«Απόντες» πατεράδες, «χαμένοι» γιοι: Η αναζήτηση της αντρικής ταυτότητας
Οι συμβολικές ταυτίσεις του πατέρα με το «όριο» και της μητέρας με το «συναίσθημα» λειτούργησαν ως ένας άρρηκτος δεσμός συγκρότησης της ελληνικής οικογένειας ως σήμερα. Οι σύγχρονες ανάγκες, όμως, απαιτούν την ανάμειξη των ρόλων και τη συνεργασία των δύο συντρόφων στις ευθύνες που έχει το μεγάλωμα των παιδιών.
Τα θέματα που οδηγούν τους ανθρώπους στην ψυχοθεραπεία αφορούν σε ένα σημαντικό βαθμό τη δυσλειτουργία των σχέσεων. Λόγω της τελευταίας και των προβλημάτων που αυτή συνεπάγεται, παρατηρείται μια αύξηση των αντρών που αναζητούν βοήθεια με αίτημα κυρίως να χτίσουν μια υγιή ταυτότητα, να μάθουν να συντροφεύονται και να σχετιστούν λειτουργικά με τα παιδιά τους.
Αυτό που κυρίως παρατηρώ σε όλους αυτούς τους άντρες είναι μια σιωπηλή απουσία του δικού τους πατέρα, ενός πατέρα παρόντα – απόντα. Με αφορμή, λοιπόν, αυτή την «απουσία» θα επιχειρήσω να σας μεταφέρω μερικές σκέψεις για την πολύ σημαντική και καθοριστική, θα έλεγα, σχέση πατέρα – γιου. Παρατηρούμε, ειδικότερα, πολλές φορές στην ελληνική οικογένεια, τους πατεράδες να είναι φυσικά, μόνο, παρόντες, ενώ ταυτόχρονα, απουσιάζουν ή αποδεικνύονται ανεπαρκείς σε συναισθηματικό επίπεδο.
Το φαινόμενο αυτό, ενυπάρχει όχι επειδή είναι αδιάφοροι ή δεν αγαπούν τα παιδιά τους, αλλά επειδή μεταφέρουν μια διαγενεακή δυσκολία συναισθηματικής σύνδεσης. Μεταφέρουν, με άλλα λόγια, το στερεότυπο της κυριαρχίας της μητρότητας, η οποία επιτελούσε, στη συνείδηση των κοινωνιών, ένα ρόλο αυτοδύναμο για την συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Σύμφωνα με την ανωτέρω αντίληψη, ο ρόλος του πατέρα ήταν συνδεδεμένος με τις υλικές υποχρεώσεις της ανατροφής και σχεδόν απέκλειε τις συναισθηματικές αποχρώσεις του ρόλου.
Ήταν, κατά μία έννοια «το τρίτο πρόσωπο» στη στενή δυαδική σχέση της μητέρας με τον γιο, στραμμένος στην ευθύνη της ανάπτυξης του βιοτικού επιπέδου της οικογένειας. Οι κοινωνικές αλλαγές, ωστόσο, καθιστούν την επιδίωξη των ανδρών, για ένα ρόλο εξίσου πρωταγωνιστικό στις ενδοοικογενειακές σχέσεις, πιο επιτακτική από ποτέ.
Πιο συγκεκριμένα, στην κυρίαρχη αντίληψη ο πατέρας αποτελεί ένα αρχετυπικό πρόσωπο που πρεσβεύει τα όρια και την ποιότητα των αρχών και των αξιών και ως εκ τούτου τις αποδεκτές και μη αποδεκτές συμπεριφορές. Εκφράζει την Αρχή, την πραγματικότητα και την τάξη, με συνέπεια η απουσία και η σιωπή του να καταλύει τις εσωτερικές συνδέσεις και τη συγκρότηση της προσωπικότητας του παιδιού.
Οι συμβολικές ταυτίσεις του πατέρα με το όριο και της μητέρας με το συναίσθημα λειτούργησαν ως ένας άρρηκτος δεσμός συγκρότησης της ελληνικής οικογένειας ως σήμερα. Οι σύγχρονες ανάγκες, όμως, απαιτούν την ανάμειξη των ρόλων και τη συνεργασία των δύο συντρόφων στις ευθύνες που έχει το μεγάλωμα των παιδιών. Στο πλαίσιο αυτό, κρίσιμος είναι ο μετασχηματισμός τόσο της γυναικείας όσο και της αντρικής ταυτότητας. Παρότι όμως η γυναικεία απόπειρα μετασχηματισμού ήδη συντελείται με την ισχυροποίηση των γυναικών στο κοινωνικό και οικογενειακό γίγνεσθαι, οι άντρες βρίσκονται μετέωροι μεταξύ της παλιάς ταυτότητας και της αναζήτησης ενός νέου αποτυπώματος.
