«Η επίσημη στάση απέναντι στους μπαμπάδες που δεν έχουν την επιμέλεια, είναι ακόμη αρκετές δεκαετίες πίσω, αφήνοντας τους εκτός κοινωνίας. Οι μπαμπάδες που δεν ζουν με τα παιδιά τους δεν μετράνε κι αυτό δεν είναι υπερβολή. Είναι πραγματικότητα!» γράφει ο Neil Lyndon
Στην ιστοσελίδα του Gingerbread, ενός φιλανθρωπικού οργανισμού που βοηθάει και προστατεύει μονογονεϊκές οικογένειες στη Μ. Βρετανία μπορεί να δεί κανείς, στατιστικές βασισμένες σε δεδομένα που έχει στην κατοχή του το κράτος, με στόχο «να αντιμετωπίσει το στίγμα που υπάρχει για τους μονογονείς, καταρρίπτοντας μύθους και ταμπέλες» όπως ξεκάθαρα αναγράφει.
Πάνω από το ένα τέταρτο (26%) των νοικοκυριών με παιδιά-εξαρτώμενα μέλη, είναι μονογονεϊκές οικογένειες ενώ υπάρχουν πάνω από δυο εκατομμύρια γονείς στη Βρετανία σήμερα. Το Gingerbread αναγνωρίζει όμως ότι οι μόνοι γονείς που έχουν συμπεριληφθεί σε αυτό το νούμερο, είναι εκείνοι που έχουν τη φροντίδα του σπιτιού που μένουν τα παιδιά – δηλαδή, κυρίως οι μητέρες, αφού περίπου το 90% των παιδιών μονογονεϊκών οικογενειών, ζουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου με τη μητέρα τους. Γιατί το Gingerbread δε μετρά τους μόνους μπαμπάδες με τους οποίους δε μένουν τα παιδιά; Αφού κάθε παιδί έχει σίγουρα ένα πατέρα και μια μητέρα, θα ήταν λογικό να μην υπάρχουν δυο αλλά τέσσερα εκατομμύρια μονογονείς στην Βρετανία σήμερα. Σωστά;
Αντιμέτωπος με αυτές τις ερωτήσεις, ένας εκπρόσωπος του Gingerbread δήλωσε ότι πιστεύει πως η οργάνωση υιοθετεί τον ορισμό του μονογονέα που έχει δώσει το κράτος. Συνεπώς, συμπεραίνουμε ότι η ίδια η Κυβέρνηση έχει ορίσει ότι ένας πατέρας που δεν μένει με τα παιδιά του, δεν πρέπει να προσμετράται στις επίσημες στατιστικές που αφορούν μονογονεϊκες οικογένειες.
Τέτοια αδιαμφισβήτητα τεκμήρια αποτελούν τη γενική στάση της κοινωνίας απέναντι στις μονογονεϊκές οικογένειες, που επικρατεί σε μια εποχή στην οποία, σχεδόν οι μισοί γάμοι καταλήγουν σε διαζύγιο και περισσότερα από τα μισά μωρά γεννιούνται εκτός γάμου. Παριστάνουμε ότι μόνο ο ένας γονέας δικαιούται τον τίτλο του μονογονέα, ανεξάρτητα από το πόση αγάπη και αφοσίωση δείχνει ένας πατέρας που δεν ζει με τα παιδιά του. Ό,τι και να κάνει αυτός ο πατέρας, δε θα μπορέσει ποτέ να αναγνωριστεί σαν ίσος με τον άλλο γονέα και θα δυσκολευθεί πολύ να πληροφορηθεί για τα παιδιά του, π.χ. από το σχολείο ή τους γιατρούς.
