Έχετε παρατηρήσει ένα βρέφος που είναι στην αγκαλιά της μητέρας ή του πατέρα του, όταν έρχεται σε επαφή με κάποιον άγνωστο; Αυτό που σχεδόν αυτόματα κάνει το παιδί, αφού αντιληφθεί την ύπαρξη του νέου προσώπου, είναι να στραφεί προς το πρόσωπο της μητέρας για να καταλάβει αν πρέπει να ανησυχήσει ή αν το νέο άτομο πρόκειται για κάποιον που αξίζει να τον εμπιστευτεί.
Η ικανότητα της ενσυναίσθησης είναι εδώ ο βασικός μηχανισμός που επιτρέπει μία τέτοια συμπεριφορά. Το βρέφος ήδη από το ξεκίνημα της ζωής, έχει την ικανότητα να “διαβάζει” το πρόσωπο της μητέρας αλλά και των άλλων. Το ίδιο και η μητέρα του, μπορεί να “διαβάζει” το πρόσωπο του βρέφους για να κατανοήσει τι μπορεί να αισθάνεται, αφού δεν υπάρχει ακόμη λόγος.
Το βρέφος συνεχίζει να ζητά την μετάφραση της πραγματικότητας από τον γονιό δείχνοντας του με το δάκτυλό του ένα εξωτερικό αντικείμενο που του κάνει εντύπωση και περιμένοντας την αντίδραση-απάντηση του. Σε αυτό το σημείο φαίνεται να μπαίνουν ψυχολογικά οι βάσεις του “Εμείς κι ο άλλος”, η σχέση των τριών διαστάσεων, η οποία απουσιάζει ή δυσλειτουργεί στον αυτισμό (όπου δεν βλέπουμε αυτή την συμπεριφορά το παιδί να χρησιμοποιεί τον δείκτη του χεριού του στοχεύοντας το εξωτερικό αντικείμενο απευθυνόμενο σε κάποιον).
Με την εμφάνιση του λόγου η ενσυναίσθηση δίνει την θέση της στην ταύτιση.
Το παιδί κατά την παιδική ηλικία, έχει πρότυπο τον γονιό του. Ο γονιός γίνεται ενδιάμεσος έτσι στην επαφή του παιδιού με τον έξω κόσμο. Του μαθαίνει το πώς λειτουργεί μία οικογένεια, την σχέση του ζευγαριού (ανάλογα πως είναι εκείνος με τον άλλον γονιό του παιδιού), πώς αντιδρά κανείς σε προβλήματα που εμφανίζονται στην ζωή, τι κάνει το άγχος του, τον θυμό του κλπ. Αν ο γονιός, για παράδειγμα, παθαίνει κρίσεις πανικού, είναι πάρα πολύ πιθανό και το παιδί του αργότερα να παθαίνει το ίδιο μην μπορώντας να διαχειριστεί το άγχος με άλλο τρόπο. Αν ο γονιός σωματοποιεί το άγχος, το ίδιο θα συμβεί και στο παιδί του. Αν είναι κοινωνικός ή γλεντζές, το παιδί θα εκπαιδευτεί σε μία τέτοια κουλτούρα και θα αναζητά παρόμοια στοιχεία στη ζωή του κλπ.
Ο άνθρωπος λοιπόν μεγαλώνει μέσα σε ένα πλήθος βεβαιοτήτων για τις οποίες ποτέ ως την ενηλικίωση (στην καλύτερη περίπτωση) δεν έχει αναρωτηθεί και τις λαμβάνει ως αξιώματα κι ως μοντέλα συμπεριφοράς τα οποία θα στηρίξουν την δική του συμπεριφορά αργότερα.
