in

Δημογραφικό: Η Ελλάδα γερνά… χωρίς να διδάσκεται

Το ότι η Ελλάδα είναι μια γερασμένη, πληθυσμιακά, χώρα, με τους σχετικούς αρνητικούς ρυθμούς να βαίνουν κλιμακούμενοι, αποτελεί κοινό τόπο σε όλες τις σχετικές μετρήσεις. Για παράδειγμα, από πρόσφατη έκθεση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για τον πληθυσμό και τις μεταναστευτικές ροές της χώρας, καταγράφεται μείωση κατά 0,14% και σημαντική αύξηση στο δείκτη γήρανσης του πληθυσμού της Ελλάδας το 2016 σε σύγκριση με το 2015.

Ειδικότερα, όπως αναφέρεται, ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας κατά την 1η Ιανουαρίου 2017 εκτιμήθηκε σε 10.768.193 άτομα (5.221.277 άνδρες και 5.546.916 γυναίκες), μειωμένος κατά 0,14% σε σχέση με τον αντίστοιχο πληθυσμό της 1ης Ιανουαρίου 2016, που ήταν 10.783.748 άτομα. «Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της φυσικής μείωσης του πληθυσμού που ανήλθε σε 25.887 άτομα (92.898 γεννήσεις έναντι 118.785 θανάτων) και της καθαρής μετανάστευσης που εκτιμήθηκε σε 10.332 άτομα». Η κατάσταση αυτή, αν και, όπως θα τεκμηριωθεί στην συνέχεια, δεν είναι σημερινή ως τάση, έχει ωστόσο επιδεινωθεί δραματικά την περίοδο της κρίσης και έχει θορυβήσει, τόσο την επιστημονική κοινότητα, όσο και κάθε εμπλεκόμενο και ενδιαφερόμενο για την βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού – ασφαλιστικού συστήματος, του συστήματος υγείας, της εκπαίδευσης και, τελικά, των πραγματικών προοπτικών για ουσιαστική οικονομική ανάπτυξη.

Το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας επανήλθε στην επικαιρότητα με αφορμή τις αλλαγές στην επιδοματική πολιτική του κράτους προς τις οικογένειες. Από την κυβέρνηση υποστηρίζουν πως οι αλλαγές στα οικογενειακά επιδόματα που προωθούνται μέσω του πολυνομοσχεδίου θα έχουν θετικό αντίκρισμα για εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά με παιδιά. «Περισσότερες από 600.000 οικογένειες θα δουν να αυξάνεται το επίδομα που παίρνουν για τα παιδιά τους» σημείωσε και πρόσθεσε πως η κυβέρνηση έχει τελείως διαφορετική φιλοσοφία απέναντι στο θέμα των επιδομάτων: «Επιλέξαμε να έχουμε τη δυνατότητα να στηρίζουμε όχι μόνο τις τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες, αλλά να βοηθήσουμε τις οικογένειες και με ένα ή δυο παιδιά. Αν δείτε τους πίνακες η πρώτη κατηγορία των δικαιούχων βλέπει ακόμα και διπλασιασμό του επιδόματος» εξήγησε. Η κριτική απέναντι σε αυτές τις αλλαγές εντοπίζεται, όπως το θέτουν οι φορείς των τριτέκνων και πολυτέκνων, στο ότι η ενίσχυση των οικογενειών με ένα και δύο παιδιά μέσω της μείωσης των επιδομάτων των οικογενειών με περισσότερα παιδιά οδηγούν σε «μοντέλο Κίνας», «προτρέποντας», ουσιαστικά, τα νέα ζευγάρια να μην σκέφτονται περισσότερα από δύο παιδιά.

