Έχει η υπερβολική οικειότητα επιπτώσεις; Μήπως τελικά πρέπει να κρατάμε τις αποστάσεις;
Η Ψυχολόγος, Νατάσα Πατεράκη εξηγεί:
Αρκετοί είναι οι γονείς, της “νέας γενιάς” συνήθως, που διατείνονται ότι συζητούν τα πάντα με τα παιδιά τους και κάνουν παρέα σαν “φιλαράκια”, θεωρώντας ότι αυτό είναι το στοιχείο που τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους γονείς και τους δίνει “πόντους” στην καλή σχέση με τα παιδιά τους.
Άλλοι γονείς προχωρούν σε εκ βαθέων εκμυστηρεύσεις προς το παιδί τους, “φορτώνοντας” το με τις δικές τους έγνοιες, παρερμηνεύοντας ίσως την έννοια της ειλικρίνειας και προσπαθώντας να πλησιάσουν περισσότερο το παιδί, με την προσδοκία να μοιραστούν κάτι που τους προβληματίζει ή ακόμα και να ζητήσουν τη γνώμη του.
Ειδικότερα, όταν το παιδί βρίσκεται σε μικρή ηλικία τέτοιου είδους συμπεριφορές των γονιών μπορεί να το ταράξουν και να αποσταθεροποιήσουν τα όρια που οφείλει να έχει η σχέση γονιού – παιδιού. Κανένα παιδί δεν οφείλει να αναλαμβάνει ρόλους “παρηγορητή” ή “εξομολόγου” των γονιών του και ο στόχος είναι κυρίως να παίρνει και όχι να δίνει φροντίδα, καθώς η μητέρα και ο πατέρας οφείλουν να αποτελούν σημείο αναφοράς, στήριξης και διατήρησης των οικογενειακών ισορροπιών.
Το παιδί δε θέλει να απομυθοποιούνται οι γονείς του, για τους οποίους έχει ανάγκη να αισθάνεται ότι είναι -πάντα σε ανθρώπινο επίπεδο- ώριμοι, σοβαροί, αποφασιστικοί και δυνατοί. Γίνεται λοιπόν εύκολα αντιληπτό ότι η πτυχή της φιλίας μεταξύ γονιών – παιδιών είναι αρκετά ευαίσθητο θέμα και καλό θα είναι να προσεγγίζεται με προσοχή και υπευθυνότητα από τους γονείς ώστε να είναι καθαρές οι θέσεις τους απέναντι στα παιδιά τους.
Στην πιο σημαντική σχέση της ζωής τους, οι γονείς καλό και αναγκαίο είναι να έχουν ένα ρόλο αρκετά σαφή και ξεκάθαρο για τα παιδιά τους, που θα βασίζεται στην ανιδιοτελή αγάπη, εμπιστοσύνη, κατανόηση, αποδοχή, παροχή ασφάλειας, ειλικρίνεια και να είναι ανοιχτοί στην επικοινωνία. Αυτά τα στοιχεία μπορούν να αποτελέσουν τη βάση πάνω στην οποία θα χτιστεί, αρχικά και κατά κύριο λόγο, η γονεϊκή σχέση με το παιδί, η οποία στη συνέχεια μπορεί εξελιχθεί σε μια πιο ουσιώδης και ιδιαίτερη σχέση, πάντα μέσα στα πλαίσια της πρωταρχικής.
Ίσως αυτή να μην χαρακτηριστεί “φιλία” αλλά μια εξελιγμένη εκδοχή της γονεϊκής σχέσης με καλές προοπτικές. Άλλωστε τα παιδιά μεγαλώνοντας υιοθετούν διαφορετικές κάθε φορά συμπεριφορές που αρμόζουν στην ηλικία τους, οι οποίες καθορίζουν εν μέρει τη σχέση με τους γονείς τους. Για παράδειγμα, ήδη από την πολύ μικρή ηλικία, αρχίζουν να αντιδρούν σε πράγματα που τους λένε οι γονείς, να πεισμώνουν, και να διεκδικούν το δικαίωμα στον πειραματισμό, στην εξερεύνηση και σε ακόμα περισσότερη ελευθερία. Χρησιμοποιούν σκόπιμα το ψέμα στο οικογενειακό περιβάλλον τους, όχι μόνο για να καλύψουν ένα λάθος ή μια παράλειψη, αλλά κυρίως για να προστατέψουν την προσωπική του αυτονομία. Αναπτύσσουν έναν μυστικό κώδικα τιμής με τους κολλητούς του, τους οποίους επιλέγουν με βάση τα κοινά τους ενδιαφέροντα, βγάζουν τους γονείς έξω από την προσωπική του ζωή, φοβούμενοι τυχόν αδιακρισίες, παρεμβάσεις και κριτική, μόλις νιώσουν το πρώτο του ερωτικό σκίρτημα. Αργότερα, για να διαφοροποιηθούν, να κατασταλάξουν σε ένα σύστημα αξιών και να εκφράσουν την ατομικότητά τους υιοθετούν ηθελημένα τρόπους και πρότυπα αντίθετα με των γονιών μόλις ξεκινήσει η περίοδος των επαναστατικών -σωματικών και ψυχικών- αλλαγών, μόλις δηλαδή μπουν στην εφηβεία.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι στο ταξίδι του ατόμου από την παιδική ηλικία έως την ενηλικίωση, οι γονείς οφείλουν, τουλάχιστον, να αποτελούν ένα σαφές και σταθερό σημείο αναφοράς για τα παιδιά τους, στο οποίο πάντα θα μπορούν να στραφούν και να ζητήσουν βοήθεια και συνδρομή. Άλλωστε λόγω των διαφορετικών ταχυτήτων με τις οποίες κινούνται οι διαφορετικές γενιές και ηλικιακές ομάδες, είναι δύσκολο να ταυτιστούν σε αρκετά θέματα αλλά όχι ακατόρθωτο να συμπορευτούν, μαθαίνοντας οι μεν από τους δε.
Το γνωστό και μη εξαιρετέο ‘χάσμα γενεών’ πιθανόν να αποτελεί μια ακόμη αιτία που μεταξύ γονιών και παιδιών δεν μπορεί να υπάρξει φιλία, με την στενή έννοια του όρου. Καλό όμως είναι να αναρωτηθούν οι ίδιοι οι γονείς τι σχέση θέλουν να έχουν με τα παιδιά τους και με ποια ιδιότητα θέλουν να στέκονται δίπλα τους, χωρίς όμως να βάζουν ταμπέλες στους εαυτούς τους, του γονιού ή του φίλου. Μπορούν να θυμούνται ότι πάντα είναι ότι στο χέρι τους να αναπτυχθεί μια πραγματικά καλή, επικοινωνιακή και ειλικρινής σχέση, μέσα στην οποία το παιδί θα νιώθει ξεχωριστή, ολοκληρωμένη προσωπικότητα, θα αισθάνεται ελεύθερο να δηλώνει τα συναισθήματά του και θα ξέρει πως, όποτε χρειαστεί, οι γονείς του θα είναι εκεί πιστοί στο ρόλο τους και οι φίλοι στον αντίστοιχο δικό τους.