Γενικά
Όλοι σχεδόν οι γονείς επιθυμούν πραγματικά να φροντίσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το παιδί τους, να το προστατεύουν από τους διάφορους κινδύνους, να το στηρίzουν σε δύσκολες καταστάσεις, να καταφέρουν να του δημιουργήσουν ένα αίσθημα ασφάλειας για το ότι θα είναι δίπλα του κάθε φορά που θα τύχει να τους έχει ανάγκη και να το δουν να εξελίσσεται ομαλά και δίχως ιδιαίτερα προβλήματα. Μέχρι ποιού σημείου, όμως, θα πρέπει ο γονιός να παρεμβαίνει, να στηρίζει και να βοηθά; Που βρίσκονται τα όρια μιας αποδεκτής παρέμβασης και πως μπορεί κάποιος να αξιολογήσει το αν οι παρεμβάσεις του εξυπηρετούν την ομαλή ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη του παιδιού του ή την αναστέλλουν; Σε ποιο σημείο το «βοηθώ» μετατρέπεται σε «υποκαθιστώ»;
Οι περισσότεροι γονείς καταφέρνουν λίγο-πολύ να βρουν ένα μέτρο για τις παρεμβάσεις τους που να βοηθά στο να νιώθουν καλά τόσο οι ίδιοι όσο και το παιδί τους. Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι που, είτε από «υπερβάλλοντα ζήλο» να αυτονομηθεί το παιδί τους το γρηγορότερο δυνατόν είτε εξαιτίας προσωπικών ανασφαλειών και δυσκολιών τους να δουν το παιδί τους να αυτονομείται και να μην τους έχει τόση ανάγκη όση οι ίδιοι θα επιθυμούσαν, όχι μόνο δεν ενθαρρύνουν αρκετά τη σταδιακή του αυτονόμηση, αλλά, με διάφορα προσχήματα, καλλιεργούν και ενισχύουν -συνειδητά ή υποσυνείδητα- την εξάρτηση του παιδιού από τους ίδιους…
Η σπουδαιότητα μιας καλής σχέσης δεσμού ανάμεσα σε γονέα και παιδί
Κάθε παιδί γεννιέται παντελώς έκθετο και ανήμπορο να φροντίσει από μόνο του τον εαυτό του. Το είδος της φροντίδας που θα εισπράξει από τα πρόσωπα του άμεσου περίγυρού του, και κυρίως από τους γονείς του, θα καθορίσουν και το είδος, δηλαδή την ποιότητα των σχέσεων δεσμού που θα αποκτήσει. Η σχέση δεσμού γονέων-παιδιού, που αποκτάται στη διάρκεια των δύο πρώτων χρόνων της ζωής, αποτελεί τη μήτρα του είδους των διαπροσωπικών σχέσεων που το παιδί θα μπορεί να δημιουργεί μελλοντικά, του τρόπου που θα τις βιώνει και της προοπτικής που αυτές θα έχουν. Εάν η σχέση δεσμού γονέων-παιδιού έχει δημιουργήσει στο παιδί ένα σταθερό και αδιαπραγμάτευτο αίσθημα ασφάλειας, εμπιστοσύνης και προβλεψιμότητας σε σχέση με τους γονείς του, τότε και οι μελλοντικές του σχέσεις θα διαπνέονται από ανάλογα αισθήματα, εφόσον δεν έχει υπάρξει επαναλαμβανόμενα σοβαρός λόγος περί του αντιθέτου.
Το να έχει βιώσει και εγκαθιδρύσει κάποιος εντός του μια ασφαλή σχέση δεσμού σημαίνει πως τολμά να εξαρτηθεί συναισθηματικά, αν και είναι αυτόνομο άτομο, δίχως να απειλείται πως υπάρχει περίπτωση να χάσει την αυτονομία του αυτή. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει πως είχε γονείς που τον ενθάρρυναν, ως παιδί, να εμπιστεύεται τον εαυτό του και να τολμά να εξερευνά με ασφάλεια και δημιουργική περιέργεια τον περίγυρό του, όντας οι ίδιοι διαθέσιμοι και παρόντες κάθε φορά που το παιδί τους χρειάζονταν για τον οποιονδήποτε λόγο.
