in

Γιατί μαμά δεν μένει μαζί μας ο μπαμπάς;

Γιατί μαμά δε μένει πλέον μαζί μας ο μπαμπάς; Που πήγε; Δε με αγαπάει πια; Γιατί δεν είναι εδώ μαζί μας; Μου λείπει ο μπαμπάς μαμά. Είναι τόσο καλός μαζί μου. Με αγαπάει πολύ. Ήμασταν χαρούμενοι αλλά όχι τον τελευταίο καιρό. Σας άκουγα μαμά. Σας άκουγα να μαλώνετε, ο ένας με τον άλλον. Να φωνάζεται, να λέτε κακά λόγια. Γιατί μαμά;

Τώρα δηλαδή δε θα μένει εδώ ο μπαμπάς; Βρήκε καινούργιο σπίτι; Και γιατί δεν έρχεται να με δει μαμά; Μου λείπει. Τον θέλω. Τον ζητάω. Καθόμαστε να φάμε το μεσημέρι, και η καρέκλα του είναι άδεια. Και στεναχωριέμαι, τον ψάχνω μαμά.

Έχω πάρει κρυφά μια μπλούζα του, και τη μυρίζω το βράδυ, που εσύ κοιμάσαι. Γιατί μου λείπει τόσο πολύ. Γιατί είσαι τόσο θυμωμένη μαμά; Φταίω εγώ; Τι μπορώ να κάνω, για να χαμογελάσεις έστω λίγο; Σε ακούω να κλαις μαμά. Σε ακούω που κλείνεσαι στο μπάνιο, και εκεί κάθεσαι και κλαις.

Και το βράδυ που πέφτουμε για ύπνο, ακούω τους λυγμούς σου. Και κλαίω και εγώ, γιατί αυτό βγαίνει από μέσα μου.  Πονάει η καρδούλα μου. Δε θέλω να κλαις μαμά. Εγώ σ’αγαπάω τόσο πολύ. Όλα θα πάνε καλά μαμά, το ξέρω. Στο χέρι μας είναι.

Χθες με πήρε ο μπαμπάς τηλέφωνο. Χάρηκα τόσο πολύ. Μιλήσαμε, του είπα τα νέα μου, ήμασταν τόσο χαρούμενοι. Μου υποσχέθηκε ότι στις επόμενες μέρες, θα έρθει να με δει, εδώ στο σπίτι. Και όντως κράτησε την υπόσχεση του. Ήρθε. Ήρθε να με δει. Ήμουν τόσο χαρούμενος, πέταξα από τη χαρά μου.

Είχε στα χέρια του μια σακούλα με παιχνίδια για μένα. Αλλά δεν πρόλαβε να μου τα δώσει. Άνοιξες την πόρτα και άρχισες να του φωνάζεις. Και μετά άρχισε να φωνάζει και ο μπαμπάς. Μαλώσατε μαμά. Ξανά. Και εγώ από τον φόβο μου, κατούρησα πάνω μου. Φοβήθηκα τόσο πολύ μαμά. Σας φώναζα να σταματήσετε.

Αρχίσατε να λέτε πάλι, κουβέντες άσχημες ο ένας στον άλλον. Εγώ τρόμαξα. Γιατί μαμά; Γιατί μπαμπά; Αρχίσατε να λέτε για ώρες επισκέψεων, για δικαστήρια, για την επιμέλεια, για λεφτά, για δικηγόρους.Δεν τα καταλαβαίνω αυτά μαμά. Εγώ θέλω απλά, να δω τον μπαμπά μου.

Έφυγες γρήγορα έξω από το σπίτι μπαμπά. Μπήκες στο αυτοκίνητο, και με κοίταξες με μάτια δακρυσμένα.Έβαλες μπροστά το αυτοκίνητο, και έφυγες. Είχα μείνει παγωμένος, να σε κοιτάω όπως φεύγεις. Η μαμά με πήρε βιαστικά μέσα. Δεν καταλαβαίνω τι γίνεται μαμά.

Την επόμενη μέρα χτύπησε το τηλέφωνο. Εσύ έκανες μπάνιο μαμά. Όποτε το σήκωσα εγώ. Ήταν ο μπαμπάς. Πόσο χάρηκα. Μιλήσαμε αρκετή ώρα. Μου έλεγε ότι με αγαπάει, ότι του λείπω. Ότι μου ζητάει συγνώμη, για αυτό που έγινε χθες μπροστά μου.

Ότι με τη μαμά έχετε μερικά προβλήματα, που πρέπει να λυθούν. Ότι δε θέλατε να φτάσετε σε αυτό το σημείο. Αλλά είναι δύσκολο να μου εξηγήσεις. Είμαι μικρός. Μου είπες ότι με είδες στο όνειρο σου. Ότι πήγαμε σε ένα ωραίο λούνα παρκ, και παίζαμε οι 3 μας αγαπημένοι. Τι ωραίο όνειρο. Θέλω να γίνει αληθινό γίνεται;

Δεν μπορώ να είμαστε άλλο έτσι. Δε θέλω να πονάει η καρδούλα μου μαμά. Ούτε και εσύ μπαμπά να φωνάζεις. Θέλω να είμαστε αγαπημένοι. Μου λέγατε συνεχεία, ότι αγαπάτε ο ένας τον άλλον. Που πήγε τώρα όλη αυτή η αγάπη; Έφυγε; Όχι όχι το νοιώθω μέσα μου, εκεί στην κοιλίτσα μου. Υπάρχει αγάπη μέσα σας, απλά μιλάει ο θυμός.

