Κυκλοφορούν τελευταία κάτι έρευνες του τύπου «10 λόγοι που τα παιδιά στην Ολλανδία είναι χαρούμενα», «Πώς θα γίνουμε σαν τους Σουηδούς γονείς», «Τα ευτυχισμένα παιδιά της Δανίας» και άλλες παρόμοιες και είναι αλήθεια πως διαβάζοντάς τες εγείρονται διάφοροι προβληματισμοί και παραλληλισμοί με δυσάρεστα συμπεράσματα.
Κάτι συμβαίνει με την Ελληνική οικογένεια. Κάτι γίνεται με τους Έλληνες γονείς. Αρκεί να βρεθείς σε μια κοινωνική εκδήλωση για να καταλάβεις πως οι σχέσεις δοκιμάζονται προκλητικά. Αν δε η εκδήλωση έχει να κάνει με παιδιά οι στατιστικές πληροφορίες κραυγάζουν το παρακάτω συμπέρασμα. Η ψαλίδα έχει μεγάλο άνοιγμα! Από τη μία έχουμε ένα μικρό ποσοστό γονέων που υπεραπασχολούνται όχι απαραίτητα σωστά μα ούτε και 100% λανθασμένα, αλλά έχουμε και γονείς που ενώ νομίζουν πως ασχολούνται εξαιρετικά πολύ και σωστά με το ρόλο τους κάνουν ότι μπορούν χωρίς να το αντιλαμβάνονται για να ενσταλάξουν στη συνείδηση των παιδιών τους εγγραφές που δεν οδηγούν στην ψυχική υγεία.
Ποιος να είναι άραγε ο τρόπος να αφυπνιστούν αυτοί οι δεύτεροι γονείς; Ποιοι να είναι οι λόγοι που οδήγησαν τον Έλληνα γονιό να αποπροσανατολιστεί τόσο για τις ανάγκες αυτού του ρόλου;
Μεγάλος ο προβληματισμός και είναι ζητούμενο να τον ενστερνιστούν οι νέοι που δεν έχουν γίνει ακόμη γονείς. Ας έχει στο νου του ο επίδοξος γονιός. Όταν κάποιος ξεκινά μια δια βίου δέσμευση θα χρειαστεί να γνωρίζει εκ των προτέρων τους λόγους που τον οδηγούν στην απόφαση αυτή. Η αιτία – προϋπόθεση σε ένα μεγάλο ποσοστό για την επιτυχία ή την αποτυχία των δράσεών μας στη ζωή είναι ο βαθμός αφοσίωσης, το μέγεθος της δέσμευσης που καταθέτουμε γι αυτό που ξεκινάμε. Αν μπει κάποιος στη δράση με ενθουσιασμό, απόλυτη βεβαιότητα πως αυτό που ξεκινά είναι αυτό που θα τον κάνει ευτυχισμένο, αυτό είναι που αποζητά η ψυχή του για να νοιώσει την ολοκλήρωση, αυτό είναι που συναντά το όνειρο, τότε και μόνον τότε είναι βέβαιος πως καλώς ξεκινά ότι ξεκινά! Πόσοι όμως ξεκινούν έτσι το οτιδήποτε; Δυστυχώς για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται να έχεις περπατήσει μακριά μονοπάτια αυτογνωσίας ώστε να έχεις μια τόσο ξεκάθαρη και ενθουσιώδη θέση. Το σύνηθες είναι να ξεκινάς με ενθουσιασμό ή χλιαρά και χωρίς επίγνωση. Η όποια θέση συνήθως συνοδεύεται με δεύτερες σκέψεις αμφιβολίας να ελλοχεύουν και να παρεμποδίζουν αργά και βασανιστικά την αισιοδοξία, την ελπίδα και την πίστη στην πρώτη περίπτωση και να ενισχύουν τη χλιαρότητα και την ελλειπή επίγνωση στη δεύτερη.
