Η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επί πλέον δε και την διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του.
Στην περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η ρύθμιση δε της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας αυτών γίνεται από το δικαστήριο.
Το δικαστήριο μπορεί διαζευκτικά: α) να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας σε έναν από τους γονείς, προφανώς σε αυτόν, που θεωρεί καταλληλότερο, β) να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας και στους δύο γονείς από κοινού, εφόσον υπάρχει συμφωνία αυτών τόσο για την από κοινού ανάθεση όσο και για το ζήτημα του τόπου διαμονής του παιδιού γ) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων.
Ειδικότερα, όσον αφορά στην τρίτη δυνατότητα, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την κατανομή αυτής είτε λειτουργικά είτε χρονικά. Στη λειτουργική κατανομή κατανέμεται μεταξύ των γονέων η άσκηση των βασικών λειτουργιών της γονικής μέριμνας, δηλαδή της επιμέλειας, της διοίκησης της περιουσίας, της εκπροσώπησης ή ορισμένων υπολειτουργιών. Για παράδειγμα, στον ένα γονέα μπορεί να ανατεθεί η παροχή της στέγης για το ανήλικο τέκνο και στον άλλο όλα τα υπόλοιπα.
Ως κατευθυντήρια γραμμή για την απόφαση του δικαστηρίου για τη λειτουργική κατανομής της άσκησης της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα.
Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασής τους.
Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στον ένα ή τον άλλο από τους γονείς του, γιατί η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου.
Στην δικαστική, συνεπώς, κρίση καταλείπεται ευρύ πεδίο ώστε, αφού ληφθούν υπόψη, όλες οι σχέσεις και οι περιστάσεις, να καταλήξει σε ρύθμιση τέτοια, που να εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου.
Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων (ΑΠ 952/2007).
Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται επίσης, ότι οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου.
Αυτό δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης. Τέλος, το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις.
Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του, καθώς και οι τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου σχετικά με την επιμέλεια και τη διοίκηση της περιουσίας του.
Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλειά του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει την στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως.
Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητά του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμηση του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του.
Η διάσπαση εξάλλου της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και την διάσπαση της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου, που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων.
Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο, και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής (ΑΠ 1910/2005).
Ο Άρειος Πάγος έχει ήδη με τις υπ’ αριθμούς 1079/1986 και 22/1989 αποφάσεις του κρίνει νόμιμο το αίτημα του πατέρα του τέκνου να γίνει κατάτμηση της άσκησης της επιμέλειας (ως υπολειτουργίας της γονικής μέριμνας) και να ανατεθεί σε αυτόν η άσκηση του μέρους εκείνου της επιμέλειας που αφορά τον τομέα της φροντίδας της υγείας του τέκνου.
Κρίσιμο στοιχείο, που είχε επικαλεσθεί στην υπόθεση αυτή ο πατέρας ήταν η μη επίδειξη της απαιτούμενης επιμέλειας από τη μητέρα ως προς το μέρος της μέριμνας της, που αφορά το σοβαρότατο τομέα της υγείας του κοινού τους τέκνου, το οποίο αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας. Η αμέλεια και η αδιαφορία της μητέρας για την απαρέγκλιτη τήρηση του θεραπευτικού προγράμματος τακτικών ιατρικών και παραϊτρικών επισκέψεων εκτός της οικίας κρίθηκαν ότι αποτελούσαν λόγο για την ανάθεση της άσκησης της μέριμνας για τα θέματα υγείας στον πατέρα.
Αντίστοιχη με την αρμοδιότητα για την φροντίδα της υγείας είναι και η μέριμνα για την ανατροφή και φροντίδα του τέκνου, που επίσης εμπεριέχεται και αποτελεί υπολειτουργία της επιμέλειας. Στη θεωρία υποστηρίζεται ότι είναι δυνατή η μερική κατανομή της επιμέλειας με ανάθεση της φροντίδας για την εκπαίδευση του τέκνου στον ένα γονέα και ανάθεση των υπολοίπων λειτουργιών της επιμέλειας στον άλλον.
Αικατερίνη Βολονάκη
δικηγόρος Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών Δημοσίου Δικαίου, Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΔΠΘ