Θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα τελευταία χρόνια σε αρκετές περιπτώσεις συμβαίνει το εξής παράδοξο: ο μπαμπάς να κάνει ό,τι περνάει πραγματικά από το χέρι του για να επενδύσει στη σχέση του με το βρέφος, αλλά όταν φτάνει εκείνη η ώρα να εξοβελίζεται από το πρώτο πλάνο.
Να εξοβελίζεται ακόμα κι αν τους προηγούμενους εννέα μήνες έχει παρακολουθήσει σεμινάρια θηλασμού, ανώδυνου τοκετού, περιποίησης βρέφους, ακόμα κι αν έχει συμμετάσχει σε όλες τις εξόδους αγοράς για όλα όσα αφορούν το μωρό, ακόμα κι αν του έχουν βγει τα μάτια έξω να διαβάζει μελέτες επί μελετών για τους κολικούς, τη σωστή διατροφή, τα εμβόλια και ό,τι άλλο αφορά το παιδί του.
Μια πρώτη απάντηση στο γιατί συμβαίνει αυτό είναι γιατί τα τελευταία χρόνια τις ίδιες κι ακόμα περισσότερες γνώσεις διαθέτει και η μανούλα στη… φαρέτρα της, η οποία, όπως και ο σύζυγος, έχει συλλέξει εξίσου σημαντικές πληροφορίες για την ανατροφή του νέου μέλους της οικογένειας.
Η διαφορά όμως ανάμεσα στους δύο είναι ότι η μανούλα συνεχίζει να θεωρείται τόσο από την κοινωνία όσο κι από τον ίδιο της τον εαυτό η κύρια υπεύθυνη, το πρόσωπο υπεράνω όλων, ο απόλυτος φύλακας και εξουσιαστής της ζωής του βρέφους. Βασικά η κοινωνία την κάνει να πιστεύει ότι είναι η απόλυτη κυρίαρχος στη ζωή του παιδιού και πως αν δεν είναι, θα κάνει κακό στο μωρό της που τη χρειάζεται πριν και πάνω απ’ όλα.
Η κρίση φυσικά έχει βάλει κι εδώ το χεράκι της μιας και η αποκοπή πολλών γυναικών από την εργασία τους αγιοποίησε τον ρόλο της μητέρας.
Υπάρχουν όμως και τα ίδια τα αληθινά συναισθήματα την ώρα που γεννιέται ένα μωρό, συναισθήματα πηγαία που δεν μπορούν να «επικοινωνήσουν» καθόλου με τη λογική, μιας και, ναι, στις περισσότερες των περιπτώσεων η μαμά θα αισθανθεί «λύκαινα» για το μωρό της, θα αισθανθεί μοναδική και απόλυτη παρουσία στη ζωή του μετά την κυοφορία και τη γέννα γι’ αυτό και θα θελήσει να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του μετά τους εννέα μήνες που ζει μαζί του. Ναι, πολλές φορές η νέα μαμά πιστεύει ότι εκείνη ξέρει καλύτερα από όλους, ακόμα κι από τον μπαμπά, τι και ποιον χρειάζεται το μωρό της. Το θέμα είναι να έχει την οξυδέρκεια να πάει σύντομα στο επόμενο βήμα.
Πάνω σε αυτό το επόμενο βήμα αλλά και στη σημασία της άμεσης επαφής του πατέρα με το βρέφος του είχε πολλά ενδιαφέροντα να μας πει η ψυχολόγος, ιδρυτικό μέλος του κέντρου εκπαίδευσης και θεραπείας παιδιού «ypostirizo.gr», Κατερίνα Χριστοπούλου.
«Υπάρχει σίγουρα διαφοροποίηση στον δεσμό πατέρα-βρέφους σε σχέση με το παρελθόν. Ολοένα και περισσότεροι πατεράδες πλέον αναλαμβάνουν πιο ενεργό ρολό στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους κι αυτό είναι πολύ αισιόδοξο και θετικό τόσο για τα παιδιά και την ψυχοσυναισθηματική τους ανάπτυξη όσο και για την κοινωνία γενικότερα. Αυτό αφενός σχετίζεται με τον αυξημένο όγκο αρμοδιοτήτων των γυναικών που εργάζονται και επομένως ο πατέρας, εκ των πραγμάτων, καλείται να αναλάβει περισσότερες αρμοδιότητες, αλλά και με την καλλιέργεια και τη μόρφωση των ανθρώπων που απαλλάσσει τις συνειδήσεις των ανδρών από τα ‘‘κόμπλεξ’’ και τους οπλίζει με μεγαλύτερη συναισθηματική ωριμότητα.
