Κάθε ενήλικος που έχει προσπαθήσει να μάθει μια ξένη γλώσσα μπορεί να επιβεβαιώσει το πόσο δύσκολο μπορεί να είναι. Έτσι, όταν ένα παιδί 3 ετών μεγαλώνει σε ένα δίγλωσσο οικογενειακό περιβάλλον και γίνεται αποδέκτης λέξεων και φράσεων από δύο διαφορετικές γλώσσες, η συμβατική λογική λέει ότι θα πρέπει να συγχέει αυτές τις δύο γλώσσες.
Η επιστήμη, όμως, δείχνει ότι αυτό δεν είναι αλήθεια και πως τα μικρά παιδιά μαθαίνουν ακόμα και δύο γλώσσες ταυτόχρονα χωρίς κανένα πρόβλημα. Μάλιστα, η πρώιμη παιδική ηλικία είναι η καλύτερη δυνατή στιγμή για να μάθουν μια δεύτερη γλώσσα. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε δίγλωσσο οικογενειακό περιβάλλον συνήθως μαθαίνουν και τις δύο γλώσσες σαν μητρικές τους, ενώ οι ενήλικες συχνά πασχίζουν με την εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας και σχεδόν ποτέ δεν την μαθαίνουν ως μητρική τους.
Πότε τα μωρά μαθαίνουν μια νέα γλώσσα;
Έρευνες δείχνουν ότι τα μωρά αρχίζουν να μαθαίνουν τους ήχους της γλώσσας πριν καν γεννηθούν! Στην μήτρα, η φωνή της μητέρας γίνεται ένας από τους πιο γνωστούς ήχους για ένα αγέννητο μωρό. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε, τα νεογέννητα μπορούν να διακρίνουν μεταξύ της γλώσσας της μητέρας τους και μιας άλλης γλώσσας.
Η εκμάθηση γλωσσών εξαρτάται από την επεξεργασία των ήχων. Όλες οι γλώσσες του κόσμου μαζί περιλαμβάνουν περίπου 800 διαφορετικούς ήχους. Η κάθε γλώσσα χρησιμοποιεί μόνο περίπου 40 τέτοιους ήχους γλώσσα, ή “φωνήματα”, που την διακρίνουν από μια άλλη γλώσσα.
Κατά τη γέννηση, ο εγκέφαλος του μωρού έχει μια ασυνήθιστη ικανότητα: Μπορεί να διακρίνει όλους τους 800 διαφορετικούς ήχους! Αυτό σημαίνει ότι σε αυτό το στάδιο τα βρέφη μπορούν να μάθουν οποιαδήποτε γλώσσα από όπου και αν αυτή προέρχεται. Σταδιακά τα μωρά καταλαβαίνουν ποιους ήχους ακούν περισσότερο.
Μεταξύ 6 και 12 μηνών, τα βρέφη που μεγαλώνουν σε μονόγλωσσο περιβάλλον γίνονται πιο εξειδικευμένα στο υποσύνολο των ήχων της μητρικής τους γλώσσας. Και, μέχρι τα πρώτα τους γενέθλια, αρχίζουν να χάνουν την ικανότητά τους να διακρίνουν τις ακουστικές διαφορές μεταξύ των ήχων από δύο διαφορετικές γλώσσες.
Μελετώντας τους εγκεφάλους των μωρών
Τι γίνεται με αυτά τα μωρά που ακούνε δύο γλώσσες από τη γέννηση; Μπορεί ένας εγκέφαλος μωρού να ειδικεύεται σε δύο γλώσσες; Εάν ναι, πώς είναι αυτή η διαδικασία διαφορετική από το να ειδικεύεται σε μία μόνο γλώσσα;
Γνωρίζοντας το πώς ο εγκέφαλος του μωρού μαθαίνει την μία γλώσσα και πώς τις δύο γλώσσες είναι σημαντικό για την κατανόηση της αναπτυξιακής διαδικασίας της ομιλίας. Για παράδειγμα, οι γονείς των δίγλωσσων παιδιών συχνά αναρωτιούνται τι θα πρέπει να αναμένουν στην ομιλία του παιδιού και τι όχι, ή το αν και πώς το παιδί τους θα διαφέρει από τα άλλα παιδιά που μαθαίνουν μία γλώσσα.
Ομάδα ερευνητών, χρησιμοποίησε μια εντελώς μη επεμβατική τεχνολογία που ονομάζεται μαγνητοεγκεφαλογραφίας (MEG), για να προσδιορίσουν τον χρονισμό του βρεφικού εγκεφάλου, όταν το μωρό άκουγε, αρχικά, την μητρική του και μετά μια άλλη, δεύτερη γλώσσα.
