in

Αγάπη δίχως όρια και ανατροφή με όρια…

Ο ρόλος των γονέων είναι η προστασία, η μάθηση και η δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης και ειλικρινούς αποδοχής. Κάθε παιδί έχει δικαίωμα να μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον που του παρέχει ασφάλεια και για να γίνει αυτό πρέπει να νιώθει ότι υπάρχει ένας μεγάλος, η ύπαρξη του οποίου βάζει το νόμο και δίνει ασφάλεια.

γράφει ο Χάρης Καραμπέτσος, Ψυχίατρος παιδιών & εφήβων / Διδάκτωρ Ιατρικής Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου

Το να μπορεί να ενταχθεί σε ένα ασφαλές σύστημα δεσμών – τουλάχιστον μέχρι την εφηβεία – δίνει ασφάλεια, όπως ομοίως και το να γνωρίζει τα προσωπικά μας όρια μέσα στα οποία προσανατολίζεται ή επιχειρεί να τα υπερβεί. Η διαδικασία της ανατροφής όμως, έχει να κάνει με τριβές, με διαμάχες αλλά και με αρμονική συνύπαρξη, με συμφωνίες και αντιπαραθέσεις (που είναι πάντα προτιμότερες από την παγωμένη αποστασιοποίηση). Όπου υπάρχει τριβή, υπάρχει και θερμότητα που αλληλοτροφοδοτεί την κοινή πορεία εξέλιξης παιδιών-γονιών.

Για να βάλουμε όρια χρειάζεται σταθερότητα – όχι αυστηρότητα – συμφιλίωση με τις αμφιβολίες μας και αποφυγή κάθε επίδειξης τελειότητας που αποθαρρύνει τα παιδιά. Τα όρια γίνονται ένα μέσο ενδυνάμωσης της αυτονομίας των παιδιών, αλλά και των γονέων. Μέσα από τις αναγκαίες αντιπαραθέσεις δημιουργείται η ικανότητα των παιδιών να αποδεσμεύονται σταδιακά και να αυτονομούνται – ιδίως στην εφηβεία. Αντίθετα, η άμεση ικανοποίηση όλων των επιθυμιών όπως και η υπερπροστασία «καλομαθαίνουν» τα παιδιά, αλλά ταυτόχρονα ακυρώνουν την ικανότητά τους να αποκτήσουν δεξιότητες, (απαραίτητη διαδικασία για τη δόμηση της αυτοεκτίμησης).

Η υπερπροστασία, παρά την καλή πρόθεση, έχει μια αρνητική λειτουργία στην εξέλιξη της προσωπικότητας του παιδιού και δηλώνει, επίσης, έλλειμμα ικανοποίησης από το σύντροφο και μετάθεσή της στο παιδί, το οποίο φορτώνεται την υποχρέωση να πραγματώσει τις ματαιωμένες προσδοκίες της ζωής των γονέων. Συχνά, αποτελέσματα αυτής της πίεσης είναι οι σωματικές, ψυχικές και σχολικές δυσκολίες που παρουσιάζουν τα υπερπροστατευμένα – αλλά και υπερελεγχόμενα παιδιά – εξαρτημένα και οργισμένα ταυτόχρονα με τους γονείς αλλά και με τον εαυτό τους.

Αυτά τα παιδιά είναι ευάλωτα στα καταναλωτικά πρότυπα, αναζητώντας πολλές φορές μια ψευδοεξατομίκευση με βάση αυτό που καταναλώνουν ή άλλες φορές στρέφουν την οργή ενάντια στον εαυτό τους με πολλούς τρόπους όπως ενοχές, ψυχοσωματικές ασθένειες, κατάθλιψη και άλλες (αυτο) τιμωρητικές συμπεριφορές (τοξικομανία, εξάρτηση από το internet, νευρική ανορεξία, κ.λπ.).