Η εφηβεία είναι η περίοδος που η ταύτιση φεύγει από τον γονιό για να πάει σε κάποιο άλλο πρόσωπο εκτός οικογένειας. Αντίθετα, θα λέγαμε ότι σχεδόν εμφανίζει μία αντί-ταύτιση με τον γονιό ο οποίος κρίνεται με αυστηρότητα από τον έφηβο. Ο έφηβος, ειδικά αν υφίσταται πίεση, αντιδρά, κάνει δηλ. το αντίθετο από αυτό που του λέει ο γονιός, στην προσπάθεια του να αποστασιοποιηθεί και να επιχειρήσει να βρει την δική του ταυτότητα μέσα από νέα πρότυπα και νέες ομάδες αναφοράς.
Κατά την ενηλικίωση ο άνθρωπος βρίσκει την φωνή του, όπως έχουμε δει εκτενέστερα σε πολλά προηγούμενα άρθρα αυτού του ιστολογίου. Όπως όλα όμως δείχνουν, υπάρχουν αρκετοί που πάντα θα ψάχνουν για “μεγαλύτερους” και “σοφότερους” για να τους νουθετήσουν, να τους υποδείξουν τον δρόμο που πρέπει να βαδίσουν, να τους διδάξουν το σωστό και το λάθος. Με συγχωνευτική προσκόλληση σε συγκεκριμένες ομάδες, κόμματα, μεθόδους, δόγματα πετυχαίνουν την άνεση που κρύβεται στην βεβαιότητα, που δεν ενέχει την παραμικρή αμφιβολία, έρευνα ή ακόμη και ερώτηση. Σε μία τέτοια ενότητα δεν υπάρχουν διλήμματα, συγκρούσεις και αντιφάσεις. Ακολουθούν απλά την γραμμή.
Υπό αυτή την έννοια, αυτή η λειτουργία του μικρού παιδιού που χρειάζεται μεταφραστές για να μπορεί να τοποθετηθεί στον κόσμο-γιατί μόνο του δεν ξέρει και δεν μπορεί- φαίνεται να είναι μία λειτουργία που ποτέ δεν χάνεται ολοκληρωτικά για ορισμένους ανθρώπους κι ίσως για τους περισσότερους. Στην περίπτωση αυτή το γονεϊκό πρόσωπο αντικαθίσταται από ένα πρόσωπο εξουσίας ή κάποιο πρόσωπο που θεωρείται αυθεντία.
Έτσι ανοίγει ο δρόμος για ολοκληρωτικά καθεστώτα, ενώ εύκολα μπορεί κάποιος να γίνει μέρος της μάζας, όπως μας κατέδειξε ο μεγάλος κοινωνικός ψυχολόγος LeBon στις αρχές του 20ου αιώνα με το βιβλίο του “Η ψυχολογία των μαζών”. Ο άνθρωπος παλινδρομεί και επαναλαμβάνει ότι κάνει το βρέφος με τον γονιό.
Ο “μεγάλος” είτε αδερφός, είτε δάσκαλος, είτε αρχηγός κόμματος, είτε ηγέτης μικρότερης ή μεγαλύτερης ομάδας ή εκπρόσωπος μίας φιλοσοφικής ή θεολογικής θεώρησης του κόσμου ανάγεται σε “μεταφραστή” μεταξύ του υποκειμένου και του έξω κόσμου, ο οποίος γίνεται αντιληπτός ως ακατανόητος και ζητά να επενδυθεί με νόημα. Νόημα που έρχεται από “αυτόν που ξέρει” προς αυτόν που δεν ξέρει.
Ο μεταφραστής της εμπειρίας γνωρίζει τι είναι καλό και τι είναι κακό, τι μπορούμε να εμπιστευτούμε και τι όχι. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και με μία ομάδα αναφοράς. Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα πολιτικό συμβάν μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας. Τι γίνεται τότε; Πώς τοποθετούμαστε σε σχέση με αυτό το γεγονός; Βλέπουμε λοιπόν, ότι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το βρέφος κοιτάζει το πρόσωπο της μητέρας για να δει πώς θα τοποθετηθεί μπροστά στο άγνωστο, το άτομο στρέφεται ανεπαίσθητα να πληροφορηθεί πρωτίστως για το τι λέει για το συμβάν η ομάδα στην οποία ανήκει, ή ο αρχηγός της. Μόνο τότε οι περισσότεροι θα μιλήσουν και “θα έχουν άποψη”, θα πάρουν θέση, ενώ στην πραγματικότητα αυτό που θα κάνουν είναι να γίνουν η ηχώ της ομάδας στην οποία αναφέρονται ή του ηγέτη χωρίς να έχουν οι ίδιοι ερευνήσει παραπάνω.