Το παιδί όσο είναι ακόμη βρέφος δεν μπορεί να αντιληφθεί τόσο την παρουσία ή την απουσία του πατέρα από κοντά του. Σίγουρα η μητέρα εκεί έχει τα πρωτεία. Το βρέφος αναγνωρίζει τη φωνή της, τη μυρωδιά της και γι’ αυτό το άγχος αποχωρισμού εκδηλώνεται πάντα σε σχέση με τη μητέρα. Έρευνες βέβαια έχουν δείξει ότι το έμβρυο συνηθίζει και τη φωνή του πατέρα κατά την περίοδο της κυοφορίας και τη θυμάται αφού γεννηθεί ξεχωρίζοντάς την από άλλες αντρικές φωνές. Καθώς μεγαλώνει το βρέφος και ηλικιακά γίνεται νήπιο αρχίζει ο πατέρας να αποκτά για το παιδί εξίσου σημαντικό ρόλο όσο και η μητέρα. Ωστόσο είναι σημαντική η αλληλεπίδραση του πάτερα με το παιδί όσο αυτό είναι ακόμη βρέφος κυρίως για τον ίδιο τον πατέρα. Από τις πρώτες μέρες της ζωής του παιδιού τίθενται οι βάσεις για την ανάπτυξη και ισχυροποίηση του δεσμού τους. Ο δρόμος για να επιτευχθεί αυτό περνάει μέσα από την ενεργητική εμπλοκή στην καθημερινή φροντίδα του παιδιού. Πέρα από τις ευχάριστες στιγμές του παιχνιδιού με το παιδί θα πρέπει ο πατέρας να συμμετέχει ενεργά στο τάισμα, στη φροντίδα προσωπικής υγιεινής, ακόμη και στο νανούρισμα. Μάλιστα αν ο πατέρας καταφέρει να κοιμίσει το μικρό του όσο είναι ακόμη βρέφος, αυτό αποτελεί έναν πολύ καλό δείκτη για το μεταξύ τους δέσιμο. Σημαίνει ότι έχει ξεκινήσει να αναπτύσσεται ένας ισχυρός δεσμός και το παιδί νιώθει ασφάλεια. Ωστόσο δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί η πληροφορία αυτή σαν τεστ. Αν ένα παιδί δυσκολεύεται να αποχωριστεί τη μητέρα πριν από τον ύπνο δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται σαν προσωπική αποτυχία του πατέρα.
Οι γυναίκες που ψυχοσυναισθηματικά είναι υγιείς και ώριμες δεν βάζουν εμπόδια σε αυτόν τον δεσμό. Αν μια γυναίκα συνειδητά επιλέγει να ‘‘σαμποτάρει’’ την αλληλεπίδραση του παιδιού της με τον πατέρα του θα πρέπει να αναρωτηθεί τι δεν πάει καλά με την ίδια. Δεν μιλάμε σαφώς για τις περιπτώσεις όπου οι σχέσεις του ζευγαριού είναι διαταραγμένες ή την περίπτωση που οι γονείς βρίσκονται σε διάσταση. Στην περίπτωση αυτήν και πάλι οι παρουσίες και των δύο γονιών είναι πολύ σημαντικές για το παιδί. Οι γονείς θα πρέπει να συνυπάρχουν στο πλάι του παιδιού τους και να παραχωρούν ο ένας στον άλλον ελευθερία αλλά και τον απαραίτητο χώρο και χρόνο. Ωστόσο η ελευθερία αυτή θα πρέπει να περιορίζεται σε περίπτωση που δρα καταστροφικά για το παιδί.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, αυτό που θα πρέπει να μας μείνει στον νου είναι ότι τα οφέλη από την αλληλεπίδραση πατέρα-παιδιού είναι μεγάλα καθώς ο πατέρας ανέκαθεν για το παιδί συμβόλιζε τη σταθερότητα και την ασφάλεια. Όσο μεγαλύτερη και ποιοτική είναι η αλληλεπίδρασή τους λοιπόν τόσο εδραιώνονται αυτά τα δύο πολύτιμα στοιχεία στην προσωπικότητα του παιδιού καθώς αναπτύσσεται».
Δήμητρα Τριανταφύλλου