Οι γονείς θεωρούνται ως οι πολύτιμοι λίθοι που θα διαμορφώσουν τη προσωπικότητα των παιδιών, τα οποία θα κυριαρχήσουν και θα επιδράσουν στο κόσμο. Ανάλογα με το πώς οι γονείς συμπεριφέρονται προς τα παιδιά τους, ποιες αξίες ενστερνίζονται και αφήνουν ως περιουσία στους νέους καθώς και οι απόψεις και οι αντιλήψεις που τους διακατέχουν για όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής, συμβάλλουν στην συναισθηματική, γνωστική και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών.
Οι γονεϊκές πρακτικές μέσα από τις οποίες είναι εμφανή τα πιο πάνω στοιχεία χωρίζονται σε 4 γονεϊκά στυλ: τους δημοκρατικούς, τους επιεικείς – επιτρεπτικούς, τους αδιάφορους και τους αυταρχικούς γονείς.
Η χειρότερη ίσως μορφή γονεϊκής ανατροφής είναι η αυταρχική και όπως πολύ σοφά είπε ένα εξαίρετος ερευνητής, ο Bob Altemeyer: «Όταν οι αυταρχικοί κυριαρχήσουν στη γη τι θα συμβεί με τα παιδιά τους;». Η απάντηση που δίνει είναι ότι η ανεργία, η πείνα, η ασθένεια και οι πόλεμοι θα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της γης. Οι αυταρχικοί άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν ένα κόσμο με υποκρισία που θα εξελιχθεί σε επικίνδυνο. Θέτουν άτεγκτα και χωρίς επεξηγήσεις όρια και κανόνες, επιζητούν την τυφλή υποταγή και υπακοή και συμπεριφέρονται στα παιδιά τους με στρατιωτικό ύφος.
Τα γονεϊκά στυλ διαμορφώνουν τον τρόπο σκέψης των παιδιών και οι γονείς μετατρέπονται σε πηγή για την ανάπτυξη της υγιούς αυτοεκτίμησης, της αυτό-αξίας, της θετικής σκέψης και συμπεριφοράς των νέων. Με βάση το κάθε γονεϊκό στυλ ανακαλύπτονται νέα στοιχεία για την διαμόρφωση του χαρακτήρα των παιδιών. Σε σχέση με παιδιά που νιώθουν αποδεχτά από τους γονείς τους, τα παιδιά που απορρίπτονται, χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα εχθρικότητας και επιθετικότητας, εξάρτησης, συναισθηματικής αστάθειας, χαμηλής αυτοεκτίμησης και αρνητικών συναισθημάτων.
Γενικότερα, τα γονεϊκά στυλ θεωρείται ότι αντανακλούν δύο διαδικασίες:
α) τον αριθμό και το είδος των απαιτήσεων που έχουν οι γονείς προς τα παιδιά τους και
β) η γονεϊκή επιβράβευση. Οι δημοκρατικοί γονείς έχουν υψηλού επιπέδου απαιτήσεις και ευθύνες ενώ οι αυταρχικοί και απορριπτικοί γονείς έχουν υπερβολικές απαιτήσεις αλλά χαμηλού βαθμού υπευθυνότητα.
Η διαφορά των απολυταρχικών γονέων με τους δημοκρατικούς γονείς είναι ότι οι δεύτεροι ενθαρρύνουν τα παιδιά τους στο να γίνουν ανεξάρτητα αλλά θέτουν αυστηρά όρια και έλεγχο στις πράξεις τους. Οι δημοκρατικοί γονείς καθοδηγούν τα παιδιά τους με ένα λογικό τρόπο εξηγώντας την ύπαρξη των κανόνων και επιδεικνύουν περισσότερη ζεστασιά και αποδοχή προς τα παιδιά τους. Κινητοποιούν και ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να προσεγγίζουν τα προβλήματα τους με σφαιρικό τρόπο και να συμμετέχουν στις οικογενειακές αποφάσεις.
Οι έφηβοι με έμπιστους και ενθαρρυντικούς γονείς καταφέρνουν να υιοθετήσουν μια ταυτότητα που τους αντιπροσωπεύει ενώ αισθάνονται ευτυχισμένοι και ικανοποιημένοι από τους γονείς τους. Αναφέρουν λιγότερα ψυχολογικά προβλήματα, είναι ανεξάρτητοι, έμπιστοι, αγαπητοί και γεμάτοι με ελπίδες. Για την κατάκτηση της ανεξαρτησίας τους δεν αντιδρούν με επιθετικότητα,σε αντίθεση με τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ένα περιοριστικό περιβάλλον.
