Συγκριτικά με χώρες του δυτικού κόσμου, οι Έλληνες είμαστε ένας συντηρητικός λαός γεμάτος οπισθοδρομικές τάσεις που χαρακτηρίζεται από φανταχτερές αυταπάτες. Μια από τις μεγαλύτερες του αυταπάτες είναι η αντίληψη για την ελληνική οικογένεια – πρότυπο, και κατ’ επέκταση για τους «καλούς» Έλληνες γονείς.
Ο Έλληνας γονιός πιστεύει πως είναι «καλός» γονιός αφού δημιουργεί «καλά» παιδιά.
Επιβάλει στο παιδί του τον ηθικό κώδικα της θρησκείας που ασπάζεται ή της κοινωνίας που ζει, γιατί δεν αρκεί να είναι απλά παιδί, ένα ξεχωριστό άτομο με τις δικές του ιδιαιτερότητες, αλλά ΠΡΕΠΕΙ να γίνει «καλό» παιδί. Και για τον Έλληνα γονιό τι πιο καλό, από κάτι ευρέως αποδεκτό που διευκολύνει την κοινωνική αποδοχή; Πάντα όμως, «το παιδί είναι ελεύθερο να κάνει ότι θέλει».
Φυσικά δεν παραλείπει να υπαγορεύει στο παιδί του να είναι «ευγενικό με τον κόσμο», εκτός βέβαια κι αν ο κόσμος ανήκει σε κάποιον που «δεν ξέρουμε τι άνθρωπος είναι».
Σε κάθε ευκαιρία διαφημίζει την φιλική σχέση με το παιδί του, το οποίο όμως όχι μόνο δεν έχει λάβει βασική σεξουαλική διαπαιδαγώγηση αλλά έχει οδηγηθεί σε προκαταλήψεις όπως ότι το αγόρι που έχει πολλές σεξουαλικές επαφές είναι μάγκας, ενώ το κορίτσι πόρνη.
Συνεχώς μιλάει για τη μεγάλη του έννοια «να μάθει το παιδί γράμματα, να μορφωθεί», αλλά όταν το παιδί του σνομπάρει τη φιλοσοφία, στερείται βασικών μαθηματικών γνώσεων και κάνει πάρτι στην ώρα της αγωγής του πολίτη, αυτός αναλώνεται στο δευτερεύον και ξεπερασμένο θέμα των θρησκευτικών.
Σε συζητήσεις με άλλους γονείς κατακρίνει τη βαθμοθηρία, αλλά περηφανεύεται όταν το παιδί του γίνει «καλός μαθητής» και παίρνει μεγάλους βαθμούς.
Διατυμπανίζει ότι θέλει να αναδείξει στο παιδί του τη σημαντικότητα της επιστήμης, αλλά πιστεύει σε ζώδια, διάβασμα φλυτζανιών, ξεμάτιασμα, ομοιοπαθητική, φανταστικούς φίλους και οτιδήποτε δεν μπορεί να εξηγήσει το εντάσσει στα πλαίσια κάποιας μεγάλης συνωμοσίας.
Επαναλαμβάνει στο παιδί του ότι «είναι ελεύθερο να ακολουθήσει τα όνειρα του», αλλά του μεταδίδει τη πεποίθηση πως ότι και να κάνει στο μέλλον, πρέπει να έχει «ένα χαρτί στα χέρια του».
Αναπαράγει ότι απαιτεί αξιοκρατία, αλλά παρακαλάει για να βολέψει το παιδί του σε μια θέση στο δημόσιο ή στην εταιρεία του γνωστού του.
Μιλάει στο παιδί του για ανιδιοτελή αγάπη, αλλά όταν οι πράξεις του παιδιού στα πρώτα βήματά του δεν συμβαδίζουν με τη ζωή που θα ήθελε ο ίδιος για αυτό ή ξεφεύγουν στο ελάχιστο από το επιθυμητό, καταφεύγει στον ψυχολογικό εκβιασμό της υπενθύμισης πως αυτός το συντηρεί οικονομικά.
