Από το «Μπαμπάκα μου» στο «Άσε με ήσυχη, δεν θα μου πεις εσύ τι θα κάνω» κι από ‘κει στο «Μπαμπά, μπορείς να πας το αυτοκίνητο στο συνεργείο» και στο «Ακόμα να πάρεις τηλέφωνο τον γιατρό;»: κάθε μία απ’ τις φάσεις που περνά η σχέση των κοριτσιών με τον μπαμπά τους είναι τρυφερή και συγκρουσιακή μαζί…
Η φάση «Μπαμπάκα μου»
Είσαι μικρή. Και δεν είσαι απλώς μικρή. Είσαι η μικρή του. Ακόμη κι αν ο μπαμπάς σου είναι ένας ασθενικός, κοντός, μικροκαμωμένος άντρας πιστεύεις πραγματικά ότι είναι ένας σύγχρονος Ηρακλής. Αν το ταλέντο του ως παραμυθά δεν είναι το πιο δυνατό του σημείο εσύ τον βλέπεις σαν το Σαββόπουλο, όταν αφηγείται τον «Κότσυφα» και σαν τον Τριβιζά με το Νησί των Πυροτεχνημάτων του. Κι αν τα χέρια του δεν πιάνουν και πολύ (ό,τι και να λέει, κάποτε το παίρνεις χαμπάρι ότι βασικά αυτοσχεδιάζει) και φτιάχνει τα πάντα χρησιμοποιώντας ταινία και πρόκες, εσύ ειλικρινά θεωρείς ότι αξίζει Νόμπελ Εφευρετικότητας.
Σκαρφαλώνεις στους ώμους του για να βλέπεις καλύτερα και στα παπούτσια του για να σε χορέψει. Θες να του αρέσεις, θες να σε θαυμάζει, θες να του μοιάζεις και πεινάς για τα «μπράβο» του. Δεν τσιγκουνεύεσαι τα φιλιά, γιατί όταν είσαι μικρός δεν έχεις ανάγκη από οικονομίες.
Η φάση «Δεν θα μου πεις εσύ τι θα κάνω»
Μέχρι που η εφηβεία σου χτυπάει την πόρτα, την ανοίγει θρασύτατα χωρίς να της πεις «περάστε» και εισβάλλει στην (οικογενειακή) ζωή σου. Όποτε, τώρα πια, οι γονείς σου είναι απλώς κακοί –και δεν ξέρεις και γιατί θέλουν το κακό σου ενώ εσύ είσαι τόσο καλή και βολική.
Κι είναι εκείνη η περίοδος που ο μπαμπάς σου σταματάει να σου θυμίζει γλυκό αρκούδο για αγκαλίτσες και ξεκινάει να σου μοιάζει περισσότερο με μαντρόσκυλο. Είναι η περίοδος που βαφόσουν άχαρα και το παράκανες με το μίνι κι ο μπαμπάς σου σου ‘λεγε «Έτσι δεν βγαίνεις έξω». Η περίοδος που οι ιστορίες του σου φαίνονταν βαρετές ή ενοχλητικές ή εκνευριστικά ίδιες και η περίοδος που τα φιλιά σου ήταν πολύ ακριβά -κι ας τα ζητούσε.
Η φάση «Μπορείς να περάσεις απ’ το σπίτι να…»
Μετά μεγαλώνεις και μαζί σου μεγαλώνουν οι ανάγκες και τα προβλήματά σου. Μετακομίζεις, δουλεύεις, παίρνεις αυτοκίνητο, συζείς και κάνοντας κουταβίσια βήματα προς την αληθινή ενηλικίωση φωτίζονται οι πτυχές του ανθρώπου πίσω απ’ τον μπαμπά. Είναι εκείνη η περίοδος που τα αστεία του σου αρέσουν και πάλι. Που εκτιμάς το μυαλό, τους κόπους και τα άγχη του. Που βρίσκοντας τον εαυτό σου, βρίσκεις κι αυτόν σε κάθε απίθανη γωνίτσα του και συνειδητοποιείς ότι δεν τον αγαπάς μόνο -τον συμπαθείς.
Τότε είναι που οι περισσότερες εξ ημών το σκέφτονται: ο μπαμπάς μου δεν είναι αθάνατος -και αντιλαμβανόμενη το αυτονόητο, θα τον νιώσεις πιο απαραίτητο στη ζωή σου από ποτέ. Θα μετανιώσεις για κάθε «άσε με ήσυχη» της θυμωμένης εφηβείας σου. Θα τον παρακολουθείς να μεγαλώνει και θα αγωνιάς, θα ρουφάς τις ιστορίες και τις εμπειρίες του και κάθε τόσο θα του ζητάς από κάτι: να σου πληρώσει έναν λογαριασμό, να σου φτιάξει το ίντερνετ, να σε βοηθήσει με τη φορολογική δήλωση, να σου ανοίξει με το αρχαίο τρυπάνι του μια τρύπα στον τοίχο.
Θα τον συγχωρέσεις, θα τον αγαπήσεις, θα τον ευχαριστήσεις και θα τον θαυμάσεις απαλλαγμένη από τους δραματισμούς της νεότητας. Και θα μετανιώσεις βουβά για κάθε φιλάκι που του στέρησες μικρή.
Η φάση «Πρέπει να σε κυνηγάω για να πάρεις τα φάρμακά σου;»
Αυτό που φοβόσουν κάποτε θα συμβεί: η φθορά θα κάνει την αμείλικτη εμφάνισή της και ο μπαμπάς σου, από αειθαλής θα γίνει φυλλοβόλος. Θα αρχίσεις σιγά-σιγά να συνηθίζεις ότι είναι πιο κοντός και πιο σκυφτός και πιο αδύναμος. Θα τον κυνηγάς με το τηλέφωνο στο χέρι να κλείσει ραντεβού στο γιατρό, θα σε διαολίζει με το πείσμα και την άρνησή του να φροντίσει επαρκώς τον εαυτό του. Θα του υποδεικνύεις χαμογελαστά ότι τα γυαλιά που μανιωδώς ψάχνει είναι πάνω στη μύτη του. Θα τον βλέπεις να δακρύζει με τραγούδια -αυτόν που δεν έκλαιγε ποτέ.
Και, μπορεί, κάποια απ’ τις φορές που θα τρέξεις μέσα στη νύχτα να βρεις εφημερεύον φαρμακείο να το σκεφτείς λίγο γλυκά και λίγο πικρά: τώρα που μεγάλωσε, έγινες η μαμά του.
Και τώρα ήρθε η δική σου ώρα να του «δώσεις ένα φιλάκι να περάσει».