Κατά την προσαρμογή των παιδιών στο σπίτι, οι αυταρχικοί γονείς περιορίζουν την αυτονομία του παιδιού και διδάσκουν ποια συμπεριφορά πρέπει να επιδεικνύει το παιδί αγνοώντας την προσωπική του άποψη. Οι έφηβοι αυτοί αντιμετωπίζουν εσωτερικευμένα (κατάθλιψη) και εξωτερικευμένα (επιθετικότητα) προβλήματα με την λειτουργικότητα τους να πέφτει στα επίπεδα δυσχέρειας. Τόσο οι γονείς όσο και τα παιδιά έχουν ελλιπή επικοινωνία μεταξύ τους, φτωχότερες κοινωνικές δεξιότητες, βιώνουν το αίσθημα της αβοηθησίας, της μοναξιάς και έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Μέσα από τις φυσικές και συναισθηματικές τιμωρίες που επιβάλλουν δημιουργείται και εγκαθίσταται ο φόβος στα παιδιά κάνοντας τα δυστυχισμένα, ανικανοποίητα με αρνητική διάθεση. Αντιθέτως, οι δημοκρατικοί γονείς αφήνουν τα παιδιά τους να αυτονομηθούν αυξάνοντας έτσι την αυτοεκτίμηση, την αυτοπεποίθηση, την αυτάρκεια και τον αυτοέλεγχο ενώ νιώθουν περισσότερο ασφαλείς, διάσημοι και φιλομαθείς. Τόσο οι γονείς όσο και οι έφηβοι έχουν θετικές σχέσεις μεταξύ τους, μοιράζονται τις απόψεις τους και έχουν υψηλού επιπέδου επικοινωνία.
Στην σωματική και ψυχική υγεία των παιδιών, στην περίπτωση των αυταρχικών γονέων, τα παιδιά βρίσκονται σε μια συνεχή κατάσταση κατακλυσμικού στρες και έντασης και για να αποφύγουν τη κατάσταση αυτή εμπλέκονται σε επικίνδυνες συμπεριφορές. Τα παιδιά αυτά συνήθως αναφέρουν ψυχοσωματικά συμπτώματα όπως συχνούς πονοκέφαλους, κούραση και αδιαθεσία. Αντιθέτως, τα παιδιά με δημοκρατικούς γονείς αντιμετωπίζουν χαμηλότερου βαθμού στρες, ένταση, κούραση και επικίνδυνες συμπεριφορές όπως η κατάχρηση ουσιών και καπνού.
Στην συναισθηματική προσαρμογή και σταθερότητα, οι έφηβοι με αυταρχικούς γονείς δεν είναι κοινωνικά επιδέξιοι, έχουν αρνητική εικόνα εαυτού και υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης. Όταν οι γονείς αντιδρούν με θυμό, εχθρικότητα και μνησικακία τότε τα παιδιά γίνονται πιο επιθετικά και υιοθετούν μια αρνητική εικόνα για τον κόσμο ενώ παράλληλα μισούν τον εαυτό τους και αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις τους με τους γύρω τους.
Όσο αφορά τη διανοητική και γνωστική ανάπτυξη των παιδιών, έχει αποδειχτεί ότι ο εξαναγκασμός και η τιμωρία τείνουν να ενθαρρύνουν την εξάρτηση των παιδιών τόσο σε επίπεδο σωματικής φροντίδας όσο και στο επίπεδο γνωστικής ανάπτυξης.
Η γονεϊκή αποδοχή και εμπλοκή διευκολύνει και προάγει την δημιουργική και περίπλοκη σκέψη, τα παιδιά προσπαθούν να δημιουργήσουν τις δικές τους απόψεις και στρατηγικές, ασκούν ορθή κριτική σκέψη και μπορούν να διαχειριστούν πολλά προβλήματα ταυτόχρονα με ιεραρχικό τρόπο. Από την άλλη πλευρά, οι αυταρχικοί γονείς περιορίζουν την ανάπτυξη της αφαιρετικής και λογικής σκέψης στα παιδιά.
Οι γονείς ίσως είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας που είτε θα προστατέψει την ανοδική πορεία του παιδιού προς την ορθή ενηλικίωση είτε θα επιφέρει σοβαρής μορφής δυσλειτουργικότητα στο αναπτυξιακό σύστημα του παιδιού. Για αυτό τον ουσιαστικό λόγο, θα πρέπει όλοι να αξιολογήσουμε το γονεϊκό στυλ που επιβάλλουμε στα παιδιά μας και να διερωτηθούμε για την ωφελιμότητα του.