Αν δε, σε μεγαλύτερη ηλικία, βρεθεί οικονομικά σε άσχημη θέση, θα θεωρεί ηθική αμέλεια του παιδιού του αν δεν αναλάβει την συντήρηση του, αντί να κατηγορεί τον εαυτό του για την αναποτελεσματική οικονομική διαχείριση του παρελθόντος.
Βέβαια, δεν χάνει ευκαιρία να του μιλάει για το πόσο συνειδητοποιημένος πολίτης είναι, την στιγμή που ψηφίζει με κριτήριο την εκδίκηση των προηγούμενων κυβερνήσεων και όχι για να δημιουργήσει ένα μέλλον για τα δικά του παιδιά.
Πιστεύει ότι πολιτικοποιεί το παιδί του, όταν το μαθαίνει να μιλάει με τις αόριστες έννοιες που χρησιμοποιεί η προπαγάνδα του πολιτικού πόλου που έτυχε να υιοθετήσει και το φανατίζει στο οπαδιλίκι.
Θεωρεί τον εαυτό του ενεργό πολίτη, όμως δεν του αρέσει να βλέπει άτομα που ασχολούνται με καθημερινά προβλήματα, γιατί «δεν αλλάζει τίποτα ούτως ή άλλως». Ε και γίνονται σπαστικά στο κάτω κάτω ρε φίλε όλη την ώρα. Έχει και δικά του προβλήματα.
Φυσικά θέλει να μεταφέρει τις πολιτικές του απόψεις στο παιδί του, καθώς αφενός θεωρεί ότι η δική του άποψη έχει βαρύτητα, παρ’ όλο που δεν έχει ανοίξει ποτέ του βιβλίο και δεν γνωρίζει ούτε τι αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα και τι όχι, και αφετέρου γιατί θέλει το παιδί του να είναι έξυπνο, αλλά σύμφωνα με αυτά που προσωπικά αυτός πιστεύει, έξυπνος είναι οποίος συμφωνεί μαζί του.
Αρνείται να αμφισβητήσει τις αντιλήψεις της κοινής γνώμης, αλλά θεωρεί τον εαυτό του πρωτοποριακό και ανεξάρτητο.
Νομίζει πως είναι ολοκληρωμένος σαν άτομο αλλά ασχολείται με τη δυστυχία των άλλων αντί με τη δική του ευτυχία.
Βέβαια, κατανοεί ότι «τα πράγματα είναι δύσκολα», αλλά τι να γίνει. «Έχει ο Θεός». «Υγεία πάνω απ’ όλα».
Λέγοντας όλα αυτά δεν γενικεύω, γιατί αν ήμασταν όλοι έτσι, δεν θα υπήρχατε κι όλοι εσείς που συμφωνείτε με το άρθρο. Η αλήθεια είναι πως η βελτίωση επιτυγχάνεται με αυξανόμενο ρυθμό τα τελευταία χρόνια. Όχι σε όλα τα θέματα προφανώς, αλλά έχουμε αρχίσει να γινόμαστε όλο και περισσότερο δεκτικοί στην διαφορετικότητα.
Δεν περιμένω πως θα πετύχω κάτι με το επικριτικό μου ύφος απέναντι σε όσους διαφωνούν ή πράττουν τα παραπάνω σαν γονείς.
Στοχεύω όμως να παρακινήσω όλους όσους συμφωνούν ή τους γονείς που προσπαθούν να αποφεύγουν όλα τα προαναφερθέντα, να γίνουν αυτοί οι γονείς που διατυμπανίζουν τον τρόπο ανατροφής των παιδιών τους. Γιατί σε ένα δημοτικό σχολείο οι ξενοφοβικές φωνές να υπερκαλύπτουν τις λογικές;
Η αλλαγή δεν έρχεται όταν αλλάξουν οι πολλοί, αλλά όταν οι λίγοι αρχίσουν να επηρεάζουν τους πολλούς.