλές φορές παιδιά που δε χαρακτηρίζονται ως εύστροφα και έξυπνα, πώς στο σχολείο έχουν άριστες σχολικές επιδόσεις;

Μεγάλες έρευνες που έχουν καταγραφεί σε επιστημονικά βιβλία και άρθρα της εκπαίδευσης από τη δεκαετία του 1960 και μετά, συμφωνούν ότι η σχολική επίδοση εξαρτάται άμεσα από παράγοντες που τις περισσότερες φορές δε σχετίζονται με τους κληρονομικούς. Καθολική διαπίστωση αυτών των ερευνών είναι ότι ο βασικότερος παράγοντας που προσδιορίζει την επιτυχία στο σχολείο είναι το «περιβάλλον» της οικογένειας που έχει μεγαλώσει το παιδί . Το κατά πόσο δηλαδή το παιδί έχει λάβει «ερεθίσματα» κατά τη βρεφική και νηπιακή του ηλικία, που θα το βοηθήσουν αργότερα στο σχολείο. Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κάποιος τι είδους ερεθίσματα είναι αυτά; Και γιατί να είναι διαφορετικά από οικογένεια σε οικογένεια;

Μία θεωρητική προσέγγιση, που μπορεί να μας δώσει απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι αυτή του γνωστού Άγγλου καθηγητή Basil Bernstein που επηρέασε καταλυτικά το χώρο της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης. Η αξιόλογη δουλειά του επικεντρώνεται στη σχέση της γλώσσας που το άτομο κατέχει από την προέλευσή του και της γλώσσας που διδάσκει και προωθεί το σχολείο μέσω των προγραμμάτων σπουδών. Υποστηρίζει ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί το σχολείο είναι μόνο μια από τις μορφές που παίρνει στα πλαίσια της κοινωνίας. Αυτή τη γλώσσα κατέχουν με άνισο τρόπο οι μαθητές και κατ’ επέκταση τα άτομα, κι αυτό έχει σχέση με το οικογενειακό τους περιβάλλον. Για τον Bernstein η γλώσσα, η γνώση χειρισμού της και η ευχέρεια εκμάθησης των κανόνων της, είναι ένας από τους σημαντικότερους, αν όχι ο σημαντικότερος παράγοντας της σχολικής επιτυχίας ή αποτυχίας.

Σε διαφορετικές οικογένειες μιλούν διαφορετική γλώσσα, όχι τόσο ως προς το λεξιλόγιο, αλλά κυρίως ως προς τη δομή της, την πολυπλοκότητά της, την προβλεψιμότητά της και τις δυνατότητες που δίνει στο παιδί να εκφραστεί. Χρησιμοποιούν, χωρίς οι ίδιες να το γνωρίζουν, δύο διαφορετικούς γλωσσικούς κώδικες, τον περιορισμένο και τον επεξεργασμένο κώδικα. Μπορεί κανείς να τους ορίσει στο γλωσσικό επίπεδο, με κριτήριο το ύψος των πιθανοτήτων πρόβλεψης των συντακτικών στοιχείων που στην κάθε περίπτωση θα χρησιμοποιηθούν για την οργάνωση του λόγου ως νοήματος. Στην περίπτωση του επεξεργασμένου κώδικα, ο ομιλητής διαθέτει ένα ευρύ πεδίο επιλογής σύνταξης και ο τρόπος οργάνωσης των στοιχείων που δεν μπορεί να προβλεφθεί με μεγάλο βαθμό βεβαιότητας. Στην περίπτωση του περιορισμένου κώδικα, ο αριθμός επιλογών σύνταξης είναι συχνά πολύ περιορισμένος και μπορεί κανείς να τις προβλέψει με μικρές πιθανότητες να κάνει λάθος. Οι κώδικες αυτοί διευκολύνουν ή εμποδίζουν τη συμβολική έκφραση των προθέσεων του ατόμου με την λεκτική επικοινωνία.

