Ένας Αμερικανός μπαμπάς, ο Geoffrey Redick, αποφάσισε να αποδεχτεί τη βαρεμάρα, αυτόν το «δαίμονα» που η ψηφιακή εποχή μας προσπαθεί να ξορκίσει με κάθε τρόπο.
Όλα αρχίζουν με ένα ξεφύσημα. Συνεχίζονται με ένα μουγκρητό. Ακολουθούν, τέλος, οι λέξεις που με τρομάζουν, τρυπώντας τα αυτιά μου.
«Βαριέμαι!».
Μα πώς μπορείς να βαριέσαι όταν έχεις αυτοκινητάκια και πλαστικούς δεινοσαύρους και τουβλάκια Lego και στολές υπερηρώων και τρενάκια και μαρκαδόρους και δαχτυλομπογιές και βιβλία και ένα μηχάνημα καραόκε; Είναι αδύνατον να βαριέσαι!
Κι όμως, ο γιος μου βαριέται. Δεν έχω ιδέα τι πρέπει να του πω. Έχω ξεχάσει πώς είναι να βαριέσαι. Αλλά αυτό σκοπεύω να το αλλάξω σύντομα.
Στο χέρι μου κρατάω μια πηγή από όπου αναβλύζουν διαρκώς ένα πλήθος από ανόητες επιλογές, χιουμοριστικά βίντεο με γάτες, κι άλλες ανόητες επιλογές, αβάσιμα επιστημονικά στοιχεία, θεωρίες συνωμοσίας, οδηγίες για το πώς να πάω στην πιτσαρία της περιοχής μου, μηνύματα από φίλους με τους οποίους έχω χαθεί προ πολλού, ευχές γενεθλίων και ακόμα περισσότερες επιλογές. Διαρκώς κάνω refresh για νέα Τουίτς, περισσότερα νέα Τουίτς.
Ελάχιστα από τα όσα μου δείχνει το κινητό μου παρουσιάζουν ενδιαφέρον, αλλά με σώζουν από την ανία. Δεν προλαβαίνω ποτέ να νιώσω την πείνα, ακόμα και όταν ένα γεύμα δεν είναι στην πραγματικότητα χορταστικό. Νιώθω παγιδευμένος.
Σας έχετε τύχει ποτέ να κλείσετε την εφαρμογή του Twitter στο κινητό σας, να αφήσετε τη συσκευή στον καναπέ για ενάμιση δευτερόλεπτο και αμέσως μετά να τη σηκώσετε για να δείτε τι καινούριο υπάρχει στο Twitter; Τότε, είστε κι εσείς παγιδευμένοι.
Είναι ένα καθαρτήριο αυτή η κατάσταση του να μη βαριέσαι ποτέ αλλά χωρίς ουσιαστικά να κάνεις τίποτα ενδιαφέρον. Αφού σκρολάρω για μία ώρα στο Reddit, νιώθω απαίσια. Τα μάτια μου με καίνε. Ο λαιμός μου πονάει. Το εσωτερικό του κεφαλιού μου νιώθει όπως το εσωτερικό του στόματός μου μετά από υπερβολικά πολλά φλιτζάνια καφέ. Κι όμως, μπορεί να υπάρχει κάτι καινούριο στο Reddit. Ας το τσεκάρω!
Για το 2018 αποφάσισα να βαριέμαι περισσότερες ώρες. Θα είναι δύσκολο – ειδικά στην αρχή. Για να εκπαιδεύσω από την αρχή τα ένστικτά μου, θα καθιερώσω κάθε Σάββατο να απέχω από κάθε ψηφιακή συσκευή. Δεν θα το κάνω για θρησκευτικούς λόγους, αλλά για λόγους επιβίωσης.
Όσο κι αν νιώθω την ανάγκη να σώσω τον εαυτό μου από το βουητό της μη-ανίας που μου μουδιάζει το μυαλό, ο αληθινός λόγος που αποφάσισα να ενδώσω στη βαρεμάρα είναι για να δείξω στα παιδιά μου ότι μπορώ να καταφέρω. Βλέπουν τους γονείς τους να κάθονται στο σπίτι και να κοιτούν τα κινητά τους και μαθαίνουν να κάνουν το ίδιο πράγμα. Νιώθω ότι τους κάνω το ίδιο κακό με το να κάπνιζα μέσα στο σπίτι. Αν τα Τουίτς του Τραμπ έφταναν στα πνευμόνια μου, θα μου άξιζε να πάθω καρκίνο του πνεύμονα. Αντί γι’ αυτό, τα Τουίτς του Τραμπ φτάνουν στον εγκέφαλό μου. Και μαθαίνω στα παιδιά μου να κάνουν το ίδιο πράγμα.