Αυτονομία – εννοούμε όλοι το ίδιο πράγμα όταν μιλούμε για αυτήν;
Θα πρέπει, ευθύς εξαρχής, να διευκρινίσουμε πως η αυτονομία δεν είναι συνώνυμο της ασφάλειας. Ένα παιδί, για παράδειγμα, που έχει πάψει να κλαίει και να αναζητά το γονιό του, επειδή αυτός δεν έρχεται -όσο και αν αυτό κλάψει- για να μην το «κακομάθει», τότε, στην περίπτωση αυτή, δεν μιλάμε για ένα παιδί αυτονομημένο αλλά ΠΑΡΑΙΤΗΜΕΝΟ. Με άλλα λόγια, ένα τέτοιο παιδί έχει πάψει να ελπίζει πως ο γονιός του θα αντιληφθεί πως το ίδιο φοβάται ή επιθυμεί τη συντροφιά κάποιου, και πως θα ανταποκριθεί στο κάλεσμά και στην ανάγκη του για αγκαλιά, παρηγοριά και καθησυχασμό.
Πολλοί είναι, επίσης, οι άνθρωποι -παιδιά ή ενήλικες- που αναγκάζονται, εκ των πραγμάτων, να «αυτονομηθούν» και να λειτουργούν ως δήθεν «αυτάρκεις», επειδή, στην πραγματικότητα, ΔΕΝ εμπιστεύονται ΚΑΝΕΝΑΝ. Η δυτική μας κουλτούρα, με την επί δεκαετίες συνηγορία διαφόρων ειδικών, πριμοδοτεί μέχρι και σήμερα τη γρηγορότερη δυνατή «αυτονόμηση» του παιδιού με το να συνηθίσει να κοιμάται, το συντομότερο δυνατόν, σε δικό του κρεβάτι και δωμάτιο, με το να αφεθεί να κλαίει και μη «κακομαθαίνοντάς» το παίρνοντάς το αγκαλιά, με το να ξεκινά σύντομα τον παιδικό σταθμό για να κοινωνικοποιηθεί κ.τ.λ.
Οι απόψεις αυτές αμφισβητούνταν εδώ και πολύ καιρό από ειδικούς, που εκπροσωπούν τη θεωρία των σχέσεων δεσμού και που υποστηρίζουν πως η όποια αυτονόμηση του παιδιού θα πρέπει να έχει ως βάση και προϋπόθεση την ύπαρξη μιας ασφαλούς σχέσης δεσμού με τους γονείς του. Οι ανάγκες του παιδιού για εγγύτητα και αγάπη είναι αδιαπραγμάτευτες. Κανένα παιδί δεν «κακομαθαίνει» από το να είναι οι γονείς του εγγυημένα διαθέσιμοι, όποτε τους χρειάζεται, και να του δείχνουν γενναιόδωρα την αγάπη τους. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να επισημάνουμε πως δεν έχουν όλα τα παιδιά την ίδια ανάγκη συναισθηματικής επιβεβαίωσης. Άλλα χρειάζονται περισσότερη και άλλα λιγότερη. Ο κάθε γονιός οφείλει -θεωρητικά τουλάχιστον- να διαθέτει την απαραίτητη εκείνη ευαισθησία που θα του επιτρέπει να μη βρίσκεται ούτε υπερβολικά κοντά ούτε και πολύ μακριά από το παιδί του, να μην το «μπουκώνει» αλλά ούτε και να το αφήνει «υποσιτισμένο» συναισθηματικά.
