Τι έχει μεγαλύτερη σημασία: ο ποιοτικός ή ο ποσοτικός χρόνος; Αν μπορούν να συνδυαστούν, είναι το ιδανικό. Όμως γνωρίζω πολύ καλά κι εγώ ως εργαζόμενος γονιός ότι είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί αυτός ο συνδυασμός. Ας σκεφτούμε μόνο ότι οι δουλειές του σπιτιού -όλες αυτές οι «γοητευτικές δουλειές»: σιδέρωμα, σκούπισμα, πλύσιμο, ξεσκόνισμα- και οι εξωτερικές υποχρεώσεις δεν πρόκειται να πάψουν να υπάρχουν.
Δυστυχώς δε διαθέτουμε αυτό το μαγικό ραβδάκι με το οποίο θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει όλες τις δουλειές σε πέντε λεπτά. Από την άλλη όμως, μπορούμε κάποιες φορές να κάνουμε ότι δεν τις βλέπουμε και να ασχοληθούμε με πιο σημαντικά πράγματα, όπως το να παίξουμε με τα παιδιά μας!
Θυμάμαι χαρακτηριστικά, μια μέρα, ο γιος μου ο μικρός, πέντε χρόνων τότε, προσπαθούσε να μου διηγηθεί μια ιστορία από το σχολείο του. Ήταν τόσο εκστασιασμένος από τη διήγηση των γεγονότων που τα μάτια του λαμπύριζαν, απόδειξη του πόσο σημαντικό ήταν για εκείνον αυτό που έλεγε. Εγώ, όση ώρα προσπαθούσε να μου αφηγηθεί το περιστατικό, ασχολιόμουν με οτιδήποτε άλλο εκτός από το να ακούω προσεκτικά αυτά που είχε να μου πει.
Η αλήθεια είναι ότι βιαζόμουν να τελειώσω τις δουλειές μου για να προλάβω να πάρω και τον μεγάλο μου γιο από το σχολείο (τότε οχτώ χρόνων). Κάποια στιγμή, εξοργισμένος πια που δεν του έδινα σημασία, μου φώναξε: «Εσύ δε μ’ ακούς, γιατί συνέχεια κάνεις άλλα πράγματα», κι όσο κι αν προσπάθησα στη συνέχεια να τον πείσω ότι τον παρακολουθούσα, εκείνος εξοργιζόταν ακόμα περισσότερο και φώναζε: «Όχι, δε μ’ ακούς αφού μαγειρεύεις και δεν ακούς αυτά που λέω». Μόλις τότε συνειδητοποίησα ότι είχε δίκιο και ότι ουσιαστικά δεν παρακολουθούσα αυτά που έλεγε, απλώς έγνεφα για να «δείξω» ότι τον παρακολουθούσα. Από τότε πήρα το μάθημά μου και κάθε φορά που τα παιδιά έχουν κάτι να μου πουν παρατάω οτιδήποτε κάνω και τους δίνω την αμέριστη προσοχή μου, γιατί εκείνη τη δεδομένη στιγμή θέλουν να μοιραστούν κάτι πολύ σημαντικό που συμβαίνει στη ζωή τους.
Ας θυμόμαστε ότι τα παιδιά μας δε θα είναι πάντα πέντε, εφτά, δέκα, αλλά θα γίνουν και δεκαπέντε, δεκαεφτά, είκοσι, είκοσι πέντε… κι εκεί κάπου στα είκοσι πέντε θα μας κατακλύσουν οι τύψεις και οι ενοχές ότι ποτέ ουσιαστικά δε γνωριστήκαμε. Σ’ εκείνη την ηλικία θα έχουν ανοίξει πια τα δικά τους φτερά και δε θα επιθυμούν τη συντροφιά μας γιατί θα έχουν γίνει ανεξάρτητες προσωπικότητες με τα δικά τους ενδιαφέροντα. Ζήστε λοιπόν τη στιγμή, ζήστε το παρόν, γιατί τα παιδιά μας δε θα είναι πάντα παιδιά. Κι επειδή οι σχέσεις χτίζονται σταδιακά και όχι από τη μία μέρα στην άλλη, αξίζει να τους αφιερώνουμε όσο το δυνατόν περισσότερο κι εποικοδομητικό χρόνο.