Τι είναι η επιθετικότητα;
Γράφει η εκπαιδευτική ψυχολόγος Δήμητρα Δάμτσα
Η επιθετικότητα αποτελεί φυσιολογικό μέρος της κοινωνικοποίησης του παιδιού. Είναι, φυσικά, ενοχλητικό για όλους όσους την αντιμετωπίζουν, αλλά είναι υγιής στο πλαίσιο της διεκδίκησης, των προσωπικών ορίων, της αυτονομίας και των μηχανισμών αυτοελέγχου.
Μια σύγχρονη θεωρία της συμπεριφοράς εξετάζει την επιθετικότητα ως αναπόσπαστο στοιχείο των προσαρμοστικών μηχανισμών, μέρος της δυναμικής ανάπτυξης του παιδιού σε πλαίσια με διαφορετικές απαιτήσεις, η οποία πρέπει, όμως, να μετουσιωθεί και να οργανωθεί σε μια κοινωνικά αποδεκτή μορφή.
Τις περισσότερες φορές δεν μπορούμε να αποφύγουμε την εκδήλωσή της από τα μικρά παιδιά, ειδικά σε περιβάλλοντα προσχολικής αγωγής, όπου το παιδάκι αναγκάζεται να συνυπάρξει με πολλά άλλα παιδάκια, σε μια ηλικία που δεν έχουν ακόμα παγιωθεί τα πρότυπα αποδεκτής συμπεριφοράς.
Ειδικότερα, στη βρεφική ηλικία (από 9 μηνών μέχρι και περίπου 18 μηνών), τα μωράκια δαγκώνουν, καθώς εξερευνούν τον κόσμο μέσα από το στόμα τους. Είναι πολύ σημαντικό να δεχτούμε ότι αυτή η συμπεριφορά είναι φυσιολογική, αλλά ότι πρέπει να θέσουμε αυστηρά όρια στην επιθετικότητα από τόσο μικρή ηλικία.
Πού οφείλεται η επιθετικότητα;
Υπάρχει η θεωρία ότι η επιθετικότητα είναι ένα πρωτογενές ένστικτο, το οποίο ενεργοποιείται σε περιπτώσεις «εχθρικής επίθεσης». Τέτοιες περιπτώσεις είναι η μη ικανοποίηση των αναγκών ή των επιθυμιών του ατόμου, η καταπάτηση των ορίων ή διεκδίκηση ενός αντικειμένου. Σ’ αυτή την περίπτωση, το στενό και το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον, αλλά και το σχολικό περιβάλλον, οφείλουν να μετατρέψουν την επιθετικότητα και τους μη αποδεκτούς τρόπους συμπεριφοράς σε κοινωνικοποιημένες συμπεριφορές, μέσα από τον τρόπο αγωγής και αντιμετώπισης τέτοιων συμπεριφορών.
Άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι η επιθετικότητα, ως μορφή συμπεριφοράς, μαθαίνεται μέσα από συμπεριφορές που βλέπει το παιδί γύρω του. Δηλαδή, θεωρείται ότι η μίμηση, η αφομοίωση, η ταύτιση, η εσωτερίκευση και η αναπαραγωγή προτύπων συμπεριφοράς παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο αφενός στην ανάπτυξη της επιθετικότητας και των μη αποδεκτών τρόπων συμπεριφοράς, αλλά για τον ίδιο λόγο μπορεί να βοηθήσουν και στον έλεγχο και στην καταστολή τους.
Όταν, δηλαδή, το παιδάκι δέχεται το ίδιο επιθετική συμπεριφορά, είτε λεκτική είτε σωματική, εσωτερικεύει και αναπαράγει αυτά τα πρότυπα συμπεριφοράς και στα άλλα παιδάκια. Η τηλεόραση, επίσης, προβάλλει αρκετά πρότυπα επιθετικής συμπεριφοράς, τα οποία το παιδάκι ίσως θελήσει να μιμηθεί διότι θέλει να ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστή της ταινίας. Με τον ίδιο τρόπο, όμως, ένα φιλικό και ειρηνικό κλίμα σίγουρα θα βοηθήσει το παιδί να καταστείλει επιθετικές συμπεριφορές, να ελέγχει το θυμό του και να αντιδρά ήρεμα και φιλειρηνικά.
Μην ξεχνάμε, επίσης, ότι ο θυμός που αισθάνεται το μικρό παιδί μπορεί να οδηγήσει σε εχθρική-εκδικητική συμπεριφορά, η οποία αποβλέπει να προκαλέσει πόνο σε κάποιον άλλο. Ένα μικρότερο παιδί μπορεί να δαγκώσει κάποιον, όταν δεν ικανοποιείται η επιθυμία του, ενώ ένα μεγαλύτερο παιδί μπορεί να χτυπήσει ή να πετάξει κάτι στο άτομο που το εμποδίζει. Γενικά, η παρεμπόδιση της ικανοποίησης των αναγκών αποτελεί μια μόνο από τις πηγές άγχους που οδηγούν στην επιθετικότητα.
Όπως ανέφερα και παραπάνω, στις πολύ μικρές ηλικίες, από 9 μηνών μέχρι και περίπου 18 μηνών, τα μωράκια δαγκώνουν γιατί δε γνωρίζουν πώς να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και εξερευνούν τον κόσμο μέσα από το στόμα τους .
Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την παιδική επιθετικότητα;
Στο σχολικό περιβάλλον, προσωπικά θεωρώ ότι ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα συναισθηματικής αγωγής είναι το ίδιο ή και πολύ πιο σημαντικό από τα μαθήματα της γλώσσας ή των μαθηματικών. Η αγωγή σχετικά με διαχείριση των συναισθημάτων και τους άγχους, είναι ένα σημαντικό βήμα για την κατανόηση του πώς αισθανόμαστε.
