Στις περισσότερες πυρηνικές οικογένειες, έρχεται κάποτε η στιγμή που το παιδί συνειδητοποιεί ότι ο ένας γονιός είναι πιο «εύκολος» από τον άλλον. Η μαμά, για παράδειγμα, μπορεί να είναι πιο χαλαρή με τα γλυκά που επιτρέπει στο παιδί να φάει. Ο μπαμπάς μπορεί να μην είναι τόσο πιεστικός με το διάβασμα, αν εκείνη την ώρα έχει ένα πολύ καλό παιδικό στην τηλεόραση. Η μαμά μπορεί να είναι πιο τρυφερή, ο μπαμπάς πιο παιχνιδιάρης. Και αυτές οι διαφορές, συχνά δεν δημιουργούν κανένα πρόβλημα. Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, όταν οι ρόλοι των δύο γονιών είναι ακραία διαφορετικοί, αυτό μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική του υγεία.
Τι σημαίνει ακραία διαφορετικοί; Σημαίνει ο ένας γονιός να μιλά άσχημα στο παιδί, να το μειώνει, ακόμα και να το χτυπά και ο άλλος γονιός να περιμένει πάντα με την αγκαλιά ανοιχτή για να το «περιθάλψει» -αλλά χωρίς να παρεμβαίνει για να αποτρέψει την συμπεριφορά του πρώτου γονιού. Σημαίνει ο ένας γονιός να θέτει στο παιδί κάποιους κανόνες και ο πρώτος που δεν τους τηρεί να είναι ο άλλος γονιός. Σημαίνει, με λίγα λόγια, το παιδί να ζητά κάτι και ο ένας γονιός να λέει «όχι», ενώ ο άλλος λέει «ναι».
Το φαινόμενο του «καλού» και «κακού» γονιού, όπως μεταφράζεται η παραπάνω κατάσταση στο μυαλό του παιδιού, είναι συχνότερο από όσο φανταζόμαστε. Μπορεί, μάλιστα, να συμβαίνει χωρίς καν οι γονείς να το συνειδητοποιούν. Και πιθανώς να αποτελεί κατάλοιπο από τον τρόπο που μας μεγάλωσαν οι δικοί μας γονείς, και από το πώς μεγάλωσαν οι παππούδες μας τους γονείς μας, όταν οι ρόλοι του πατέρα και της μητέρας (ή του άντρα και της γυναίκας) ήταν ξεκάθαρα πιο στερεοτυπικοί.
Πώς βλάπτει το παιδί αυτή η τακτική
Ποιο είναι, όμως, το πρόβλημα με αυτό το στιλ διαπαιδαγώγησης; Οι ειδικοί λένε ότι μία από τις χειρότερες συνθήκες για να μεγαλώσει ένα παιδί είναι αυτή της αβεβαιότητας και της ανισορροπίας. Όσο «βολικό» κι αν είναι, δηλαδή, για το παιδί να ξέρει πάντα σε ποιον να στραφεί για να πάρει αυτό που θέλει, στην πραγματικότητα εκείνη τη στιγμή μέσα του βιώνει έντονο στρες, καθώς κλονίζονται οι δυναμικές της οικογένειας. Ξαφνικά, λοιπόν, στο μυαλό του παιδιού ο ένας γονιός γίνεται ο ισχυρός και ο άλλος ο ανίσχυρος. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να αρχίσει το παιδί να νιώθει επικρατέστερο έναντι του ενός γονιού, αλλά ταυτόχρονα πιο απροστάτευτο έναντι του άλλου. Και κάπως έτσι η οικογένεια αρχίζει να γίνεται δυσλειτουργική.
Εφόσον αυτός ο τρόπος διαπαιδαγώγησης συνεχιστεί, τα πράγματα μπορεί να γίνουν χειρότερα καθώς το παιδί θα μεγαλώνει και θα αρχίσει να αναρωτιέται «ποιος από τους δύο γονείς μου είναι τελικά πραγματικά καλός;». Είναι «καλός» ο υπερβολικά μαλθακός γονιός που δεν βάζει ποτέ κανένα μέτρο, επιτρέποντας στο παιδί να κάνει ό,τι ζητήσει, ή μήπως τελικά «καλός» είναι ο πιο αυστηρός; «Μήπως είναι «καλό» ο μπαμπάς να με χτυπά κάθε φορά που κάνω μια αταξία, γιατί αυτό μου αξίζει, ενώ η μαμά είναι υπερβολικά αδύναμη, άρα δεν αξίζει να την υπολογίζω;», Οι προεκτάσεις αυτής της συλλογιστικής δεν έχουν τέλος και μπορεί να γίνουν εξαιρετικά επικίνδυνες, πρώτα απ’όλα για το ίδιο το παιδί.
Δύο άνθρωποι – μία ομάδα
Αν η παραπάνω κατάσταση σας… θυμίζει κάτι, ο μοναδικός τρόπος για να την ανατρέψετε -λένε οι ειδικοί- είναι να ξαναγίνετε εσείς και ο άλλος γονιός ομάδα. Σαφώς και ο καθένας σας θα έχει τον χαρακτήρα του και το δικό του στιλ, όμως είναι απαραίτητο να συνεργαστείτε προκειμένου να δημιουργήσετε κοινό έδαφος, κοινούς κανόνες και, με συνέπεια, υποστηρικτικό περιβάλλον από και προς όλα τα μέλη της οικογένειας.
Ακόμα κι αν διαφωνείτε έντονα με τον τρόπο που ο άλλος γονιός λειτουργεί σε κάποιες περιστάσεις, μην το δείξετε μπροστά στο παιδί. Μην πάρετε καν έκφραση δυσαρέσκειας και, σε καμία περίπτωση, μην διαφωνήσετε μεταξύ σας μπροστά στο παιδί γι’αυτό. Πείτε του, απλά, ότι πρέπει να κάνει αυτό που του ζητήθηκε και βρείτε κάποια ευκαιρία αργότερα για να εκφράσετε στον σύντροφό σας την διαφωνία σας. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό γιατί, όπως λένε οι ειδικοί, τα παιδιά «πιάνουν» και το παραμικρό υπονοούμενο και βλέποντάς σας να διαφωνείτε θα βρουν την ευκαιρία -όπως είπαμε και παραπάνω- να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου, προκειμένου τελικά να πετύχουν τον σκοπό τους.
Οι επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί με το φαινόμενο «good cop-bad cop parenting» («γονείς ως καλός και κακός αστυνομικός»), καταλήγουν τελικά στο συμπέρασμα, ότι «ο καταμερισμός εργασίας, σε γενικές γραμμές, έχει σπουδαία οφέλη, αρκεί να μην δημιουργεί κλίμα ανισορροπίας σε ένα σπίτι. Έτσι, μπορεί ο ένας γονιός να νιώθει πιο άνετα με το να είναι ο «αυστηρός» και ο άλλος να προτιμά να είναι ο «τρυφερός», όμως στο τέλος οφείλουν και οι δύο να βάλουν τον ίδιο κόπο, προκειμένου το παιδί να νιώθει ασφάλεια, σταθερότητα και σιγουριά»