Σύμφωνα με τη θεωρία των σχέσεων δεσμού, η αυτονομία του παιδιού αρχίζει να αναπτύσσεται όταν αυτό αρχίζει να εξερευνά τον περίγυρό του, έχοντας τη βεβαιότητα πως οι γονείς του θα βρίσκονται εκεί, διαθέσιμοι όταν και εφόσον τους χρειασθεί. Απαραίτητη, λοιπόν, προϋπόθεση, για να τολμήσει το παιδί -με την απαραίτητη διάθεση και περιέργεια- να απομακρυνθεί ολοένα και μακρύτερα από τους γονείς του και να αυτονομηθεί σταδιακά, είναι η ύπαρξη μιας ασφαλούς σχέσης δεσμού με αυτούς. Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, είναι απαραίτητο να έχει το παιδί τη δυνατότητα συναισθηματικής ανατροφοδότησης και κάλυψης των αναγκών του για εγγύτητα, παρηγοριά και αλληλεπίδραση, όποτε το έχει ανάγκη.
Αυτό το είδος αυτονόμησης, όπως διαπιστώνουμε, είναι εντελώς διαφορετικό από την «εξάσκηση» -τύπου θηριοδαμαστή τσίρκου- του βρέφους/παιδιού ώστε να αρκείται σε «μέτριες» ή όσες έχει διάθεση ο γονιός δόσεις αγκαλιάς, εγγύτητας και αλληλεπίδρασης, όσο και αν κλαίει, αποζητώντας περισσότερη συναισθηματική τροφή, καθησυχασμό και ασφάλεια…
Αυτό που πολλοί γονείς δεν γνωρίζουν είναι πως οι διάφορες συμπεριφορές και συναισθηματικές αντιδράσεις που συχνά επιβραβεύονται στα μικρά παιδιά -όπως το να μη δείχνουν σημάδια λύπης ή ανησυχίας όταν οι γονείς τους φεύγουν, το να καθησυχάζονται από τον οποιονδήποτε βρίσκεται δίπλα τους τη στιγμή εκείνη, το να μην δείχνουν πως έχουν ιδιαίτερη ανάγκη για φυσική εγγύτητα- είναι, στην ουσία, συνήθεις συμπεριφορές και αντιδράσεις παιδιών με μια -όπως αποκαλείται- «ανασφαλή και αποφευκτική σχέση δεσμού».
Οι εμπειρίες που έχουν από τους γονείς τους μικρά παιδιά, με μια τέτοιου είδους σχέση δεσμού, έχουν δημιουργήσει εντός τους την πεποίθηση πως οι γονείς τους δεν είχαν τη διάθεση ή τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους για εγγύτητα και συναισθηματική ανατροφοδότηση. Το αποτέλεσμα της ύπαρξης μιας τέτοιου είδους σχέσης δεσμού είναι, μεταξύ άλλων, πως τα παιδιά αυτά αναγκάζονται να πνίξουν εντός τους αυτές τους τις ανάγκες, αποκρύπτοντάς τες από τον περίγυρό τους, και δίνοντας, με τον τρόπο αυτόν, την εικόνα ενός πολύ «αυτόνομου» και «αυτάρκους» παιδιού -και αργότερα ενήλικα- που σπανίως ζητά βοήθεια. Ως ενήλικες, δεν αναγνωρίζουν, επίσης, εύκολα και δεν δίνουν προτεραιότητα στις προσωπικές τους συναισθηματικές ανάγκες, αλλά και δυσκολεύονται ιδιαίτερα να έρθουν ψυχικά και σωματικά κοντά με άλλους.
Υπερπροστατευτικοί γονείς
Υπάρχει, όμως, και η άλλη όψη του νομίσματος που είναι οι γονείς εκείνοι που δεν έχουν καν τα στοιχειώδη εκείνα όρια που θα επέτρεπαν το παιδί τους να δοκιμάσει τα φτερά του, να διαπιστώσει τις δυνατότητές του, να νιώσει σταδιακά πως μπορεί να εμπιστεύεται τον εαυτό του και πως έχει το ίδιο μια προσωπική αξία. Αντ΄αυτού, υποκαθιστούν το παιδί τους σχεδόν στο κάθε τι που πρόκειται να κάνει, δημιουργώντας το, εντέλει, μια αίσθηση προσωπικής ανεπάρκειας και αμφισβήτησης, καθώς και φόβου για τους πάντες και τα πάντα. Ο κόσμος πέραν της ακτίνας δράσης του γονιού του είναι ένας κόσμος απειλητικός όπου καραδοκεί το απρόσμενο, το επικίνδυνο και το ανυπέρβλητο.