Σε δεύτερο επίπεδο τα παιδιά μπορούν να μάθουν να βρίσκουν λύσεις και τρόπους αντίδρασης για να βοηθήσουν τον εαυτό τους να απελευθερωθεί από δυσάρεστα συναισθήματα. Γιατί, ας μην ξεχνάμε, ότι η επιθετική συμπεριφορά και τα αρνητικά συναισθήματα πλήττουν κατά κύριο λόγο το ίδιο το παιδί, καθώς μένει μόνο του, παρέα με τις ενοχές του και την ταμπέλα του «κακού παιδιού».
Να τονίσω, επίσης, ότι οι τιμωρίες είναι η λιγότερο κατάλληλη μέθοδος για τον έλεγχο της επιθετικής συμπεριφοράς, διότι ο πόνος και η ντροπή είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσουν και σε δεύτερη, ίσως και πιο επιθετική κίνηση, λόγω εκδικητικής συμπεριφοράς. Η πιο κατάλληλη μέθοδος για αναστολή επιθετικότητας με εξωτερική επέμβαση είναι το άμεσο σταμάτημα των επιθετικών ενεργειών, απ’ όπου κι αν προέρχονται αυτές.
Στο οικογενειακό περιβάλλον, το πρότυπο της μαμάς και του μπαμπά είναι πολύ σημαντικό. Όταν οι ίδιοι οι γονείς δεν χειροδικούν, αλλά ούτε και μιλάνε άσχημα στο παιδί ή και μεταξύ τους, είναι ένα πρώτο και βασικότατο βήμα για να μάθει και το παιδί να είναι ήρεμο και λιγότερο πρόθυμο να συγκρουστεί. Είναι κατανοητό, βέβαια, ότι στην καθημερινή ζωή δεν είναι πάντα εφικτό κάτι τέτοιο, γιατί οι προκλήσεις για διαμάχες και συγκρούσεις είναι παντού.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, ενδείκνυται να μάθουμε όλα τα μέλη της οικογένειας τα όρια μας και να σεβόμαστε ο ένας το χώρο του άλλου. Το ότι ο μπαμπάς και η μαμά είναι οι «μεγάλοι» δε σημαίνει ότι έχουν το δικαίωμα να γίνονται άδικοι, να μιλάνε και να φέρονται σκληρά. Έχουν, όμως, την υποχρέωση να εξηγούν στο παιδί γιατί το «όχι» παραμένει «όχι», να επιβάλλουν κανόνες και να επανορθώνουν και όταν η συμπεριφορά τους γίνεται άδικη και δεν κατάφεραν να την ελέγξουν.
Παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια της σχολικής ζωής, το παιδί θα εμφανίσει διάφορες επιθετικές συμπεριφορές. Μπορεί να μη δαγκώνει πια, αλλά πιθανόν να προσπαθήσει να ανταποδώσει μια λεκτική βίαιη συμπεριφορά ή σωματική.
Γενικά, ο συνδυασμός χαλαρής πειθαρχίας και εχθρικής στάσης εκ μέρους και των δύο γονέων ή των δασκάλων στο σχολείο, δημιουργεί στα παιδιά μια έντονα επιθετική και ελάχιστα ελεγχόμενη συμπεριφορά. Όταν οι «μεγάλοι» αποδοκιμάζουν την επιθετικότητα, αλλά τιμωρούν με σωματικές τιμωρίες ή με απειλές, εκδηλώνουν τη δική τους επιθετική συμπεριφορά, η οποία ενισχύει μη αποδεκτούς τρόπους συμπεριφοράς στο παιδί, αντί να τους καταστέλλει.
Δεν υπάρχουν «μαγικές συνταγές» για να αποτρέψουμε την επιθετικότητα. Η δική μας συμπεριφορά και η αποτροπή περιστατικών βίας είναι σημαντικοί παράγοντες, αλλά και η ενίσχυση των καλών τρόπων συμπεριφοράς.
Θυμάμαι σε περιπτώσεις καυγάδων και επιθετικών συμπεριφορών, κρατούσα το παιδί για λίγη ώρα στην αγκαλιά μου για να ξεσπάσει και να ηρεμήσει, χωρίς να του μιλάω καν, απλά χαϊδεύοντας τα μαλλάκια του ή ταχταρίζοντάς το. Ενώ ηρεμούσε σιγά-σιγά, ήταν σε θέση να μου απαντήσει από μόνο του σε μικρές ερωτήσεις, όπως «πώς αισθάνεσαι τώρα;», «τι αισθάνθηκες και φέρθηκες έτσι;», «ήθελες να προκαλέσεις πόνο στο άλλο παιδί;», «πώς θα αντιδρούσες αν ένα παιδί σου φερόταν έτσι;», «τι μπορούμε να κάνουμε για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα;».
Η καρδιά μας και η αγάπη που αισθανόμαστε, πολλές φορές, δίνει τις καλύτερες λύσεις, πολύ καλύτερες κι απ’ αυτές των βιβλίων. Και να μην ξεχνάμε ποτέ, ότι όπως κι η επιθετικότητα, έτσι και η συμπόνια και η αγάπη βρίσκονται σε μεγαλύτερο βαθμό μέσα στο παιδί και είναι σε θέση να τα εκφράσει, αρκεί να τους δίνεται η ευκαιρία.
Δάμτσα Δήμητρα,
Εκπαιδευτική Ψυχολόγος
Για οποιαδήποτε ερώτηση ή συμβουλή μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μου στο ddamtsa@gmail.com ή να επισκεφτείτε το blog μου www.counselling-edu.blogspot.gr