Έτσι λοιπόν θα ήταν εξαιρετικά σκόπιμο και ιδανικό ταυτόχρονα, να αναρωτηθεί εκείνος που στοχεύει να περπατήσει προς την τεκνοποίηση. Ποιος είναι ο λόγος που γίνεται κανείς γονιός; Από τύχη ή ατυχία; Επειδή είναι ο προορισμός του ανθρώπου; Επειδή το θέλει ο ένας από τους δύο και άλλος πείθεται για να ικανοποιήσει τον σύντροφό του; Επειδή θέλει να δεσμεύσει τον σύντροφό του; Ίσως γιατί θέλει να δει τη συνέχειά του; Ή μήπως γιατί επιθυμεί να έχει κάποιον να τον φροντίσει στα γεράματα; Πραγματικά θέλει; Έχει εξετάσει όλες τις παραμέτρους; Έχει σκεφτεί ότι μπαίνει σε ένα εγχείρημα που έχει δέσμευση τουλάχιστον για τα επόμενα 20 χρόνια; Ξέρει ότι τα επόμενα 5-6 χρόνια θα είναι χρόνια σκληρής δουλειάς, ξενυχτιού, αλλαγής όλης της δομής που ήξερε; Ξέρει ότι ξεκινά μια πορεία μετάλλαξης για τον ίδιο; Αντιλαμβάνεται ότι τίποτα πια δεν θα είναι ίδιο με πριν;
Νομίζω πως οι περισσότεροι γονείς δεν αντιλαμβάνονται όταν μπαίνουν συνειδητά ή μη, τυχαία ή προγραμματισμένα στη διαδικασία της τεκνοποίησης ότι τίποτα δεν θα είναι όπως πριν και όντας μέσα στην κορύφωση των δυσκολιών που ενέχει ο ρόλος, περιμένουν πότε θα γυρίσουν σε εκείνο που ήξεραν. Κάτι σαν την κρίση δηλαδή. Αν ρωτήσεις, οι μισοί Έλληνες πιστεύουν ότι θα ξυπνήσουν μια μέρα σε εκείνο που ήξεραν. Έτσι μαγικά, τσουπ …. θα βρεθούμε εκεί από όπου φύγαμε….! Δεν αντιλαμβάνονται ότι «αυτό», ό,τι είναι αυτό το «αυτό» ήρθε και θα μείνει. Έτσι και το παιδί. Ήρθε και θα μείνει!
Αντιλαμβανόμενος λοιπόν ο συνειδητός γονιός ότι ο δρόμος δεν έχει γυρισμό, χρειάζεται να επανατοποθετηθεί ως προς τον ρόλο του ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στο τεράστιο έργο που καλείται να φέρει σε πέρας με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο.
Άρα:
Τίποτα δεν θα είναι όπως πριν. Αυτή η βεβαιότητα για την πορεία της ζωής, θα του δώσει την ευκαιρία να αντιληφθεί πως η ζωή προχωρώντας δημιουργεί νέες συνθήκες και μέσα σ’ αυτές χρειάζεται να μάθει να προσαρμόζεται, να βρίσκει τον καινούργιο του βηματισμό και αναζητώντας τα λειτουργικά στοιχεία της καινούργιας συνθήκης να αγνοεί τα μη λειτουργικά γιατί έτσι κι αλλιώς δεν έχει επιλογή. Γι αυτό χρειάζεται να μπαίνει κανείς στην επιλογή αυτή συνειδητά και αποφασισμένα.
Ο ρόλος αυτός είναι ο σπουδαιότερος. Όλοι καλούμαστε να παίξουμε πάρα πολλούς προκλητικούς και απαιτητικούς ρόλους στη ζωή. Ο ρόλος του γονιού όμως είναι εκείνος που διαμορφώνει την επόμενη γενιά. Είναι αυτός που θα φέρει την αλλαγή. Ο γονιός και ο δάσκαλος είναι η πρώτη επαφή του παιδιού με την κοινωνία. Η επιρροή τους είναι απολύτως καταλυτική. Πάση θυσία λοιπόν χρειάζεται να βεβαιώνει καθημερινά τον εαυτό του πως ο ρόλος του γονιού προηγείται όλων των άλλων.