Πόσο βαθύ όμως είναι το, κατά κοινή ομολογία, δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας; Τι επιπτώσεις έχει; Και πώς μπορεί να αντιστραφεί αυτήν η κατηφορική πορεία; Αναζητήσαμε απαντήσεις από τον Διονύση Μπαλούρδο, οικονομολόγο, δημογράφος και διευθυντής ερευνών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, ο οποίος ξεκίνησε θέτοντας το επιστημονικό πλαίσιο. Πιο απλά, να ξεκαθαρίσουμε για ποιο πράγμα μιλάμε.

«Το δημογραφικό το κοιτάμε από την πλευρά της γονιμότητας, από την πλευρά της γήρανσης και από την πλευρά του μεταναστευτικού – προσφυγικού, τόσο σε ό,τι αφορά τις ροές προς το εξωτερικό, όσο και τις ροές από το εξωτερικό. Αυτό το τελευταίο έχει προβληθεί δεόντως. Το πιο καυτό πρόβλημα, όμως, από τα τρία και αυτό που έχει παραμεληθεί είναι η γονιμότητα. Γεννιούνται λιγότερα παιδιά και είμαστε σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τον υπόλοιπο πλανήτη. Και αυτό έχει πολλαπλές επιπτώσεις σε πολλά επίπεδα στο μέλλον, από τον τομέα της Παιδείας και της Υγείας μέχρι το Ασφαλιστικό – Συνταξιοδοτικό. Πρέπει λοιπόν η πολιτική να στραφεί σε πρώτη φάση προς τα εκεί. Πολύ περισσότερο που, με βάση κάποιους δείκτες, η Ελλάδα έχει από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς στον πλανήτη. Στην Ευρώπη σίγουρα είναι η πιο γερασμένη. Πρέπει, λοιπόν, να αναδείξουμε το θέμα της οικογένειας, της δημογραφίας και των γεννήσεων».

Ο δείκτης γονιμότητας το «κλειδί»

«Για να κατανοηθεί το μέγεθος του φαινομένου», συνεχίζει ο ερευνητής, «ας πάρουμε τον δείκτη της γονιμότητας, που είναι ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία. Για να αναπαράγεται ένας πληθυσμός κανονικά, πρέπει αυτός ο δείκτης να έχει τιμές 2,1 περίπου. Δηλαδή κάθε γυναίκα θα πρέπει να γεννά κατά μέσο όσο 2,1 παιδιά. Αυτήν την τιμή η Ελλάδα την προσέγγισε το 1981. Μετά έπεσε κάτω από το 2,1. ‘Αρα, από το 1981 είμαστε κάτω από το επίπεδο ανανέωσης των γενεών».

Αλλά αυτά είναι μόνο… τα «καλά νέα». Διότι, όπως σημειώνει ο Διονύσης Μπαλούρδος,  «αυτός ο πολύ βασικός δείκτης συνέχισε να μειώνεται και έφτασε το 1987 το όριο του 1,5 παιδιά ανά γυναίκα». «Το όριο αυτό ονομάζεται “όριο ακραίας χαμηλής γονιμότητας”. Που σημαίνει ότι αν μια χώρα πάει εκεί – όπως πήγε η Ελλάδα το 1987 – δύσκολα μπορεί να εφαρμόσει μια πολιτική να ανατραπεί. Είναι όριο μη αναστρέψιμο. ‘Οποια χώρα προσέγγισε ή πήγε κάτω από αυτό το επίπεδο δεν έχουμε δει να επιστρέφει. Και το ερώτημα είναι: Επέστρεψε η χώρα μας; Η απάντηση είναι, όχι. Μάλιστα, το 1999 είχαμε από τις χαμηλότερες τιμές του δείκτη στον πλανήτη. Ήταν 1,23 παιδιά ανά γυναίκα. Αρνητικό ρεκόρ. Ωστόσο, λίγο πριν την κρίση αυτή η τάση άρχισε να αντιστρέφεται και ο δείκτης να ανεβαίνει σταδιακά και να φτάνει λίγο πριν την κρίση το 1,49. Δηλαδή το 2009 ήμασταν κοντά στο όριο. Με την κρίση πάμε πάλι προς τα κάτω».

