«Ώρα για παιχνίδι», λέει η δασκάλα και το μικρό μας τρέχει στο προαύλιο. «Όλοι στο τραπέζι», λέει μετά από καμιά ωρίτσα κι εκείνο παρατάει το παιχνίδι και τρέχει στο τραπέζι –αφού προηγουμένως πλύνει τα χεράκια του! Μα, να μην φέρνει ούτε μία φορά αντίρρηση στη δασκάλα του… Σαν καλοκουρδισμένο ρομποτάκι ακολουθεί κάθε οδηγία της.
Όταν, όμως, φεύγει από το σχολείο, το μικρό μας ρομποτάκι μεταλλάσσεται! Πού να γυρίσουμε να του πούμε να μαζέψει τα παιχνίδια του και να ετοιμαστεί προς αποχώρηση από το πάρκο… Πρώτα θα φύγουν όλα τα παιδάκια και μετά εμείς. Ή αν φύγουμε πρώτα εμείς, θα φροντίσει να ακούσουν όλοι ότι φεύγουμε! Είναι κάποιες εκφράσεις που θαρρείς πως το τρελαίνουν: «Ώρα να γυρίσουμε στο σπίτι», «Βάλε τα παπούτσια σου», «Πλύνε τα χεράκια σου», «Πάμε για μπανάκι;», «Έλα να φάμε το φαγάκι μας», «Ώρα να πάμε στο κρεβατάκι μας»… Με το που τις ακούει αντιδρά και πολλές φορές βάζει τις φωνές αλλά και τα κλάματα προκειμένου να περάσει το δικό του!
Γιατί νευριάζει τόσο;
Ομολογουμένως, δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα να πείσεις ένα παιδάκι να αφήσει το παιχνίδι του για να έρθει να φάει ή να πάει για ύπνο… Γενικά, δεν είναι εύκολο για ένα παιδί να περάσει από τη μία δραστηριότητα στην άλλη τόσο άμεσα όσο θα το έκανε ένας μεγάλος. Πόσο μάλλον αν η δραστηριότητα που του ζητάμε να αφήσει του αρέσει περισσότερο από εκείνη που θα θέλαμε να κάνει. Μια καλή λύση για να δεχτεί «ευκολότερα» την αλλαγή, είναι να του δώσουμε λίγο χρόνο, δηλαδή, να το προετοιμάσουμε για ό,τι ακολουθεί. Π.χ. «Σε 10, σε 5, σε 3 λεπτάκια θα πάμε για ύπνο», «Μόλις τελειώσει η ταινία θα κάνουμε μπανάκι» ή «Όταν φύγει η Μαρία με τη μαμά της από τις κούνιες, θα φύγουμε κι εμείς». Επίσης, θα βοηθήσει πολύ το παιδί να γνωρίζει από πριν τι πρόκειται να ακολουθήσει. Π.χ. Αντί να πούμε «Είναι ώρα να πάμε σπίτι», λέμε «Σε λιγάκι θα πρέπει να επιστρέψουμε στο σπίτι για να φάμε. Αφού φάμε, θα κάνουμε μπανάκι και θα διαβάσουμε το παραμύθι μας». Είναι ωραίο να έχει κάτι να περιμένει… Τέλος, δεν ξεχνάμε πως σε αυτή την ηλικία το παιδί μπορεί να μην είναι σε θέση να ελέγξει τα νεύρα του, εμείς όμως μπορούμε – τουλάχιστον περισσότερο απ’ ότι εκείνο. Προσπαθούμε, λοιπόν, να είμαστε όσο το δυνατό πιο ήρεμες και δεν παραλείπουμε να δείχνουμε στο παιδί μας ότι καταλαβαίνουμε και κατανοούμε τα συναισθήματά του. Π.χ. «Καταλαβαίνω ότι θα ήθελες να παίξεις κι άλλο με τον Νικολάκη, πρέπει όμως να πάμε στο σπίτι. Σου υπόσχομαι ότι θα κανονίσουμε σύντομα να παίξετε και πάλι παρέα».