Όπως πολύ σωστά λέει η Simone Weil “Ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι η τάση της συλλογικότητας να συμπιέζει το άτομο, αλλά η τάση του προσώπου να γκρεμίζεται, να πνίγεται μέσα στη συλλογικότητα”. Όμως η φιλόσοφος μας δίνει και το αντίδοτο: “Χρειάζεται γύρω από το πρόσωπο να υπάρχει ελεύθερος χώρος, ένας βαθμός ελεύθερης διάθεσης του χρόνου, δυνατότητα για το πέρασμα σε ένα όλο και μεγαλύτερο βαθμό προσοχής, μοναξιά, σιωπή. Πρέπει ταυτόχρονα το πρόσωπο να ζει μέσα στη ζεστασιά, ώστε η απόγνωση να μην το εξαναγκάζει να πνίγεται στη συλλογικότητα” (απόσπασμα από το βιβλίο της Simone Weil: “Το πρόσωπο και το ιερό”, 2018, εκδ. Πόλις).
Αυτός που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί, ή αυτός που δεν μπορεί να μείνει λεπτό μόνος φοβούμενος την μοναξιά, αυτός που δεν είχε ασφαλείς δεσμούς κατά την παιδική ηλικία, αυτός που είναι διαρκώς σε θόρυβο και δεν έχει ανθρώπους να αγαπάει και να τον αγαπούν, αυτός που δεν έχει βρει ακόμη την ταυτότητά του είναι συνήθως αυτός που αποφεύγει να σκεφτεί και να κρίνει από μόνος του. Χρειάζεται κάποιον “γονιό” με τον οποίο να ταυτιστεί και να του επιτρέψει να του μεταφράσει τον έξω κόσμο. Πρόκειται για τον άνθρωπο που δεν έχει ακόμη αποκτήσει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, στο νου του, στην κρίση του. Υπάρχει και η περίπτωση ανθρώπων που πνίγονται από τις υποχρεώσεις τους και τον ζυγό της καθημερινότητας, άνθρωποι που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα και που δεν τους μένει ενέργεια και χρόνος για να σκεφτούν. Προτιμούν να ανοίξουν την τηλεόραση και να καταπιούν αμάσητες τις ειδήσεις, να διαβάσουν μόνο τους τίτλους των εφημερίδων της πολιτικής παράταξης στην οποία ανήκουν, ώστε να έχουν άποψη για τα τεκταινόμενα. Με ποιο δικαίωμα άραγε θα μπορούσαμε να τους κατηγορήσουμε για γνωστική οκνηρία αν η κοινωνική τους κατάσταση είναι τέτοια που δεν έχουν κουράγιο να σκεφτούν αυτοδύναμα λόγω της κόπωσης; Μήπως αν κατάφερναν να το κάνουν, σύντομα άλλαζε και η θέση τους;
Στην πραγματικότητα, όταν χρειαζόμαστε μεταφραστή για την εξωτερική πραγματικότητα δεν έχει επιτευχθεί πλήρως η ενηλικίωση. Ο όρος ενηλικίωση σημαίνει εξατομίκευση. Όταν κάποιος γίνεται ολοκληρωμένο άτομο, ο πυρήνας του είναι εντός του. Αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη της ύπαρξής του και του δρόμου του. Γίνεται αυτόφωτος οργανισμός και δεν ψάχνει έξωθεν το φως. Αυτό ίσως να ακούγεται μεταφυσικό αλλά δεν είναι. Εννοώ ότι ο άνθρωπος δεν χρειάζεται μεταφραστές πια για να πιστοποιήσει την εμπειρία