Μαμά μη με πηγαίνεις σε ειδικούς, να μιλήσουμε για αυτή την αλλαγή στη ζωή μας. Δεν καταλαβαίνω ούτε εγώ ο ίδιος, τι έχει γίνει. Δε θέλω να μιλήσω σε έναν ξένο άνθρωπο. Θέλω να μιλήσω σε εσένα και τον μπαμπά. Θέλω να κάτσουμε κάτω όλοι μαζί, και ήρεμα να συζητήσουμε. Γίνεται μαμά;

Πρέπει κάτι να κάνω. Θέλω οι γονείς μου να είναι αγαπημένοι. Τι να κάνω άραγε; Α χα ξέρω. Θα πάρω μπισκότα. Τα λατρεύω τα μπισκότα. Όποτε δεν είμαι καλά, τρώω λίγα, και αμέσως νοιώθω καλύτερα. Αμάν το τηλέφωνο χτυπάει πάλι. Η φωνή είναι γνωστή.

Είναι ο μπαμπάς μου, μπαμπάκα μου. Τι κάνεις; Εγώ δεν είμαι καλά μπαμπά. Πονάει η κοιλίτσα μου πολύ. Θέλω να έρθεις μπαμπά. Σε παρακαλώ σε χρειάζομαι. Έλα σπίτι γρήγορα. Μου υποσχέθηκες ότι θα έρθεις σε λιγάκι. Εγώ ήμουν τόσο χαρούμενος. Πήγα διάλεξα ένα φόρεμα για τη μαμά. Την έντυσα με το ζόρι, είχε τόσο πλάκα. Έφτιαξα τα μαλλιά της, της έβαλα κραγιόν και κολόνια. Ήταν τόσο όμορφη.

Δεν της είπα ότι θα έρθει ο μπαμπάς. Είναι έκπληξη, ξέρω εγώ… Έφτιαξα το τραπέζι στην κουζίνα. Αυτό το τραπέζι που χρόνια τώρα, ακουγόταν το γέλιο μας. Που λέγαμε αστεία. Που τρώγαμε σαν μια ενωμένη οικογένεια. Έβαλα καθαρές πετσέτες όπως έκανες και εσύ μαμά. Όπως μας ετοίμαζες να φάμε το μεσημέρι. Άνοιξα το κουτί με τα μπισκότα, τα έβαλα σε ένα μεγάλο πιάτο, και γέμισα 3 ποτήρια γάλα.

Αμάν το κουδούνι. Είναι εδώ ήρθε. Ήρθε ο μπαμπάκας μου. Έτρεξα να ανοίξω την πόρτα. Αυτός ήταν. Έπεσα στην αγκαλιά του, με γέμισε φιλάκια. Μετά σε κοίταξε μαμά. Σε κοίταξε όπως τότε. Το είδα στα ματάκια του. Σου είπε ότι είσαι τόσο όμορφη. Εσύ χαμογέλασες μαμά. Του είπες ευχαριστώ. Σας πήρα και τους δυο στην κουζίνα.

Καθίσαμε μαζί κάτω. Ο ένας δεξιά, ο άλλος αριστερά, και εγώ στη μέση. Όπως τότε, θυμάστε; Φάγαμε τα μπισκότα μας, ήπιαμε το γάλα μας. Δε χρειάστηκε να πείτε τίποτα. Τα είχατε πει πιο πριν. Σας έδωσα το άλμπουμ της γέννησης μου. Που είναι γεμάτο χαρούμενες στιγμές με εμάς τους 3. Που αυτό το ταξίδι αναμνήσεων, σας έκανε καλό. Θυμηθήκατε πως ήσασταν μερικά χρόνια πριν.

Και δάκρυσαν τα ματάκια σας. Αρχίσατε να κλαίτε. Με αγκαλιάσατε και ήμουν, το πιο ευτυχισμένο αγόρι του κόσμου. Μου ζητήσατε συγνώμη. Ζητήσατε ο ένας στον άλλον συγνώμη. Και φιληθήκατε, όπως φιλιούνται στις ταινίες, και εγώ ντρέπομαι και κλείνω τα ματάκια μου. Αλλά εκείνη τη στιγμή δεν ντράπηκα καθόλου. Ήμουν τόσο χαρούμενος. Σηκώθηκα όρθιος στην καρέκλα και χοροπηδούσα από χαρά.

Μου υποσχεθήκατε ότι όλα θα φτιάξουν. Ότι όλα θα γίνουν ακόμα καλύτερα. Και το ξέρω. Να είδες δεν πονάει η κοιλίτσα μου πλέον, ούτε η καρδούλα μου χτυπάει δυνατά. Το ξέρω τώρα. Ήταν ένα κακό όνειρο, σαν αυτά που βλέπω καμιά φορά στον ύπνο μου, και ξυπνάω κλαίγοντας. Και εσείς έρχεστε στο δωμάτιο μου για να με παρηγορήσετε.

Όλα θα πάνε καλά. Ό,τι και αν έφταιξε, ό,τι και αν έγινε, ό,τι κακιά λέξη και αν είπατε θα μείνει πίσω. Και εγώ είμαι χαρούμενος. Τόσο χαρούμενος. Και εσείς το ίδιο. Σας βλέπω που είστε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Θα είμαστε πάλι οι 3 μας μαζί. Σας αγαπώ μαμά και μπαμπά. Και αν ποτέ ξανά, χάσετε τον δρόμο σας, θα είμαι εγώ εκεί, να σας δείξω ότι η αγάπη όλα τα νικάει.

Τι τρώνε τα έξυπνα παιδιά;

Γιατί τα παιδιά έχουν ξεσπάσματα