Ένα σύνθετο, με σκέψη άρθρο της Ruth Graham στην Boston Globe, πρόσφατα έθεσε δυνατές ερωτήσεις πάνω σε αυτό το θέμα. Δείχνοντας ότι η παρούσα επίσημη κατάσταση και στάση της κοινωνίας, είναι αυτή των προηγουμένων 40 ετών – όταν οι περισσότερες μητέρες έμεναν στο σπίτι και οι περισσότεροι άνδρες πήγαιναν στη δουλειά – η Graham λέει ότι «το σύστημα χρειάζεται εκσυγχρονισμό, όχι μόνο για να είναι δίκαιο απέναντι στους ενήλικες αλλά και για ν’ αποφύγει να πληγώσει τα παιδιά, το καλό των οποίων υποτίθεται πως βάζει πάνω απ΄όλα!»
«Στην Αμερική», γράφει, «σχεδόν ένα τρίτο των παιδιών μονογονέων, είναι μέλη οικογενειών που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας και οι μπαμπάδες τους είναι επίσης φτωχοί και δεν μπορούν να πληρώσουν διατροφή, που είναι και η μόνη συνδρομή που ζητάει το σύστημα να έχουν, στη ζωή των παιδιών τους».
Αυτές οι παρατηρήσεις ενισχύονται από την Kathryn Edin, μια κοινωνιολόγο από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, η οποία έχει περάσει χρόνια ερευνώντας τους τρόπους με τους οποίους οι φτωχοί μπαμπάδες στην Αμερική, αντιμετωπίζουν τη πραγματικότητα εκτός γάμου. «Η διατροφή,» λέει, «είναι ένα απομεινάρι από τις μέρες που πιστεύαμε ότι οι μπαμπάδες δε μετρούσαν. Με το ένα χέρι, τους διώχναμε βγάζοντάς τους άχρηστους και με το άλλο ψάχναμε στις τσέπες τους. Έτσι νιώθουν εκείνοι…και όχι άδικα!».
Μπορούμε να εντοπίσουμε τα αίτια για αυτή μας την συμπεριφορά και τις πρακτικές μας σε αυτή τη χώρα τη δεκαετία του 90′, όταν ο John Patten, ίδρυσε το Γραφείο Διατροφής Παιδιού (Child Support Agency) με την πρόθεση να κυνηγήσει και να τιμωρήσει τους περιπλανώμενους, απόντες, «κακούς μπαμπάδες», οι οποίοι δεν πλήρωναν τη διατροφή των παιδιών τους. Τότε, έγραψα σε μια εφημερίδα, ότι οι μπαμπάδες που δεν έχουν την επιμέλεια των παιδιών τους, μπορεί να ενδιαφέρονταν περισσότερο για εκείνα, εάν είχαν ίσα δικαιώματα απέναντι στον νόμο με τις μητέρες και αν τύγχαναν της ίδιας αναγνώρισης, αποδοχής και σεβασμού από τη κοινωνία.
Από την άλλη ο αποκλεισμός των μπαμπάδων και η άνιση αντιμετώπισή τους, αυτόματα έβαζαν ένα δυσβάστακτο βάρος πάνω στις γυναίκες οι οποίες έπρεπε να είναι ο μόνος, πλήρους απασχόλησης, γονέας. Και μπορεί αυτή η κατάσταση να επικροτήθηκε από τη κοινωνία, έχοντας ένα λόγο παραπάνω να θεωρεί τη σύγχρονη γυναίκα χειραφετημένη και παντοδύναμη, ουσιαστικά όμως αποδείχτηκε περισσότερο επώδυνη, όχι μόνο για τον πατέρα και τα παιδιά, αλλά κυρίως για την ίδια τη μητέρα. Πλέον, πολλά μέσα, ασκούν κριτική στο ίδιο το σύστημα που θεωρεί ότι οι γονείς που έχουν την επιμέλεια είναι οι μόνοι που έχουν πραγματική σημασία και εξουσία.
Η Kathryn Edin λέει, «Εάν δίνουμε στις μητέρες την εντύπωση ότι τα παιδιά, τις «ανήκουν» τότε καταλήγουν να έχουν την ευθύνη για τα πάντα, ενώ παράλληλα, οι άνδρες διώχνονται από την κοινωνία, επίσης εις βάρος των γυναικών».