Ακόμη χειρότερα αποτελέσματα επιφέρουν συμπεριφορές που αναχαιτίζουν τη συναισθηματική και ψυχική εξέλιξη του παιδιού. Σ’ αυτές ανήκουν η σεξουαλική κακοποίηση, η σωματική κακοποίηση ως μέσο διαπαιδαγώγησης, ο διαρκής ψυχικός και συναισθηματικός υποβιβασμός του μέσω συναισθηματικής αδιαφορίας, στέρησης αγάπης και απόρριψης. Τα όρια δεν πρέπει να στοχεύουν στην κυριαρχία αλλά στην υπόδειξη και στην προστασία και η θέσπισή τους βασίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό και την αξιοπρέπεια.

Ο σεβασμός που εκφράζουμε στην αξιοπρέπεια του παιδιού εμπνέει και το σεβασμό του παιδιού προς εμάς, το οποίο χρειάζεται βοήθεια και υποστήριξη από κάποιον που είναι ικανός να μπαίνει στη θέση του, να το κατανοεί συμπάσχοντας μαζί του και να το ενθαρρύνει στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων του και την κοινωνικοποίηση στον κόσμο των ανηλίκων. Σ’ αυτή την πορεία είναι απαραίτητη η καθημερινή σχέση συναισθηματικής φροντίδας του παιδιού – εκτός από τη μητέρα – και από τον πατέρα, που ως συμβολικός νόμος το οδηγεί στην οριοθέτηση και την ταύτιση μ’ ένα ιδεώδες, επιπλέον δε για το γιο του είναι απαραίτητος στην ταύτιση φύλου. Η απουσία άμεσης εμπλοκής του πατέρα θα φανεί αργότερα, στη συνάντηση του παιδιού με πατρικές μορφές, π.χ. στο πλαίσιο της εκπαίδευσης, όπου ο παιδαγωγός βιώνεται ως αδιάφορη ή ψυχολογικά ευνουχιστική μορφή, ή αντίστοιχα στο χώρο της εργασίας.

Μπορούμε να πούμε ότι ταυτόχρονα με τις πολλαπλές απαιτήσεις της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, χρειάζεται να αφιερώνουμε χώρο και χρόνο ώστε να μάθουμε στα παιδιά να τηρούν τα όρια και να είναι ικανά να βλέπουν τις συνέπειες μιας παράβασης ως φυσικό αποτέλεσμα μιας ενέργειας (όχι ως τιμωρία). Αυτό δείχνει στο παιδί ότι θα μπορούσε να έχει εναλλακτικές λύσεις από το να μη σέβεται τους κανόνες, όπως π.χ. να τους χρησιμοποιήσει για να αναπτύξει την αυτοπειθαρχία του και μέσα από την αυτογνωσία που μπορεί να του χαρίσει η πάλη μαζί τους, να τους μετατρέψει σε νέα πλαίσια για δημιουργία.

Για τους γονείς η θέσπιση ορίων είναι ένα διαρκές παιχνίδι μεταξύ δοκιμής και λάθους. Παρότι πάρα πολύ δύσκολα αντέχουμε την ελευθερία εκείνου που έχουμε αναλάβει την ευθύνη του, η ειλικρινής αποδοχή των σφαλμάτων μας δομεί μια σχέση εμπιστοσύνης του παιδιού στην ικανότητά μας ως γονείς.

Τα παιδιά αποδέχονται τα όρια – όχι χωρίς αντιρρήσεις, φυσικά – εφ’ όσον υπάρχει διάλογος από τους γονείς. Ο ρόλος των γονέων είναι η προστασία, η μάθηση (μέσω του μεγαλώνω μαζί μ’ έναν άλλο) και η δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης και ειλικρινούς αποδοχής ακόμη και των διαφορετικών μορφών έκφρασης, ώστε να μπορούν να ανταλλάσσουν – όλοι στην οικογένεια – τις εμπειρίες και την κρίση τους. Μέσα στη – χωρίς όρια – αγάπη για τα παιδιά μας τους οφείλουμε να τα μεγαλώνουμε με όρια, διευρύνοντας και τα δικά μας όρια.

Πηγή: Ελευθεροτυπία

Δείξτε την αγάπη σας στο παιδί σας κρατώντας ανοιχτή επικοινωνία

Αυστηρότητα και νέοι γονείς