Ποιοι είναι οι παράγοντες που συμβάλουν σε αυτήν την κατάσταση. «Αυτά είναι φαινόμενα πρωτόγνωρα και οφείλονται σε πολλούς παράγοντες. Ο πρώτος παράγοντας είναι ότι γίνονται γάμοι σε μεγαλύτερη ηλικία. Οι γυναίκες δηλαδή παντρεύονται πάνω από 30 ετών, μένουν πολύ στην εκπαίδευση και αργούν να κάνουν παιδιά. ‘Αρα έχουμε αύξηση της μέσης ηλικίας πρώτου γάμου για τις γυναίκες και αύξηση της μέσης ηλικίας στην γέννηση πρώτου παιδιού. Είναι και τα δύο πάνω από τα 30 χρόνια σύμφωνα με τα στοιχεία του 2015. Οι δημογράφοι και οι κοινωνιολόγοι έχουν χαρακτηρίσει αυτήν την αύξηση ως σύνδρομο καθυστέρησης και πολλοί από εμάς θεωρούμε πως αυτή η καθυστέρηση απόκτησης πρώτου παιδιού έχει να κάνει με την κακή οικονομική συγκυρία».

Ο ερευνητής εξηγεί ως προς αυτό, ότι «έχουμε και ένα πρόβλημα που είναι πολύ αποτρεπτικό κατά την γνώμη μου: Ο δείκτης φτώχειας. Σύμφωνα με την Eurostat η φτώχεια στην Ελλάδα είναι γύρω στο 21%-22% στο σύνολο του πληθυσμού. Εάν βάλετε τον δείκτη φτώχειας στους νέους θα δείτε ότι θα φτάσει το 30%. Στους ηλικιωμένους όμως έχει πέσει. Και αυτό έχει να κάνει με δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι οι νέοι είναι άνεργοι και φτωχοί και δεύτερον, το αντίθετο συμβαίνει με τους ηλικιωμένους συνταξιούχους. Στην χώρα μας οι ηλικιωμένοι έχουν φυσικά προσφέρει, έχουν πληρώσει τα ένσημά τους, αλλά ταυτόχρονα είναι και μια συγκροτημένη και οργανωμένη πολλές φορές εκλογική μάζα που ασκεί πίεση. Σε αντίθεση με τους νέους. ‘Αρα θα πρέπει η πολιτεία μόνη της να πλησιάσει τους νέους και στον επαγγελματικό τομέα και σε πολλούς άλλους τομείς να τους ενθαρρύνει και αυτό θα λειτουργήσει θετικά και αναπτυξιακά».

Το δημογραφικό «παράδοξο»

Ωστόσο, η ευθεία και εν πολλοίς προφανής συσχέτιση του επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας με την γονιμότητα του πληθυσμού της, εμφανίζεται ενίοτε και ως παράδοξο. Αυτό το παράδοξο ερμηνεύεται με όρους πολιτικής. «Το έχουν ονομάσει ως φαινόμενο της καθυστερημένης μετάβασης στην απόκτηση παιδιών» εξηγεί ο Διονύσης Μπαλούρδος. «Όταν έχεις οικονομική άνθηση έχεις δύο συνέπειες: Η μία είναι, επειδή βάζεις πολλά λεφτά στην τσέπη σου, περιμένεις να γεμίσει και μετά κάνεις παιδί. Όταν δεν έχεις λεφτά περιμένεις να αποκτήσεις και μετά να κάνεις παιδιά». Το αποτέλεσμα καταλήγει να είναι το ίδιο, γι’ αυτό «οι δημογράφοι φωνάζουμε για δημογραφική πολιτική, για ενίσχυση των ζευγαριών να αποκτούν παιδιά».

