Το 1915, σε ηλικία 36 χρόνων, ο Αϊνστάιν ζούσε στη νευραλγική πόλη του Βερολίνου, ενώ η εν διαστάσει σύζυγός του και οι δυο τους γιοι, ήταν εγκατεστημένοι στην προσωρινά και συγκριτικά ασφαλέστερη Βιέννη. Στις 4 Νοέμβρη εκείνου του έτους, έχοντας μόλις ολοκληρώσει το έργο που θα τον εκτόξευε στην κορυφή της λίστας των μεγαλύτερων επιστημόνων και των σημαντικότερων ιστορικών φυσιογνωμιών, ο Αϊνστάιν έστειλε στον 11χρονο γιο του Χανς Αλμπερτ το γράμμα που ακολουθεί.
«Αγαπημένε μου Άλμπερτ,
Χτες έλαβα το όμορφο γράμμα σου και με χαροποίησε πολύ. Είχα φοβηθεί ότι δεν θα μου ξανάγραφες ποτέ πια. Μου είπες όταν ήμουν στη Ζυρίχη, ότι ένιωθες άβολα όταν ερχόμουν. Ωστόσο, πιστεύω ότι θα ‘ναι καλύτερο, αν συναντιόμασταν σ’ ένα διαφορετικό μέρος, όπου κανείς δεν θα χαλάσει την άνεσή μας. Σε κάθε περίπτωση, θα προσπαθήσω να περνάμε έναν ολόκληρο μήνα μαζί κάθε χρόνο, για να καταλάβεις ότι έχεις έναν μπαμπά που σε εκτιμά και σ’ αγαπάει.
Μπορείς, επίσης, να μάθεις πολλά καλά και όμορφα πράγματα από ‘μένα –κάτι που κάποιος άλλος δεν μπορεί να σου προσφέρει το ίδιο εύκολα. Όσα έχω καταφέρει μέσα από τόση εξαντλητική δουλειά, δεν πρέπει να προσφέρονται μόνο στους ξένους, αλλά κυρίως στους δικούς μου γιους. Αυτές τις ημέρες ολοκλήρωσα μια απ’ τις ομορφότερες δουλειές της ζωής μου. Όταν μεγαλώσεις, θα σου πω γι’ αυτήν.
Είμαι πολύ χαρούμενος που βρίσκεις χαρά στο πιάνο. Αυτό και η ξυλουργική είναι, κατά τη γνώμη μου, οι καλύτερες ασχολίες για την ηλικία σου –καλύτερες κι απ’ το σχολείο. Γιατί, τέτοια ενδιαφέροντα ταιριάζουν σε έναν νεαρό άνθρωπο, σαν κι εσένα. Παίζε κυρίως στο πιάνο ό,τι σ’ ευχαριστεί, ακόμα κι αν δεν σου ‘χει ανατεθεί από τον δάσκαλό σου. Αυτός είναι ο τρόπος να μαθαίνεις περισσότερα. Όταν, δηλαδή, κάνεις κάτι με τόση ευχαρίστηση που δεν προσέχεις πώς περνάει ο χρόνος. Καμιά φορά, είμαι τόσο απορροφημένος απ’ τη δουλειά μου, που ξεχνάω να φάω βραδινό…
Φίλησέ μου τον Tete,
Μπαμπάς.
Χαιρετισμούς στη μαμά.»