Γονιός δεν είναι μόνο η μητέρα. Σε όλες τις δράσεις που αφορούν το παιδί οι συμμετοχές των πατεράδων είναι ένα ελάχιστο έως ανύπαρκτο ποσοστό. Ποιος θεωρεί ότι οι μητέρες μόνο έχουν την ανάγκη να γίνουν καλύτεροι γονείς; Γιατί έχει καθιερωθεί αυτό; Άραγε όταν η μητέρα θα γυρίσει στο σπίτι ο πατέρας περιμένει εναγωνίως να του μεταφέρει αυτά που άκουσε και τι κρίμα εκείνος έπρεπε να μείνει με τα παιδιά; Αυτό το μοντέλο καλύπτει άραγε η απουσία του; Ή μήπως η μητέρα θα προσπαθήσει δειλά-δειλά να αλλάξει κάτι από τις συνήθειες της οικογένειας και ο πατέρας αδιάφορα ή έκπληκτα ή ενοχλημένα θα εναντιωθεί ακολουθώντας την πεπατημένη; Είναι κοινό μέλημα ο ρόλος του γονιού και όσο πιο πολύ συμφωνούν και συνεργάζονται οι γονείς τόσο πιο ισορροπημένα και χαρούμενα παιδιά μπορούμε να έχουμε.
Η λίστα αυτή θα μπορούσε να συνεχίσει και να μεγαλώσει πολύ αλλά κρίνω σκόπιμο να προσθέσω ένα ουσιαστικό στοιχείο που έχω δει να λείπει από το Ελληνικό σπίτι και να μείνουμε σ’ αυτό. Υπάρχει δεδομένη, λανθασμένα, μεγάλη ανάγκη να γίνονται τα πράγματα όπως τα καθορίζει η λογική. Το συναίσθημα είναι απολύτως ξεχασμένη υπόθεση. Η Συναισθηματική Νοημοσύνη είναι ανύπαρκτη στην εκπαίδευση του μέσου Έλληνα. Το εκπαιδευτικό σύστημα περιλαμβάνει πολλές τέτοιες δράσεις μέχρι τα Νηπιαγωγεία και μόλις αρχίσει η Στοιχειώδης εκπαίδευση το συναίσθημα κρύβεται ολοσχερώς πίσω από τις εγκύκλιες γνώσεις. Αν ρωτήσεις έναν ενήλικα τι αισθάνεται το βέβαιο είναι ότι θα σου πει τι σκέφτεται. Χρειάζεται να πλησιάσουν την καρδιά και να απομακρυνθούν από το νου οι Έλληνες γονείς. Ας μην παρανοηθεί παρακαλώ η προτροπή αυτή. Δεν εννοώ να παρέχουν υλικά αγαθά, ή χατίρια, ή ασταθή συμπεριφορά χωρίς όρια που μπερδεύει και αποπροσανατολίζει τα παιδιά για να αποδείξουν την αγάπη τους. Αυτό είναι ένα λανθασμένο μοντέλο που δημιουργεί υπερπροστατευμένες προσωπικότητες το οποίο πολύ συχνά υιοθετείται από παππούδες και γιαγιάδες. Εννοώ να αντιληφθούν αυτό που αισθάνονται και να υποπτευθούν αυτό που αισθάνεται το παιδί τους. Να το αναγνωρίσουν, να το εκφράσουν με λόγια, να το επικοινωνήσουν. Ας αρχίσουν δε να προβάλλουν τα λειτουργικά συναισθήματα πιο ξεκάθαρα και ανοιχτά. Όχι δεν εννοείται η αγάπη και ενώ πολλοί γονείς εκφράζουν απροκάλυπτα την κριτική τους ή τον θυμό τους, θεωρούν πως είναι δεδομένη η αγάπη τους και το παιδί οφείλει να την εισπράττει μέσα από τις ποικίλες όσες παροχές τους χωρίς αυτή να εκφράζεται με λόγια.