Την εποχή της δικής μου παιδικής ηλικίας έπρεπε να βρίσκουμε τρόπους να δραπετεύουμε από την ανία. Κάθε μέρα της ζωής μας. Χτίζαμε φρούρια από μαξιλάρια ή πετούσαμε πέτρες στα ερείπια ενός εγκαταλελειμμένου εργοστασίου. Δεν μπορούσαμε να πιάσουμε Πόκεμον ούτε να φωτογραφίσουμε το σκύλο μας και μετά να του προσθέσουμε ένα ψηφιακό μουστάκι. Δεν μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε Ρώσους οδηγούς να απειλούν ο ένας τον άλλο. Είχαμε λιγότερα memes. Έτσι, φτιάχναμε πίστες αυτοκινήτων ή διαβάζαμε εγκυκλοπαίδεια.
Πριν από την ψηφιακή εποχή, η βαρεμάρα ήταν ο πιστός μας σύντροφος. Σε μια ιστορία του Γουίνι το Αρκουδάκι, το Αρκουδάκι και το Γουρουνάκι κάθονται παρέα στο αγαπημένο τους σημείο στο δάσος και δεν έχουν τίποτα να κάνουν. Έτσι αποφασίζουν να πάνε μια βόλτα, για να επισκεφτούν τους φίλους τους χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Κάνουν μια στάση για λίγο σε κάθε σπίτι χωρίς να κουβεντιάζουν κάτι συγκεκριμένο. Και αυτό συνεχίζεται για επτά σελίδες. Επτά σελίδες όπου δεν συμβαίνει τίποτα! Σε μια ιστορία για παιδιά!
Αλλά όταν γράφτηκε, συνήθως δεν συνέβαινε τίποτα.
Η βαρεμάρα είναι το αντίθετο της ικανοποίησης ενός καπρίτσιου. Είναι μια επιθυμία που δεν εκπληρώθηκε. Επιπλέον όμως, μας κάνει καλό. Όταν καθόμαστε ακίνητοι, νιώθοντας την ηρεμία να μας κυριεύει ενώ χαζεύουμε ένα δέντρο, τότε ο εγκέφαλός μας μπορεί να μην ψυχαγωγείται, αλλά λειτουργεί ασταμάτητα. Όταν είμαστε μόνοι με τις σκέψεις μας, αφήνουμε τις σκέψεις μας για μία φορά να πάρουν το πάνω χέρι. Αντί να πνίγουμε τις ιδέες μας σε μια θάλασσα ντοπαμίνης που δημιουργήσαμε μέσα από likes, τους δίνουμε την ευκαιρία να κολυμπήσουν.
Σκεφτείτε την εφεύρεση του μπάσκετ. Ήταν Δεκέμβριος στη δυτική Μασαχουσέτη. Τα μοναδικά πράγματα που μπορούσες να κάνεις ήταν να πας για δουλειά στο εργοστάσιο, για ψάρεμα στον πάγο ή να μείνεις σπίτι και να μεθύσεις. Ίσως και να κάνεις μια βόλτα με το έλκηθρο. Όπως και να ‘ναι, υπήρχε αρκετή απραξία ώστε ένας τύπος να σκεφτεί να κολλήσει αγροτικά καλάθια στα δοκάρια ενός γυμναστηρίου και μαζί με μερικούς φίλους να προσπαθήσουν να περάσουν από μέσα τους μια μπάλα. Θα είχε καταφέρει ο dr James Naismith να επινοήσει το μπάσκετ αν περνούσε το χρόνο του παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια; Οφείλει τη φήμη και τον πλούτο του στην απερίγραπτη μονοτονία ενός κρύου χειμώνα της Νέας Αγγλίας.
Στον κενό χώρο του Σαββάτου της αποχής μου από την τεχνολογία, θα υποδεχτώ την έμπνευση. Ίσως να μάθω να ράβω ή να συνεχίσω τα μαθήματα μπάσου. Ίσως δημιουργήσω ένα καινούριο παιχνίδι ρόλων. Ίσως απλά να χαζεύω τους νερόλακκους στο δρόμο, παρακολουθώντας το ψιλόβροχο να ρυτιδώνει την επιφάνειά τους. Αμφιβάλλω ότι θα έχω πολύ χρόνο για να εξετάσω όλες τις επιλογές μου, γιατί δεν θα βαριέμαι μόνος μου. Και τα παιδιά μου θα βαριούνται μαζί μου.
Το ξέρω, γιατί ήδη βαριούνται σε ένα σπίτι γεμάτο από αντιπερισπασμούς. Αυτό που θα αλλάξει θα είναι η δική μου στάση, ο τρόπος που εγώ αντιμετωπίζω τα παράπονά τους. Αντί να τα διώχνω για να μπορώ να χαζέψω στο κινητό μου, θα λέω: «Κι εγώ βαριέμαι! Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε παρέα;».
Αν λοιπόν, σε πενήντα χρόνια από τώρα, τα εγγόνια σας πλουτίζουν παίζοντας κάποιο καινούριο άθλημα με μπαλόνια στα τέσσερα τετραγωνικά μέτρα, τότε να ευχαριστήσετε τα παιδιά μου και τη βαρεμάρα τους.