Η παιδική ηλικία είναι ίσως η πιο ευάλωτη και ευαίσθητη περίοδος στη ζωή ενός αναπτυσσόμενου ατόμου. Είναι η περίοδος εκείνη, όπου το άτομο σαν σφουγγάρι απορροφά όλα τα ερεθίσματα από τα οποία καθημερινά βομβαρδίζεται και βάσει αυτών διαμορφώνει τη δική του προσωπικότητα, αναπτύσσει την δική του εικόνα εαυτού. Ταυτόχρονα όμως είναι άμεσα εκτεθειμένο στις πράξεις, τις συμπεριφορές και τις αποφάσεις των άλλων, καθώς η εξάρτηση του από την οικογένεια είναι έντονη και αφήνει ελάχιστα περιθώρια αντίδρασης.
Ακριβώς όμως αυτή η αδυναμία του παιδιού να αντιδράσει ουσιαστικά και να πάρει αυτόνομες αποφάσεις, δημιουργεί την εντύπωση στους ενηλίκους ότι τα συναισθήματα του είναι λιγότερο σημαντικά από των ίδιων, ότι το παιδί γρήγορα ξεχνάει, ότι από τη στιγμή που παίζει, που γελάει έχει ήδη ξεπεράσει όσα προηγουμένως έχουν συμβεί. Με αυτό τον τρόπο όμως καταλήγουμε να προσπερνάμε τις πραγματικές ανάγκες των παιδιών, να παραβλέπουμε τα όσα εκείνα νιώθουν, να μην ακούμε όσα έχουν να μας πουν.
Βέβαια είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι το να ακούσουμε πραγματικά και ουσιαστικά ένα παιδί δεν είναι εύκολο. Οι ενήλικοι έχουμε την τάση να συνδέουμε την έκφραση των συναισθημάτων με την λεκτική επικοινωνία. Αυτό που ισχύει είναι συνήθως αυτό που ο συνομιλητής μας βάζει σε λέξεις, αυτό που μπορεί και περιγράφει. Επίσης, έχουμε συγκεκριμένες νόρμες στο μυαλό μας για τη συμπεριφορά των ανθρώπων και μόνο αυτές αντιλαμβανόμαστε ως σωστές. Για παράδειγμα στις περιπτώσεις πένθους, η συνήθης αντίδραση είναι το κλάμα, η θλίψη, η απώλεια ενδιαφέροντος και όρεξης. Ένα παιδί το οποίο παίζει, δεν είναι λοιπόν ένα παιδί που πενθεί, αλλά αντιθέτως ένα παιδί που έχει ξεπεράσει την απώλεια. Επιπλέον, συγκρίνοντας με τις δικές μας δυσκολίες και τα προβλήματα, αυτά των παιδιών μοιάζουν πολύ μικρά, αστεία σχεδόν και ανάξια προσοχής. Μάλλον έχουμε ξεχάσει το πώς νιώθαμε εμείς όταν αντιμετωπίζαμε τα ίδια προβλήματα στην αντίστοιχη ηλικία. Καταλήγουμε λοιπόν, παρασυρόμενοι από την δική μας οπτική των πραγμάτων, να μην κατανοούμε τα παιδιά, να μην μπορούμε να αντιληφθούμε το πώς πραγματικά νιώθουν και κυρίως να μειώνουμε και να υποτιμάμε τα συναισθήματα τους γιατί απλά δε τα θεωρούμε τόσο σημαντικά.
Πώς μπορούμε λοιπόν να ακούσουμε ουσιαστικά ένα παιδί; Πώς εκείνο μας μιλάει;
Τα παιδιά βρίσκονται σε περίοδο αλλαγών και νέων κατακτήσεων. Η ανάπτυξή τους επισυμβαίνει σταδιακά σε όλους τους τομείς. Είναι τουλάχιστον ουτοπικό να αξιολογούμε τη συμπεριφορά τους με βάση τα κριτήρια των ενηλίκων. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε ένα παιδί θα πρέπει να δούμε τον κόσμο μέσα από τη δική του οπτική.