Ο δυνατός άντρας – κουβαλητής χάνει το θρόνο που του έδινε ο παλαιός του ρόλος και, συγχρόνως, συνειδητοποιεί την αδυναμία του στο να έχει ενεργό συμμετοχή στη συναισθηματική ζωή της οικογένειας. Με λίγα λόγια, ενώ η γυναίκα συνθέτει στη δική της ταυτότητα «αντρικά» χαρακτηριστικά συνυφασμένα με την δύναμη και την κοινωνική ισχύ, ο άντρας ακόμη δυσκολεύεται να εξοικειωθεί με τη συναισθηματική του πλευρά.
Δε θα ήταν μάλιστα υπερβολή, να πούμε πως οι άντρες αντλούσαν κάποτε την ισχύ τους και αποτελούσαν ένα υγιές πρότυπο για τους γιους τους μέσω της «απουσίας», η οποία ταυτιζόταν με την αποτελεσματικότητά τους στο κοινωνικό και επαγγελματικό πεδίο. Σήμερα, εντούτοις, η συναισθηματική παρουσία του πατέρα στο μεγάλωμα του παιδιού είναι επιβεβλημένη και, παρά την αμηχανία τους, πατέρας και γιος έχουν την ευκαιρία να χτίσουν μια σχέση μεγαλύτερης οικειότητας εμπλουτισμένη με τρυφερά συναισθήματα, αποδοχή και φροντίδα.
Στις μέρες μας, ο πολιτισμικός ρόλος που είχε ο άντρας στην οικογένεια ως κουβαλητής – παιδαγωγός – προστάτης και πρότυπο ταύτισης καταρρέει, επιτρέποντας έτσι την ανάδυση ενός νέου, που συνθέτει τις προηγούμενες ταυτίσεις με μια μεγαλύτερη συναισθηματική εμπλοκή του πατέρα στο μεγάλωμα του γιου. Διαμορφώνεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το πρότυπο του συναισθηματικού πατέρα, ο οποίος μέσα από το μεγάλωμα του γιου του έχει τη μοναδική ευκαιρία να ξαναδεί τον εαυτό του, γεγονός που συνεπάγεται, βέβαια, εσωτερικές συγκρούσεις και ενδεχόμενες αναθεωρήσεις των δεσμών με τον δικό του πατέρα.
Όπως είναι φυσικό, αυτές οι αλλαγές συμβάλλουν και στη διαφοροποίηση της μορφής και της ποιότητας των ενδοοικογενειακών σχέσεων. Ο πατέρας και η μητέρα δεν αντιπροσωπεύουν πλέον ένα μόνο ρόλο, τα παιδιά δεν αποτελούν αυτοσκοπό και η λειτουργική συναλλαγή μέσω των ξεκάθαρων σχέσεων μεταξύ των μελών της οικογένειας αποτελεί το σημαντικότερο διακύβευμα αυτής. Σ’ αυτή τη νέα οικογένεια η «ανακάλυψη» του πατέρα αποτελεί το πλέον σημαντικό ζητούμενο για την ανάπτυξη και την εξέλιξη της ταυτότητας του γιου.
Αξίζει βέβαια να επισημανθεί το γεγονός πως η νέα αυτή σχέση πατέρα – γιου ελλοχεύει ένα κίνδυνο. Ειδικότερα, ο σύγχρονος άντρας στην προσπάθειά του να απορρίψει το παραδοσιακό ανδροκρατικό μοντέλο του παρελθόντος μπορεί να φτάσει στο άλλο άκρο της πλήρους αποδιοργάνωσης του ρόλου. Μια αποδιοργάνωση που αναπαράγει με άλλους όρους το μοντέλο του απόντα πατέρα, τοποθετώντας στη θέση του τον αδύναμο πατέρα και η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μια αντιστροφή ταυτοτήτων, δημιουργώντας συγχύσεις προτύπων στους γιους.
Η νέα σχέση πατέρα – γιου διανύει την πρώτη της φάση και, εύλογα, αυτή η πρώτη γενιά μεγαλωμένων γιων με τα νέα αντρικά πρότυπα αποτελεί τη γέφυρα για την πραγματική σύνθεση των παραδοσιακών γυναικείων και αντρικών αξιών σε ένα νέο τύπο άντρα που θα σπάσει τα δεσμά της παράδοσης, δίχως όμως να χάσει τον αντρικό του προσανατολισμό. Η σχέση πατέρα – γιου καθιστά επιβεβλημένη τη συνειδητοποίηση πως η πατρότητα δεν απαιτεί άντρες ντυμένους με την πανοπλία της ρωμαλεότητας, αλλά άντρες που είναι έτοιμοι να αποδεχθούν την συναισθηματική τους πλευρά και να μπουν σε μια διαδικασία προσωπικής βελτίωσης μεγαλώνοντας (με) τους γιους τους.