Η έκφραση των κοινωνικών σχέσεων καθώς και οι κοινωνικοί όροι που δημιουργούνται στα πλαίσια κάποιων οικογενειών πραγματώνεται με ένα περιορισμένο κώδικα, ο οποίος έχει απλή και προβλέψιμη σύνταξη, περιορισμένη και προσδιορισμένη, όπως είναι και οι σχέσεις που διαμορφώνονται στα πλαίσια τους. Οι σχέσεις αυτές παραμερίζουν την ατομικότητα, βασίζονται στην αυταρχικότητα και μειώνουν τα περιθώρια του ατόμου για πρωτοβουλία και σκέψη. Αντίθετα σε άλλες οικογένειες που χρησιμοποιείται επεξεργασμένος γλωσσικός κώδικας, με περίπλοκη κι απρόβλεπτη συντακτική δομή το άτομο δραστηριοποιείται, καθώς κάθε φορά καλείται να αντιμετωπίσει διαφορετικές συντακτικές δομές. Οι δυο γλώσσες καθορίζουν και δυο διαφορετικούς γνωστικούς προσανατολισμούς, εκφράζουν δυο διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας και διαφορετική χρήση του λόγου στις επικοινωνιακές σχέσεις.

Η αμφισβήτηση της εξουσίας από ένα παιδί στα πλαίσια μιας «οικογένειας θέσεων» παίρνει την απάντηση «επειδή έτσι σου λέω»(περιορισμένος κώδικας) μια απάντηση που δεν ενθαρρύνει την προφορική διερεύνηση των ατομικών κινήτρων και προθέσεων.

Αντίθετα η οικογένεια με προσανατολισμό στο άτομο, τοποθετείται προς τα κίνητρα και τις απόψεις άλλων, ενώ οι κανόνες και η συμπεριφορά υπόκεινται σε συζήτηση. Άρα σύμφωνα με το Bernstein, το παιδί κάποιων οικογενειών υφίσταται από την πρώτη νηπιακή ηλικία έμμεση και άμεση πίεση να μετατρέπει τα συναισθήματα και τις επιθυμίες του σε λόγο. Ο έλεγχος δεν αναπτύσσεται με την τοποθέτηση του παιδιού μέσα σε σαφώς καθορισμένες καταστάσεις στις οποίες οι κανόνες και τα σύνορα έχουν διατυπωθεί ρητά. Αντίθετα ο έλεγχος επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ποικιλίας προς παιδί.Οι άκαμπτες δομές που πιθανά θα περιορίσουν την ανάπτυξη της ποικιλίας, απορρίπτονται. Όταν οι κανόνες είναι ρητοί τότε οι σχέσεις εξουσίας είναι πολύ σαφείς. Πρόκειται για μια σχέση ρητής υποταγής και επιβολής. Αν είναι άρρητοι τότε η εξουσία καλύπτεται προς χάρη του δέκτη- παιδιού./ Μια ρητή σχέση μεταξύ γονέα- δασκάλου και μαθητή, όπως αναφέρει ο Bernstein, περιλαμβάνει ερωτήσεις του τύπου : « πολύ ωραίος άνδρας, αλλά έχει μόνο τρία δάχτυλα»,ή «πολύ καλό το σπίτι αλλά πού είναι η καμινάδα;». Το αντίθετο μια άρρητη σχέση περιλαμβάνει ερωτήσεις του τύπου : « Μίλησέ μου για αυτήν» ή «αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον».

Οι δύο αυτές γλώσσες προσλαμβάνονται ως φυσικές και γίνονται αποδεκτές από τα παιδιά στο πλαίσιο της κάθε οικογένειας. Τα προγράμματα σπουδών προωθούν και απαιτούν πολλές φορές επεξεργασμένους κώδικες. Το παιδί λοιπόν που έχει μεγαλώσει σε οικογενειακό περιβάλλον που χρησιμοποιεί επεξεργασμένο κώδικα έχει μάθει ήδη την επίσημη γλώσσα, που απαιτεί το πρόγραμμα σπουδών, από την οικογένειά του. Το γλωσσικό περιβάλλον του σχολείου είναι γνωστό, όταν για πρώτη φορά φοιτά σ’ αυτό. Αντίθετα το παιδί των οικογενειών με περιορισμένο γλωσσικό κώδικα γνωρίζει μόνο την κοινή γλώσσα που χρησιμοποιείται στην επαφή μεταξύ ίσων και ομοίων στις εκφάνσεις της καθημερινότητας. Με την είσοδό του στο σχολείο βρίσκεται σ’ ένα περιβάλλον ξένο και ανοίκειο. Για τα παιδιά αυτά, που αντιλαμβάνονται και εκφράζουν τον εαυτό τους και τον κόσμο μέσα από τον περιορισμένο κώδικα, όταν μπουν στο σχολείο, είναι πολύ πιθανό να δυσκολευτούν.

Καπετσώνης Κων/νος

Κόρες που δεν έχουν αγαπηθεί από τις μητέρες τους: 7 κοινά Τραύματα

Σε ποια ηλικία μπορεί ένα παιδί να φροντίσει ένα κατοικίδιο;