Ο Γιώργος γύρισε από το σχολείο με μια σάκα γεμάτη ντροπή και οδυρμό. Τα ρούχα του μύριζαν εξευτελισμό.
Τα μάτια του κατακόκκινα και οι σκέψεις στο κεφάλι του ένα κουβάρι.
Η μάνα του ήταν απασχολημένη στο τηλέφωνο, συζητούσε για τα ξενοπορτίσματα του άντρα της και ο πατέρας του απών, σε κάποιο συνέδριο ή κάποια »παράνομη» συνάντηση.
Πήρε τον πόνο του αγκαλιά και κουλουριάστηκε μαζί του στο κρεβάτι, σε στάση εμβρυική.
Ο Γιώργος ενοχλεί τους συμμαθητές του -είναι που δεν τα πάει καλά στα ομαδικά αθλήματα ως υπέρβαρος και δυσκίνητος. Όχι, ο Γιώργος είναι χοντρός. Πρέπει να τιμωρηθεί.
Η Μαρία γύρισε σπίτι με ένα χαιρέκακο χαμόγελο και μια ικανοποίηση δίχως προηγούμενο, γεμάτη έξαψη, τα μάτια της άστραφταν.
Έκανε τη Στελλίτσα να κλάψει για τη στραβή της μύτη, μπροστά σε όλο το τμήμα.
Ο καθηγητής δεν έδωσε σημασία, παιδιά είναι θα τα βρούνε κι εκείνος ενήλικας με αληθινά προβλήματα, ησυχία είπε μόνο για να επαναφέρει την τάξη και να αρχίσει το μάθημά του.
Η Μαρία συνέχισε σαρκαστικά: «Που μας ήθελε και έρωτες, να, κοιτάξτε το όνομα του Πέτρου στα τετράδιά της!».
Κρατούσε το εύρημα ψηλά, με το χέρι τεντωμένο, φουσκωμένη από υπερηφάνεια για τη σπουδαία της ανακάλυψη και φυσικά για την υπεροχή της έναντι της συμμαθήτριάς της.
Ο Πέτρος ξέσπασε σε γέλια. Η Στελλίτσα ήταν άσχημη. ‘Επρεπε να μάθει τη θέση της.
Ο Νίκος επέστρεψε σπίτι ως άλλος τροπαιοφόρος κατακτητής, τα μάτια του γυάλιζαν.
«Κοίτα με μπαμπά, τα κατάφερα, έγινα σαν και σένα. Δυνατός και σκληρός με τους αδύναμους. Άρπαξα τα γυαλιά του Βασίλη και μετά τον χτύπησα που τόλμησε να διαμαρτυρηθεί. Το ίδιο δεν θα έκανες κι εσύ; Θυμάμαι τότε που στεναχωρήθηκα επειδή έσπασε το παιχνίδι μου και με τιμώρησες που έκλαιγα σαν να ήμουν κανένα κοριτσάκι. Ήμουν αδύναμος, είχες δίκιο μπαμπά. Μπαμπά, κοίτα με!».
Ο Νίκος ήταν κάποτε παιδί. Έπρεπε να μεγαλώσει.
Ο Βαγγέλης, δεν γύρισε σπίτι.
Και ο Γιάννης, ο Κώστας, η Πόπη, το σκέφτονται κι αυτοί σοβαρά, κάποια στιγμή να μη γυρίσουν.
Σχεδιάζουν κρυφά την απόδρασή τους, κάνουν σχέδια για τη μέρα που θα καταφέρουν να απαλλαχτούν από τους δυνάστες τους.
Δεν ονειρεύονται ταξίδια και εκδρομές, ονειρεύονται τη φυγή, τη λύτρωση.
Η Λίτσα, ο Τάκης, ο Παύλος το γνωρίζουν, αλλά δεν μιλάνε. Θέλουν να επέμβουν, να στηρίξουν τους φίλους τους, αλλά φοβούνται.
Είναι σκληρός ο κόσμος τους και δεν θα επιβιώσουν αν προβάλλουν αντίσταση.
Άλλωστε, ποιός θα τους ακούσει, οι παιδικές φωνές δεν φτάνουν στα ενήλικα αυτιά. Οι μεγάλοι έχουν τις δικές τους έννοιες και δεν καταλαβαίνουν.
Κι όμως, κάποια στιγμή πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τα δικά μας προβλήματα και να ακούσουμε επιτέλους τις κραυγές της απόγνωσης πίσω από τη σιωπή. Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι.
Καμιά ανοχή, καμιά δικαιολογία για την ντροπή που μαστίζει τα σπίτια και τα σχολεία μας, τις ζωές των ανθρώπων που γεννήθηκαν με την κατάρα να ζουν στον σάπιο κόσμο μας.
Πρέπει να απαλλάξουμε επιτέλους την κοινωνία μας από την ασχήμια της και να καταλάβουμε -για όσους έχουμε μείνει »πίσω» στα δικά μας παιδικά χρόνια-, πως δεν έχουμε να κάνουμε πια με παιδιά που πουλάνε αθώο τσαμπουκά και παίζουν πετροπόλεμο στις αλάνες.
Πλέον μιλάμε για βεντέτες, συμμορίες και πλήρη, αρρωστημένο εξευτελισμό, για ακραίες συμπεριφορές δίχως κανένα μέτρο και πολλές φορές, με την αποδοχή και το σιγοντάρισμα των γονιών.
Επιβάλλεται να αλλάξουμε, ξεκινώντας πρωτίστως από εμάς τους ίδιους. Διότι το φαινόμενο της βίας και του τραμπουκισμού/μπούλινγκ, δεν πρόκειται να σταματήσει όσο εκτός από έλλειψη ενδιαφέροντος από τη μεριά των γονέων και των εκπαιδευτικών, υπάρχει και έλλειψη παιδείας στο κάθε σπίτι.
Αναφορές στους συνανθρώπους μας με χαρακτηρισμούς τύπου ο τάδε ο χοντρός, ο έτσι η αδερφή, συνιστούν ρατσισμό και καλλιεργούν ενδόμυχα τη βία.
Τα παιδιά μας είναι ο καθρέφτης μας.
Εμείς μεγαλώνουμε τα θύματα, εμείς και τους θύτες.