Μελέτες έχουν δείξει ότι η έκθεση στα μικροσωματίδια της ατμοσφαιρικής ρύπανσης συνδέεται με υπέρταση τόσο στα παιδιά, όσο και τους ενήλικες.
Νέα αμερικανική μελέτη επιβεβαιώνει τα παραπάνω, καθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα έμβρυα που έχουν εκτεθεί σε υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης κατά το τρίτο τρίμηνο της κύησης, έχουν υψηλότερο κίνδυνο αυξημένης αρτηριακής πίεσης κατά την παιδική ηλικία.
Τα μικροσωματίδια PM2.5 που εκλύονται από τους κινητήρες των οχημάτων και την καύση κάρβουνου και πετρελαίου, αποτελούν μέρος της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και έχει αποδειχθεί ότι καταφέρνουν να εισχωρούν στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και να επηρεάζουν αρνητικά την υγεία του.
Οι ερευνητές μελέτησαν 1.293 μητέρες και τα παιδιά τους που είχαν πάρει μέρος στη μελέτη Boston Birth Cohort. Τα παιδιά είχαν υποβληθεί σε μέτρηση της αρτηριακής πίεσης μεταξύ τριών και εννέα ετών. Επίσης, οι επιστήμονες συνεκτίμησαν το σωματικό βάρος γέννησης και το αν η μητέρα κάπνιζε.
Η αυξημένη έκθεση σε μολυσμένο αέρα κατά το τρίτο τρίμηνο, όταν δηλαδή το έμβρυο παίρνει ταχύτερα βάρος, είναι ήδη γνωστό ότι επηρεάζει αρνητικά το σωματικό βάρος γέννησης, αλλά από τα νέα στοιχεία προκύπτει επίσης ότι η σχέση με την αρτηριακή πίεση είναι ανεξάρτητη του σωματικού βάρους γέννησης του παιδιού.
«Τα αποτελέσματα επισημαίνουν την ανάγκη μείωσης των PM2.5 στο περιβάλλον. Διότι η έκθεση σε αυτά όχι μόνο αυξάνει τον κίνδυνο νοσηρότητας και θανάτου σε όσους εκτίθενται άμεσα, αλλά επειδή περνά τον φραγμό του πλακούντα επηρεάζει την ανάπτυξη του εμβρύου και αυξάνει τον κίνδυνο παιδικής υπέρτασης», σχολιάζει ο Δρ Νοελ Μουελερ, επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας Bloomberg στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins στη Βαλτιμόρη και συγγραφέας της μελέτης.
«Η μελέτη μας είναι η πρώτη που δείχνει ότι η εισπνοή μολυσμένου αέρα έχει αρνητική επίδραση στην καρδιαγγειακή υγεία των απογόνων κατά την παιδική ηλικία. Η υπέρταση στην παιδική ηλικία συχνά συντελεί και σε υπέρταση στην ενήλικη ζωή, η οποία είναι κυρία αιτία καρδιαγγειακής νόσησης» τονίζει.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Hypertension.