Ο κ. Μπαλούρδος μας φέρνει το παράδειγμα της Γερμανίας η οποία, ενώ σαφώς βρίσκεται μακράν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από την Ελλάδα, ωστόσο έχει επίσης από τους χαμηλότερους μέσους δείκτες γονιμότητας. Πώς συμβαίνει αυτό; «Τα μέτρα που έχουν λάβει οι Γερμανοί για την οικογένεια, ευνοούσαν το να φύγει η γυναίκα από την αγορά και να κάτσει στο σπίτι. Αυτό την εμπόδιζε να έχει μια ομαλή επαγγελματική καριέρα, συγκριτικά με τον σύζυγο. Οπότε οι Γερμανίδες καθυστερούν, κάνουν την καριέρα τους, ολοκληρώνονται επαγγελματικά και μετά μπαίνουν σε διαδικασία απόκτησης παιδιού. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική που εφαρμόζουν και οι Γερμανοί και εμείς κατά κάποιον τρόπο είναι μη αποτελεσματική. Μη ευνοϊκή για να κάνεις οικογένεια και να κάνεις και καριέρα».

Αυτό σημαίνει, ότι οι ασκούμενες κρατικές πολιτικές σε ό,τι αφορά στην στήριξη της οικογένειας μπορεί να οδηγήσουν τον δείκτη γονιμότητας σε διαφορετική κατεύθυνση από εκείνην που θα μπορούσε να υποτεθεί ότι θα ακολουθούσε με βάση αποκλειστικά το επίπεδο ανάπτυξης της οικονομίας. Αν και το τελευταίο συνιστά πάντα τον σημαντικότερο παράγοντα. «Γιατί επηρεάζουν οι πολιτικές; Για παράδειγμα, οι μόνες χώρες που επιτρέψανε στον δείκτη γονιμότητας να πάνε προς τα πάνω είναι οι Σκανδιναβικές. Αυτό έγινε μέσω των κατάλληλων πολιτικών οι οποίες από την μια πλευρά ευνοούν την συμφιλίωση της επαγγελματικής και της οικογενειακής ζωής και από την άλλη, τον καταμερισμό ευθυνών για το μεγάλωμα του παιδιού και στον άνδρα και στην γυναίκα. Δεν φτάνει λοιπόν να έχεις μόνο παιδικούς σταθμούς, αλλά χρειάζεται και η ισότητα μέσα στην οικογένεια. Και εκείνες οι χώρες, όπως η Σουηδία για παράδειγμα, έχουν την καλύτερη πρακτική γονικής άδειας προς τον πατέρα. Μάλιστα η άδεια είναι αναγκαστική και έχει οικονομικό κόστος όταν δεν λαμβάνεται από τον εργαζόμενο. Επίσης το ζευγάρι συνεργάζεται και βοηθούν εξίσου και ο άνδρας και η γυναίκα. Διότι η φροντίδα του παιδιού θέλει πολύ δουλειά και δεν είναι μόνο να το πηγαινοφέρνεις από τον παιδικό σταθμό. Υπάρχει λοιπόν συνεργασία φύλων, συνεργασία κράτους – οικογένειας, κράτους – επαγγελματικής ζωής και λειτουργεί πολύ αυτό το σύστημα».

Προς ποια κατεύθυνση πρέπει λοιπόν να κινηθεί μια πολιτική στήριξης της οικογένειας;