Βρήκαν κάποιες βασικές διαφορές μεταξύ των βρεφών που μεγάλωναν σε μονόγλωσσες οικογένειες, έναντι εκείνων που είχαν δίγλωσσους γονείς. Σε ηλικία 11 μηνών, λίγο πριν τα περισσότερα μωρά αρχίζουν να λένε τις πρώτες τους λέξεις, το πείραμα έδειξε ότι:
Στα μωρά από μονόγλωσσες οικογένειες, ο εγκέφαλός τους εξειδικευόταν στην επεξεργασία των ήχων της μητρικής τους γλώσσας και όχι στους ήχους της δεύτερης, άγνωστης γλώσσας.
Στα μωρά από δίγλωσσες οικογένειες, ο εγκέφαλό τους εξειδικευόταν στην επεξεργασία των ήχων και από τις δύο γλώσσες.
Η έρευνα έδειξε ότι οι εγκέφαλοι των μωρών “συντονίζονται” σε οποιαδήποτε γλώσσα, ή γλώσσες ακούνε από τους ανθρώπους που τα φροντίζουν. Ένας μονόγλωσσος εγκέφαλος συντονίζεται με τους ήχους μίας μόνο γλώσσας και ένας δίγλωσσος εγκέφαλος συντονίζεται με τους ήχους και των δύο γλωσσών. Μέχρι την ηλικία των 11 μηνών, η δραστηριότητα του εγκεφάλου του μωρού αντανακλά τη γλώσσα, ή τις γλώσσες στις οποίες έχει εκτεθεί μέχρι τότε.
Είναι εντάξει για ένα μωρό να μάθει δύο γλώσσες ταυτόχρονα;
Οι γονείς ανυπομονούν να ακούσουν τις πρώτες λέξεις από το μωρό τους. Είναι μια συναρπαστική στιγμή για να μάθουν περισσότερα για το τι σκέφτεται το μωρό τους. Ωστόσο, μια κοινή ανησυχία, ιδιαίτερα για τις δίγλωσσες οικογένειες, είναι ότι το παιδί τους δεν μαθαίνει αρκετά γρήγορα.
Η έρευνα έδειξε ότι τα δίγλωσσα μωρά έδειξαν μια εξίσου ισχυρή αντίδραση του εγκεφάλου στην κάθε γλώσσα, όπως και τα μονόγλωσσα μωρά. Αυτό υποδηλώνει ότι τα δίγλωσσα μωρά μαθαίνουν την κάθε γλώσσα με τον ίδιο ρυθμό όπως τα μονόγλωσσα μωρά.
Οι γονείς των δίγλωσσων παιδιών επίσης ανησυχούν ότι τα παιδιά τους δεν θα ξέρουν όσες λέξεις ξέρουν τα παιδιά που μεγαλώνουν με μία γλώσσα. Σε κάποιο βαθμό, αυτή η ανησυχία είναι έγκυρη. Τα δίγλωσσα βρέφη μοιράζουν το χρόνο τους ανάμεσα σε δύο γλώσσες και, ως εκ τούτου, κατά μέσο όρο, ακούν λιγότερες λέξεις από την κάθε γλώσσα.
Ωστόσο, οι μελέτες δείχνουν με σαφήνεια, ότι τα δίγλωσσα παιδιά δεν υστερούν σε καμία από τις δύο γλώσσες. Διαπιστώθηκε ότι το λεξιλόγιο μιας γλώσσας στα δίγλωσσα παιδιά, είναι το ίδιο εκτενές με εκείνο των μονόγλωσσων παιδιών στην ίδια γλώσσα.
Το πλεονέκτημα που έχουν τα δίγλωσσα παιδιά
Είναι πλέον κατανοητό ότι η συνεχής ανάγκη να μετατοπίζουν την προσοχή τους ανάμεσα σε δύο γλώσσες οδηγεί σε πολλά γνωστικά πλεονεκτήματα. Η έρευνα έδειξε ότι τα δίγλωσσα παιδιά δείχνουν μια βελτιωμένη εκτελεστική λειτουργία του εγκεφάλου, δηλαδή είναι σε θέση να μετατοπίζουν την προσοχή τους, να την εναλλάσσουν μεταξύ εργασιών και να επιλύουν τα προβλήματα πιο εύκολα. Τα δίγλωσσα παιδιά μπορούν να μάθουν μιας τρίτη γλώσσα ευκολότερα.
Επίσης, η σωρευτική επίδραση της δίγλωσσης λειτουργίας στον εγκέφαλο πιστεύεται ότι μεταφράζεται σε προστατευτικές επιδράσεις έναντι της γνωστικής εξασθένησης με τη γήρανση τους εγκεφάλου και την εκδήλωση της νόσου του Αλτσχάιμερ.
Πηγή: iatropedia.gr