Φτάνει στ’ αυτιά μας η παρακάτω ερώτηση: αν ό,τι έχουμε μάθει -ιδίως από τους γονείς μας- καθορίζει την προσωπικότητά μας, πώς εξηγείται το γεγονός ότι πολλά αδέλφια, παρά τους κοινούς γονείς, διαφέρουν τόσο μεταξύ τους;
Ας θυμηθούμε για αρχή ότι, προφανώς, η διαπαιδαγώγηση δεν είναι αποκλειστικά θέμα των γονέων. Ό,τι μαθαίνουμε στην παιδική ηλικία έχει στενή σχέση με τους δασκάλους, τους φίλους και τις εμπειρίες που βιώνουμε με δεκάδες ανθρώπους του περιβάλλοντός μας, συγγενείς ή ξένους. Και στη συνέχεια, ας θυμηθούμε και τη λιγότερο προφανή διαπίστωση που λέει ότι: τ΄ αδέλφια, δεν είναι ποτέ παιδιά «των ίδιων γονέων».
Κάθε παιδί έρχεται στην οικογένεια σε διαφορετική στιγμή της ζωής των γονέων του. Την εποχή που γεννήθηκες, η μητέρα κι ο πατέρας σου ζούσαν, σκέφτονταν κι αισθάνονταν διαφορετικά πράγματα από εκείνα που ζούσαν, σκέφτονταν κι αισθάνονταν όταν γεννήθηκε ο αδελφός, ή η αδελφή σου. Τ’ αδέλφια δεν έχουν τους ίδιους γονείς γιατί αυτοί μπορεί να μην είναι πια οι ίδιοι.
[…]
Γνωρίζουμε καλά ότι το γονεϊκό παράδειγμα μας καθορίζει και μας διαμορφώνει… είτε για το καλό είτε για το κακό μας. Εάν φιλοδοξούμε να εκπληρώσουμε σωστά τον παιδαγωγικό ρόλο που μας αναλογεί, θα πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου αυτό το γεγονός για να το κατευθύνουμε και να το τροποποιήσουμε στο μέτρο του δυνατού.
Προσοχή: δεν ισχυριζόμαστε πως το θέμα μπορεί να καλυφθεί πίσω από μια ωραία μάσκα που θα δείχνει στα παιδιά μας μόνο τα καλά στοιχεία που θέλουμε ν’ αντιγράψουν. Τις περισσότερες φορές αυτές οι μάσκες είναι επισφαλείς, κι όταν πέφτουν, αφήνουν να φανεί μια τρομερή και απογοητευτική πλευρά η οποία -εκτός από τα δεινά που σέρνει πίσω της η νέα πραγματικότητα-επιδεινώνει τα πράγματα αποκαλύπτοντας την απάτη που γινόταν επί πολύ καιρό.
Πριν από μερικά χρόνια συνέβη κάτι που μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο εύκολο είναι να υποπέσει κανείς σ’ αυτό το λάθος. Είχαμε πάει με την οικογένειά μου να επισκεφτούμε έναν συγγενή και αφήσαμε το αυτοκίνητο σ’ ένα πάρκινγκ. Όταν επιστρέψαμε μετά από μερικές ώρες και πλήρωσα τον υπάλληλο, είδα πως ένα φορτηγάκι έκλεινε την έξοδο στο δικό μου αυτοκίνητο. Ζήτησα ευγενικά από τον υπάλληλο να μετακινήσει το φορτηγάκι για να μπορέσω να βγω, αλλά δεν πήρα απάντηση. Πιστεύοντας ότι δεν με είχε ακούσει, επανέλαβα το αίτημά μου. Τότε, εκείνος στράφηκε και φώναξε οργισμένος:
«Εντάξει! Σε άκουσα! Τι θαρρείς; Ότι εγώ κάθομαι εδώ και ξεκουράζομαι;»
Μπήκε στο φορτηγάκι, έβαλε μπρος κι εκτινάχθηκε με τα λάστιχα να τσιρίζουν μπροστά στη γυναίκα και το γιο μου (αν και όχι τόσο κοντά ώστε να τους θέσει σε κίνδυνο). Κάπως ανήσυχος, έβαλα την οικογένειά μου στο αυτοκίνητο κι έφυγα γρήγορα χωρίς να πω λέξη.
Δεν είχαμε κάνει ούτε τριακόσια μέτρα, όταν ο γιος μου με ρώτησε:
«Μπαμπά, φοβήθηκες όταν αυτός ο κύριος έτρεξε με το αυτοκίνητο;»
Πιστεύοντας πως έπρεπε να δώσω στο παιδί μια εικόνα δυνατού πατέρα για να μη φοβηθεί παραπάνω, του απάντησα:
«Όχι».
«Α!…» έκανε εκείνος έκπληκτος, και μετά από ένα σιωπηλό λεπτό είπε ένα ολοφάνερο ψέμα: «Τότε… ούτε κι εγώ».
Κατάλαβα το λάθος μου την ίδια στιγμή. Τον είχα αφήσει αβοήθητο και είχε δικαίως φοβηθεί -όπως κι εγώ άλλωστε. Στην προσπάθειά μου να επιδείξω μια δύναμη που δεν διέθετα, τον είχα αναγκάσει να καταπιεί το φόβο και να τον αντέξει μόνος του, για να μην ντροπιαστεί μπροστά σ’ ένα πατέρα που ήθελε να παραστήσει τον δυνατό. Πολύ κακώς! Θα ήταν καλύτερα αν του είχα πει πως ναι, και βέβαια είχα τρομάξει. Έτσι θα είχαμε μοιραστεί το φόβο και θα είχαμε νιώσει και οι δύο ότι δεν είμαστε μόνοι.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Γονείς & παιδιά – Εργαλειοθήκη για τη συντήρηση μιας δύσκολης σχέσης», Χόρχε και Ντέμιαν Μπουκάι, μετάφραση Κωνσταντίνα Επισκοποπούλου, εκδόσεις Opera