του. Καταλαβαίνει μόνος του τι τον ωφελεί και τι όχι. Αναγνωρίζει ότι υπάρχει πλήθος “αληθειών”. Έχει επαρκώς αναπτύξει τον Λόγο ώστε να είναι σε θέση να κρίνει τον κόσμο και το περιβάλλον σύμφωνα με την εμπειρία του και ό,τι έχει πια αποκομίσει αλλά και μεταβολίσει-“μαγειρέψει” και μετατρέψει σε μία δική του κοσμοθεωρία, σε μία δική του μέθοδο ανάγνωσης του κόσμου, η οποία ωστόσο, ας μην κοροϊδευόμαστε, έχει κι αυτή τα όρια της, καθώς ποτέ δεν είναι απολύτως αυτούσια. Το άτομο ανήκει σε ένα κοινωνικό γίγνεσθαι, σε μία εποχή, σε μία γεωγραφία, και είναι απόρροια μίας ιστορίας οικογενειακής και συλλογικής.
Συμφωνώ απόλυτα με την Simon Weil για το ότι δεν χρειαζόμαστε συλλογικότητες που πνίγουν τα άτομα αλλά συλλογικότητες που απαρτίζονται από άτομα. Τότε πράγματι μπορούμε να περιμένουμε έργα προερχόμενα από την κοινωνική δημιουργικότητα.
Ας τελειώσουμε και σήμερα με τέχνη αυτό το άρθρο. Πρόκειται για δύο αποσπάσματα από δύο ταινίες-αριστουργήματα όπου και στις δύο ερχόμαστε σε επαφή με την στρέβλωση της πραγματικότητας από τον γονιό-μεταφραστή. Αν και τα κίνητρα των ηρώων είναι εντελώς διαφορετικά, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Η διαμεσολαβημένη και μεταφρασμένη εμπειρία, η οποία δίνεται ως “μασημένη τροφή” στο παιδί.
Στην τρυφερή και πανέμορφη ταινία “Η ζωή είναι ωραία” ο Εβραίος ήρωας μεταφράζει την εμπειρία του στρατοπέδου συγκέντρωσης σε πεδίο παιχνιδιού για τον γιο του προκειμένου να τον προστατέψει από την φρίκη.
Η περίπτωση του “Κυνόδοντα” του ταλαντούχου σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου, είναι μία άλλη εμπειρία στρέβλωσης και διαμόρφωσης κατά τα πρότυπα της οικογενειακής μετάφρασης του κόσμου. Άλλα τα κίνητρα της οικογένειας, άλλη η δυναμική, άλλη η ατμόσφαιρα. Εδώ οι γονείς δεν επιτρέπουν το μεγάλωμα των παιδιών. Για να σπάσουν τους δεσμούς των παιδιών με την κοινωνία αλλάζουν την γλώσσα. Τα παιδιά (που δεν είναι και τόσο παιδιά) μιλούν μία γλώσσα κωδικοποιημένη που μόνο αυτοί καταλαβαίνουν.
Ακραία και τα δύο παραδείγματα, δύο μεταφορές που μας έρχονται από την τέχνη για να μας υπενθυμίσουν την δύναμη που έχει ο γονέας στην διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας.
Ο γονιός θα είναι πράγματι καλός γονιός αν καταφέρει κι επιτρέψει την εξατομίκευση στο παιδί του καθώς αυτό μεγαλώνει. Μόνο τότε αυτό θα μπορέσει να εξελιχθεί, να γίνει ελεύθερος άνθρωπος και πολύ αργότερα να οδηγηθεί προς την σοφία που δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά το απόσταγμα της εμπειρίας της ζωής χωρίς την βοήθεια μεσαζόντων.