Καταρχήν ένα παιδί, ιδιαίτερα πριν τα 5 αλλά και λίγο μετά, δύσκολα θα μπορέσει να λεκτικοποιήσει τα συναισθήματα και να τα περιγράψει με ακρίβεια. Συχνά μπορεί και το ίδιο να μπερδεύεται και να βρίσκεται σε σύγχυση για αυτά τα οποία νιώθει, τα οποία δεν αναγνωρίζει επακριβώς. Αλλά και αν ακόμα τα αναγνωρίσει δύσκολα θα μπορέσει να τα μεταδώσει στους άλλους με λέξεις. Αυτό που έχει σημασία σε ένα παιδί είναι η συμπεριφορά του. Αυτή πρέπει να παρατηρούμε και να αξιολογούμε σε κάθε στιγμή της ζωή του. Οι αλλαγές στις καθημερινές του συνήθειες, η επίδοση του στο σχολείο, η σχέση του με τους συμμαθητές του μπορούν να μας δώσουν χρήσιμες πληροφορίες. Βεβαίως, αυτό προϋποθέτει ότι γνωρίζουμε προηγουμένως την καθημερινότητα του παιδιού και έχουμε χαρτογραφήσει την γενικότερη συμπεριφορά του σε διάφορες συνθήκες, ώστε να μπορούμε στην πορεία να εντοπίσουμε αλλαγές όταν αυτές συμβαίνουν.
Το παιχνίδι επίσης είναι ένας ιδιαίτερα καλός τρόπος να ακούσουμε το παιδί μας. Μέσα από το παιχνίδι εκείνο καταφέρνει και εκφράζεται. Συμβολοποιεί τα συναισθήματα και τις σκέψεις του, τα βάζει σε εικόνες και ιστορίες και μας τα δείχνει. Περνώντας επομένως χρόνο μαζί του σε δραστηριότητες που του αρέσουν, μπορούμε να εκμαιεύσουμε αρκετές πληροφορίες. Είναι βοηθητικό να παρατηρούμε τους ήρωες με τους οποίους παίζει, τους ρόλους που τους δίνει, τις συζητήσεις που κάνουν αυτοί μεταξύ τους. Συνήθως το παιδί μεταφέρει στην εικονική πραγματικότητα την οποία πλάθει με τη φαντασία του στοιχεία, σκέψεις και φόβους από όσα βιώνει στην καθημερινότητα του.
Δείχνοντας ενσυναίσθηση.
Από την άλλη και ίσως το πιο σημαντικό, πρέπει να έχουμε και εμείς οι ίδιοι την διάθεση να ακούσουμε όσα μας λέει ένα παιδί, να αφιερώσουμε χρόνο σε εκείνο, να κατανοήσουμε τις ανάγκες του. Πόσες φορές μας έχει τύχει άραγε, να προσπαθεί ένα παιδί να μας μιλήσει και εμείς να είμαστε τόσο απασχολημένοι, που το αγνοούμε ή ακόμα χειρότερα το μαλώνουμε που μας ενοχλεί; Φυσικά δεν γίνεται να είμαστε πάντοτε παρόντες και διαθέσιμοι όταν ένα παιδί μας αναζητά, όμως καλό είναι να βρίσκουμε τρόπους να αξιοποιούμε την επαφή που εκείνο ζητάει μαζί μας, γιατί όταν ένα παιδί μας μιλάει, πάντα έχει κάτι να μας πει. Μόνο αν είμαστε πρόθυμοι να ακούσουμε θα μάθουμε.
Θυμηθείτε τέλος ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό και εμείς οι ίδιοι να καταφέρουμε να μπούμε στη θέση του παιδιού. Να γίνουμε πάλι 5, 7, 10 χρονών και να δούμε τον κόσμο μέσα από τα δικά του μάτια για να κατανοήσουμε πώς αισθάνεται. Εκείνο θα πρέπει να μας νιώθει ως συμμάχους δίπλα του και όχι ως αντιπάλους έτοιμους να επιτεθούμε και να επιβάλουμε τιμωρίες. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι για να μπορέσει ένα παιδί να μας ανοιχτεί, θα πρέπει να νιώσει άνετα μαζί μας, να γνωρίζει ότι θα βρει θετικούς αποδέκτες που θα τον καταλάβουν. Και αυτό μπορεί μόνο να γίνει μέσα από τη δική μας ειλικρινή στάση, μέσα από την δική μας αυθεντική προσπάθεια να κατανοήσουμε. Εξάλλου όλα τα συναισθήματα είναι αποδεκτά, δε τα κρίνουμε, δε τα αξιολογούμε, απλά τα ακούμε και θέτουμε όρια ως προς τη συμπεριφορά που δε μας αρέσει.