Εκείνο που αποτρέπει τα παιδιά να μιλήσουν και να αποκαλύψουν τις τραγικές καταστάσεις που βιώνουν, όπως αποδεικνύεται, είναι το αίσθημα ενοχής.
«Αισθάνονται ότι έχουν φταίξει για κάτι και γι’ αυτό τους συνέβη αυτό που τους συνέβη. Έτσι λειτουργεί το παιδικό μυαλό» όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων η παιδοψυχολόγος Αντιγόνη Γινοπούλου. «Και οι γονείς σιωπούν πολλές φορές όμως, καθώς φοβούνται το κοινωνικό στίγμα».
Οι έρευνες δείχνουν το μέγεθος της κατάστασης που επικρατεί. Η τελευταία από αυτές είχε πραγματοποιηθεί πριν από πενταετία από το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού σε δείγμα 15.000 παιδιών. Το ποσοστό εκείνων που απάντησαν ότι έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής βίας ήταν 7,6%, ενώ περισσότερα από τα μισά από αυτά τα παιδιά είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά με επαφή. Την ίδια ώρα ωστόσο τα περιστατικά που είχαν καταγγελθεί σε διάφορους φορείς αντιστοιχούσε στο 0,07%.
Μετά και την αποκάλυψη του τελευταίου περιστατικού σεξουαλικής κακοποίησης με πρωταγωνιστή έναν δάσκαλο μουσικής το ερώτημα που γεννάται είναι πώς μπορούν να προστατευτούν τα παιδιά από την έκθεση σε αυτόν τον κίνδυνο.
Ψυχίατρος που έχει γνώση του αντικειμένου και επιθυμεί να μην κατονομαστεί, επισημαίνει ότι μέχρι στιγμής δεν έχουν αποδώσει οι θεραπείες σε άτομα με σοβαρές μορφές διαστροφής. «Συνήθως τα άτομα αυτά έχουν πέσει και τα ίδια θύματα σεξουαλικής κακοποίησης στην παιδική τους ηλικία. Υπάρχει δηλαδή ένα ιστορικό που τα ωθεί σε αυτές τις πράξεις» αναφέρει χαρακτηριστικά. «Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν η θεραπεία αποδώσει αρχικά, πολλές φορές οι άνθρωποι αυτοί υποτροπιάζουν».
Το βάρος επομένως πέφτει κυρίως στους γονείς και σε δεύτερο επίπεδο στους εκπαιδευτικούς. Οι οποίοι, ωστόσο, καλούνται να επικοινωνούν σε μια συνθήκη «αλληλοπαρατήρησης» καθώς τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης σημειώνονται πολλές φορές στο οικογενειακό περιβάλλον χωρίς να λείπουν και εκείνα στο ευρύτερο σχολικό περιβάλλον, όπως συνέβη στο ωδείο με τον δάσκαλο της μουσικής.
Ανεξάρτητα από το περιβάλλον πάντως το κλειδί της πρόληψης βρίσκεται στην ενημέρωση. «Σε μικρότερες ηλικίες η ενημέρωση μπορεί να γίνει μέσα από ένα παραμύθι. Στις μεγαλύτερες η συζήτηση μπορεί να γίνει πιο ανοικτά. Το παιδί πρέπει να είναι και ενημερωμένο και υποψιασμένο έτσι ώστε εάν έρθει αντιμέτωπο με μια τέτοια κατάσταση να έχει αυξημένες πιθανότητες να προστατεύσει τον εαυτό του» σημειώνει η Αντιγόνη Γινοπούλου.
Όσο για τα σημάδια που πρέπει να ενεργοποιήσουν τα αντανακλαστικά γονέων και εκπαιδευτικών ώστε να μην συνεχίσει να βιώνει το παιδί επί μακρόν τον εφιάλτη: «Δεν υπάρχει μια στάνταρ αλλαγή στη συμπεριφορά ενός παιδιού όταν πέφτει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης. Ανάλογα με τον χαρακτήρα, άλλο μπορεί να γίνει πολύ επιθετικό και άλλο να κλειστεί στον εαυτό του. Οτιδήποτε επομένως παρατηρούμε που διαφέρει από τη συνηθισμένη συμπεριφορά πρέπει να μας προβληματίσει» απαντά η παιδοψυχολόγος.
Με άλλα λόγια, ένα παιδί που δεν θέλει να παίξει, που δεν μιλάει, δεν θέλει να πάει στο σχολείο είναι σκυθρωπό η προβληματισμένο στέλνει στην ουσία στους μεγάλους ένα μήνυμα. «Να έχουμε υπόψη μας ότι το παιδί δεν θέλει να κρύψει στην πραγματικότητα αυτό που του συνέβη» σημειώνει. Αν δηλαδή από τη μία πλευρά η ενοχή εμποδίζει το παιδί να σπάσει τη ζωή του από την άλλη πλευρά δεν παύει να αναζητά βοήθεια γι’ αυτό που έχει βιώσει.
Η βοήθεια αυτή είναι ασφαλώς πολύ σημαντική – και πρέπει να προσφερθεί σε επίπεδο ψυχολογικής υποστήριξης όχι μόνο στο παιδί αλλά (ξεχωριστά) και στους γονείς. Όπως πάντως σημειώνει η Αντιγόνη Γινοπούλου, «η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει υπό την έννοια ότι μπορεί να απαλύνει τον πόνο. Αλλά δυστυχώς είναι μια τόσο τραυματική εμπειρία που την κουβαλάς σε ολόκληρη τη ζωή σου».