«Η πολιτική πρέπει να κινηθεί σε δύο κατευθύνσεις. Να φροντίζει κοινωνικά εκείνους που έχουν πολλά παιδιά. Διότι το βάρος είναι μεγάλο. Αυτή είναι η μία διάσταση. Όμως αυτοί που έχουν πολλά παιδιά είναι ένα μικρό ποσοστό στο σύνολο των νοικοκυριών που έχουν παιδιά. ‘Αρα θα πρέπει η πολιτική του κράτους να στραφεί και να ενισχύσει τα ζευγάρια που είτε δεν έχουν αποκτήσει παιδιά, είτε να βοηθήσει τα ζευγάρια που έχουν ήδη ένα παιδί, να αποκτήσουν και ένα δεύτερο. Δηλαδή να στραφεί και στα νεαρά ζευγάρια. Να δώσει κίνητρα στα ζευγάρια να αποκτούν παιδί κάτω από τα 30, κάτι το οποίο έχουν καταφέρει και οι Σουηδοί, οι οποίοι δίνουν και μπόνους για την απόκτηση δεύτερου παιδιού σε σύντομο χρονικό διάστημα. Για παράδειγμα, το 1981 ο τότε πρωθυπουργός της Νορβηγίας, στο πρωτοχρονιάτικο διάγγελμά του είπε στους Νορβηγούς “κάντε παιδιά και μην φοβόσαστε, το κράτος είναι εδώ”. Έδωσε λοιπόν προτεραιότητα στην δημογραφία και στις γεννήσεις. Μήπως τελικά η δημογραφία είναι ένα ζήτημα πολιτικής που πρέπει να το βλέπουν οι ίδιοι οι πρωθυπουργοί; Πρόκειται για ερώτημα το οποίο έχει τεθεί και σε ακαδημαϊκό επίπεδο από την σχετική επιστημονική βιβλιογραφία. Σε άλλες χώρες έχουν ακόμη και υπουργεία δημογραφικής πολιτικής».

Τα μαιευτήρια έχουν γίνει γηροκομεία

Τι πρέπει να περιμένουμε αν η δημογραφική κατάσταση της Ελλάδας συνεχίσει προς την ίδια κατεύθυνση; «Η πρώτη συνέπεια θα είναι στο Ασφαλιστικό. Η αναλογία εργαζομένων – συνταξιούχων θα πάει στο ένας προς ένας. Θα δουλεύει ένας ασφαλισμένος για να συντηρεί έναν συνταξιούχο. Η Ελλάδα είναι από τις πιο γερασμένες χώρες του πλανήτη. Αν πάρουμε τα παιδιά μέχρι 15 ετών, θα δούμε ότι από το 1960 μέχρι το 2016, π.χ, που έχουμε στοιχεία, το ’60 ήταν γύρω στο 25% η αναλογία τους στον συνολικό πληθυσμό και τώρα είναι είναι στο 15%. Μείον 10 μονάδες. Το ΄60 οι ηλικιωμένοι ήταν 10% και το υπόλοιπο ήταν παραγωγικός πληθυσμός. Το 2016 έχουν αντιστραφεί τα ποσοστά: 15% είναι τα παιδιά και 22% είναι ηλικιωμένοι. Αυτό δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στο Ασφαλιστικό, αλλά έχει επιπτώσεις και στην εκπαίδευση και στις υγειονομικές δαπάνες, ενώ στρέφονται σε διαφορετική κατεύθυνση πολλοί κλάδοι στον τομέα της υγείας. Τα μαιευτήρια έχουν γίνει γηροκομεία».

Ο Δ. Μπαλούρδος θεωρεί ότι η λογική των «συγκοινωνούντων δοχείων» στην επιδοματική πολιτική της οικογένειας, δηλαδή η μείωση της ενίσχυσης στις οικογένειες με τρία παιδιά και πάνω προς όφελος των οικογενειών με ένα και δύο παιδιά «δεν είναι λύση, γιατί ο κουμπαράς που λέγεται ΑΕΠ είναι πιο σύνθετος και θα μπορούσε να τραβηχτούν και από αλλού πόροι». «Δεν πρέπει να πηγαίνει αντιπαραβολικά, δηλαδή να πιέζονται οι τρίτεκνοι και οι πολύτεκνοι προς όφελος των νοικοκυριών με λιγότερα παιδιά».

 

Πηγή

«Λευκή Εβδομάδα»: Κλειστά όλα τα σχολεία την εβδομάδα της Καθαράς Δευτέρας;

Οι τρεις γλώσσες που θα πρέπει να μάθουν τα παιδιά σας