Οι παρακάτω φράσεις σίγουρα μας φαίνονται πολύ γνώριμες και ίσως και οι ίδιοι τις έχουμε πει κάποια στιγμή στα παιδιά μας.
«Σταματήστε να τρέχετε μες το σπίτι σαν τρελά. Δεν θα σας πάρω παγωτό».
«Δεν φάγατε το φαγητό σας; Δεν θα πάμε στην παιδική χαρά το απόγευμα».
«Δεν συγύρισες το δωμάτιό σου; Δεν θα βγεις σήμερα».
Γιατί όμως φτάνουμε στο σημείο να τιμωρούμε τα παιδιά μας; Πολλές φορές είναι ο φόβος μας μην παρεκκλίνουν, άλλες γιατί δεν ξέρουμε τι άλλο να κάνουμε, άλλες γιατί θεωρούμε ότι με αυτό τον τρόπο το παιδί μας δεν θα το ξανακάνει, γιατί νομίζουμε ότι είναι το μόνο που καταλαβαίνει, γιατί νομίζουμε ότι με την τιμωρία κρατάμε τον έλεγχο και παραμένουμε ισχυροί.
Έχουμε όμως αναρωτηθεί τι νιώθουν τα παιδιά μας όταν τα τιμωρούμε; Θα ήταν πολύ βοηθητικό να πάμε λίγο τον χρόνο πίσω και να θυμηθούμε τα δικά μας συναισθήματα όταν μας τιμωρούσαν οι γονείς μας. Μερικοί θυμώναμε τόσο πολύ που νιώθαμε ότι μισούμε τους γονείς μας. Σε άλλους γεννιόντουσαν πολλές ενοχές για τις πράξεις τους. Άλλοι θέλαμε να εκδικηθούμε τους γονείς μας φτάνοντας μέχρι την αυτοκαταστροφή. Για παράδειγμα σκεφτόμασταν να αυτοκτονήσουμε για να τους πονέσουμε. Άλλοι σκεφτόμασταν υπόγειους και μη συμβατικούς τρόπους για να πετύχουμε τον σκοπό μας χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η τιμωρία μπορεί να δημιουργήσει συναισθήματα εχθρότητας, εκδίκησης, ανυπακοής, ενοχής, αυτολύπησης κτλ. Στην ουσία η τιμωρία είναι μία μορφή εκδίκησης του γονιού προς το παιδί. Είναι μια εύκολη λύση να του στερήσουμε αυτό που το ευχαριστεί, να το πονέσουμε εκεί που θα πονέσει….
Πολύ περίεργο φαίνεται να αντιδράμε με τέτοιους τρόπους σε μια σχέση αγάπης και φροντίδας. Και όμως δεν είναι από έλλειψη αγάπης αλλά από άγνοια για τα οδυνηρά -κάποιες φορές- αποτελέσματα της τιμωρίας. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η τιμωρία σε καμία περίπτωση δεν είναι εκπαιδευτική. Τιμωρώντας ένα παιδί, στην ουσία του στερούμε την πολύ σημαντική εσωτερική διαδικασία του να αντιμετωπίσει την συμπεριφορά του.
Θα αναρωτιέστε βέβαια: «Τι να κάνω αντί για την τιμωρία»; Κατ αρχήν να αναγνωρίσουμε το συναίσθημα του παιδιού μας. Για παράδειγμα: «Καταλαβαίνω ότι θέλετε να τρέχετε ή καταλαβαίνω ότι δεν σου αρέσει να τακτοποιείς το δωμάτιό σου ή καταλαβαίνω ότι οι φακές δεν είναι από τα αγαπημένα σου φαγητά».
Επίσης μπορούμε να του εκφράσουμε και το δικό μας συναίσθημα για την πράξη του. Για παράδειγμα : «Φοβάμαι, ανησυχώ, αναστατώνομαι, δυσκολεύομαι όταν κάνεις αυτό».
Κατόπιν βάζουμε το όριό μας. Για παράδειγμα: «Αν δεν σταματήσετε τώρα να τρέχετε, θα φύγουμε αμέσως». Προσοχή το όριο να έχει σχέση πάντα με την πράξη του παιδιού και να μην αφορά κάποια άλλη στέρηση απόλαυσης!
Αν τέλος δεν υπακούσει ούτε σε αυτό, θέτουμε την συνέπεια της πράξης του, που μπορεί να είναι για παράδειγμα να φύγουμε από το super market ήρεμα, γιατί η συμπεριφορά του ενοχλεί, να πούμε στο παιδί ότι δεν θα το ξαναπάρουμε μαζί μέχρι να το σκεφτεί ώστε να μην ξανακάνει τα ίδια λάθη, ότι δεν θα βγει με τους φίλους του αν δεν τακτοποιήσει πρώτα το δωμάτιό του, ότι δεν θα φάει σοκολάτα αν δεν φάει το φαγητό του, γιατί το γλυκό το τρώμε μετά το φαγητό.
Επίσης, μπορούμε να δώσουμε εναλλακτικές επιλογές συμπεριφοράς στο παιδί μας , όπως να του προτείνουμε συνεργασία ώστε να νιώσει ισότιμα υπεύθυνο. Ίσως είναι και ένας τρόπος να κάνουμε πράγματα μαζί του, κάτι που ενισχύει την σχέση γονιού-παιδιού.
H τιμωρία είναι λοιπόν μία ποινή που επιβάλλεται για κάποιο σφάλμα ή παράλειψη, ενώ η συνέπεια είναι το λογικό –και σε μερικές περιπτώσεις το αναπόφευκτο- επακόλουθο μίας πράξης. Βλέπουμε επίσης την σημαντική διαφορά της τιμωρίας από την συνέπεια και στον ψυχισμό του παιδιού μας και στην εκπαίδευσή της συμπεριφοράς του, ώστε να μην επαναλαμβάνει στο μέλλον παρόμοιες συμπεριφορές.
Η τιμωρία φέρνει θυμό, χαλάει τη σχέση γονιού-παιδιού και είναι μια μορφή επιβολής δύναμης και εξουσίας.
Αξίζει να αναρωτηθούμε λοιπόν, εν τέλει για ποιόν τιμωρούμε;
Πόπη Γιαλυράκη Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας