Η ψυχολογική κακοποίηση ενός παιδιού, ορίζεται από τους ειδικούς του χώρου της ψυχικής υγείας ως πράξεις, συμπεριφορές ή και παραλείψεις, από τις οποίες το παιδί εισπράττει συστηματική απόρριψη, εκφοβισμό, απομόνωση, εκμετάλλευση, υποτίμηση και συναισθηματική απροσφορότητα. Ψυχολογική κακοποίηση μπορεί, υπό συνθήκες, να θεωρηθεί και η απουσία επαίνων, ενθάρρυνσης, φροντίδας, η υπερπροστασία όταν εμποδίζει το παιδί να έρθει σε επαφή με συνομηλίκους του, κοκ.
Συνήθως είναι αρκετά δύσκολο να εντοπισθεί από τους ειδικούς αν ένα παιδί υφίσταται ψυχολογική κακοποίηση, καθώς απαιτείται χρόνος ώστε ο επαγγελματίας ψυχικής υγείας να χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης με το παιδί. Αν σκεφτούμε ότι η εμπιστοσύνη που δείχνει κανείς στους άλλους, μαζί με την ικανότητα να δένεται, είναι κάποια από τα βασικά στοιχεία που πλήττονται όταν κακοποιείται ψυχολογικά, τότε η δημιουργία ασφαλούς σχέσης με τον ειδικό, μοιάζει ακόμη πιο δύσκολη υπόθεση.
Η ταπείνωση, ο υποβιβασμός, ο εξευτελισμός, μπορεί να είναι εξίσου επικίνδυνα με άλλες μορφές σωματικής βίας και αν δεν υπάρξει κατάλληλη στήριξη. Στην κλινική μας δουλειά, βλέπουμε παιδιά τα οποία κακοποιούνται ψυχολογικά, να έχουν εξαιρετικά χαμηλή αυτοεκτίμηση, έκδηλο άγχος, να κάνουν χρήση οινοπνευματωδών ή τοξικών ουσιών, κοκ. Ακόμη, αρκετές έρευνες συσχετίζουν την επιθετική συμπεριφορά κάποιων ενηλίκων, με τη βία που τους υπεβλήθη ενώ ήταν παιδιά.
Ένα σημαντικό ερώτημα που έχει απασχολήσει τους ειδικούς, είναι πώς μπορούμε να ξέρουμε αν έχει υπάρξει στ’ αλήθεια ψυχολογική βία. Σε αντίθεση με τη σωματική ή και σεξουαλική κακοποίηση, οι ψυχολογικές βλάβες συχνά δε μπορούν να στοιχειοθετηθούν επαρκώς. Φαίνεται ωστόσο η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, να κρύβεται στη λέξη αλήθεια. Ας αναλογιστούμε, για ποια αλήθεια, ποια πραγματικότητα μιλάμε;
Αν το πρόσωπο που μας δίνει την πληροφορία αισθάνεται ότι έχει βιώσει ψυχολογική κακοποίηση, τότε αυτό μοιάζει να είναι αρκετό για να μας δώσει μια κατεύθυνση σχετικά με το πώς να δουλέψουμε μαζί του. Σίγουρα η δική του πραγματικότητα δεν είναι η μόνη, αλλά είναι μια υπαρκτή εκδοχή που δε μπορούμε να αγνοήσουμε.
Όπως και να’ χει, δεν επιβιώνουν όλοι από την ψυχολογική κακοποίηση. Ο κίνδυνος μπορεί να είναι άμεσος – σε κάποιες περιπτώσεις οι άνθρωποι αυτοκτονούν, μην αντέχοντας το ψυχικό κόστος από την κακοποίηση τους, αλλά και έμμεσος – αρκεί να σκεφτούμε ατυχήματα που προέκυψαν σε παιδιά που το έσκασαν, λόγω ψυχολογικής βίας, από το σπίτι τους.
Πώς μπορεί ένα παιδί να επιβιώσει από την ψυχολογική κακοποίηση που υπέστη ή και υφίσταται ακόμη; Οι γονείς ίσως να μη μπορέσουν να αγαπήσουν το παιδί που έχουν απορρίψει, αλλά μπορούν να βοηθηθούν να επιτρέψουν στα παιδιά τους να λάβουν θετικό ενδιαφέρον από άλλους ανθρώπους, που δε χρειάζεται να είναι συνεχώς παρόντες. Επιπροσθέτως, μέσω των κατοικιδίων, της λογοτεχνίας και του παιχνιδιού, τα παιδιά ενισχύονται.
Οι θεραπευτές, από τη μεριά τους, προσπαθούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να βγάλουν νόημα σχετικά με το γιατί και το πώς προέκυψε η κακοποίηση, έτσι ώστε να αποκτήσουν μια αίσθηση ελέγχου.
«Έτσι, το δυνατό μυαλό της Ματίλντα συνέχισε να μεγαλώνει, αφού τρεφόταν από τις φωνές όλων αυτών των συγγραφέων που είχαν στείλει τα βιβλία τους στον κόσμο σαν καράβια στη θάλασσα. αυτά τα βιβλία έδωσαν στην Ματίλντα ένα ελπιδοφόρο και παρηγορητικό μήνυμα: δεν είσαι μόνη».
Roald Dahl