Χρειάζεται να επικοινωνείται λεκτικά και η αγάπη και η χαρά, και η ικανοποίηση, και η αναγνώριση και τόσα άλλα. Χρειάζεται να αναφέρεται ο γονιός στις λέξεις που περιγράφουν συναισθήματα για να αρχίσει να τις συνειδητοποιεί και να τις αναγνωρίζει το παιδί. Για να το κάνει φυσικά χρειάζεται να το μάθει. Συναισθηματική εκπαίδευση χρειάζονται οι γονείς. Εκπαίδευση επίσης στην σταθερότητα που μαζί με την συνειδητή ευγένεια οδηγούν στην ισορροπία των συμπεριφορών. Όταν κανείς προσπαθεί συνειδητά να είναι σταθερός στη θέση του και ευγενικός συνάμα τα πράγματα ρέουν γιατί με αυτόν τον τρόπο οριοθετείται με σαφήνεια και καθαρότητα το πλαίσιο της σχέσης. Παραπαίουν οι Έλληνες γονείς ανάμεσα στον αυταρχισμό και την επιτρεπτικότητα. Ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι το ζητούμενο. Χρειάζεται να μάθουν οι γονείς να αντιλαμβάνονται τις συνέπειες που προκαλούνται στη συνείδηση του παιδιού καθώς αυτό παρατηρεί εξαιρετικά καλά αλλά ερμηνεύει με ελάχιστα, ασαφή ή λανθασμένα κριτήρια. Να μάθουν οι γονείς να καλλιεργούν τη χαρά, την αποδοχή, την ενθάρρυνση (και όχι τον έπαινο), την συνεργασία, την υπεύθυνη ανταλλαγή, την ανάθεση έργου χωρίς επιβολές και αυταρχισμούς. Να καλλιεργήσουν την ευταξία και να ξεχάσουν την πειθαρχεία. Να δημιουργήσουν ένα σαφές και ασφαλές πλαίσιο μέσα στο οποίο όλες οι δράσεις της οικογένειας αφορούν όλους με την ανάλογη ανάληψη ευθύνης. Να στοχεύσουν στο ευ ζειν, μέσα από απλές απτές και κατανοητές διαδικασίες για τα παιδιά και τους ίδιους. Να έχουν υπομονή και να σκέφτονται ότι ως Μέντορες και Προπονητές ο ρόλος τους είναι να εκπαιδεύσουν τον νεοφερμένο που τους εμπιστεύθηκε ο Δημιουργός κάνοντας τα μεγάλα λάθη μικρότερα ελπίζοντας ότι οι ίδιοι γίνονται η αλλαγή που επιθυμούν να δουν να συμβαίνει γύρω τους.
Μόνο αν αλλάξει ο γονιός θα αλλάξει και το παιδί του. Ακούω συχνά θυμωμένους γονείς να θέλουν να αλλάξουν τα παιδιά τους και προσπαθώ να τους κάνω να αντιληφθούν πως το θέμα όλο είναι στα χέρια τους. Γι αυτό είναι δύσκολα τα πράγματα στην αλλαγή. Γιατί οι γονείς έχουν μια εδραιωμένη συμπεριφορά την οποία δυσκολεύονται να αλλάξουν και περιμένουν με τις νουθεσίες και τα κηρύγματα να κάνει την αλλαγή το παιδί. Το παιδί όμως μαθαίνει από το παράδειγμα όχι από το κήρυγμα. Αλλάζοντας ο γονιός η πιθανότητα της αλλαγής του παιδιού είναι δεδομένη.
«Γίνε η αλλαγή που θες» είναι η προτροπή προς τον γονιό και κάτι που με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια και ευκρίνεια εξέφρασε ο Νίκος Καζαντζάκης στην Ασκητική. «Να λες εγώ, εγώ μονάχος μου θα αλλάξω τον κόσμο. Κι αν δεν αλλάξει πάλι εγώ θα φταίω».
Ερατώ Χατζημιχαλάκη
Οικογενειακή Σύμβουλος
Συγγραφέας του βιβλίου «Καινούργιοi γονείς για καινούργια παιδιά»
www.allazo.gr και www.elpidohori.gr