Τα συνηθέστερα χαρακτηριστικά ενός υπερπροστατευτικού γονέα είναι τα εξής:
- Υπερβολικός φόβος και ανησυχία γύρω από οτιδήποτε αφορά στο παιδί
- Άμεση ικανοποίηση των αναγκών του παιδιού
- Έχει την τάση να δικαιολογεί τις όποιες ανεπάρκειες, λάθη ή αποτυχίες του παιδιού, μεταθέτοντας τις ευθύνες σε άλλους (δασκάλους, παιδιά, γονείς, γείτονες κ.ά.)
- Υποκαθιστά το παιδί σχεδόν στο κάθε τι, ακόμα και σε πράγματα που είναι απόλυτα μέσα στις δυνατότητές του ή απόλυτα προσωπικά (π.χ. επιλογή ενδιαφερόντων, φίλων, ερωτικών συντρόφων κ.ά., μελέτη μαθημάτων κ.τ.λ.).
Η διάκριση ανάμεσα στον υπερπροστατευτικό και στον ουσιαστικά συμμετέχοντα γονέα
Είναι αλήθεια πως δεν είναι καθόλου εύκολος ο ρόλος του γονέα. Δεν είναι μόνον η τεράστια ευθύνη, οι πρακτικές δυσκολίες, η δοκιμασία της σχέσης με το σύντροφο, η ενεργοποίηση και παρεμβολή των προσωπικών -και υποσυνείδητων συνήθως- συναισθημάτων και βιωμάτων του ίδιου του γονέα από τη φροντίδα που έτυχε ο ίδιος ως παιδί που επηρεάζουν καθοριστικά, αλλά και όλες οι αντιφατικές, πολλές φορές, απόψεις -ειδικών και μη- για το «σωστό» τρόπο φροντίδας και διαπαιδαγώγησης του παιδιού.
Μια πτυχή του γονικού ρόλου, που έχει μετατραπεί σε ενός είδους «ναρκοθετημένης» περιοχής της γονικής φροντίδας, είναι το ποιος γονιός θα πρέπει να θεωρείται ως υπερπροστατευτικός, και, ως εκ τούτου, επιβαρυντικός για την εξέλιξη του παιδιού του. Οφείλουμε να διευκρινίσουμε, ευθύς εξ αρχής, πως ένας πραγματικά ενδιαφερόμενος και συμμετέχων στη ζωή του παιδιού του γονιός ΔΕΝ είναι, κατ΄ανάγκην, υπερπροστατευτικός. Το διαφοροποιό στοιχείο είναι το είδος και ο τρόπος της συμμετοχής αυτής. Εάν η συμμετοχή αυτή δεν υποκαθιστά το ίδιο το παιδί και εάν γίνεται με ειλικρινή σεβασμό απέναντι στην προσωπικότητα, στα θέλω και στη μοναδικότητά του, τότε δεν πρόκειται για υπερπροστασία.
Όσο πίσω και αν ανατρέξουμε στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, θα διαπιστώσουμε πως δεν έχει υπάρξει γενεά που να μην θεωρεί τη νεότερή της ως γενεά που έχει αποκλίνει από τις υπάρχουσες θεμελιακές αξίες, που αδιαφορεί για ουσιαστικά θέματα, που δεν είναι εγωκεντρική, πως τα πράγματα ήταν, γενικώς, καλύτερα παλαιότερα κ.τ.λ. Για παράδειγμα, ακόμα και ο αρχαίος ποιητής Ησίοδος, που έζησε στον 7ο ή 8ο αιώνα π.Χ., θεωρούσε πως η τότε νέα γενεά δεν έμαθε να τρέφει επαρκή σεβασμό και να έχει τη δέουσα υποταγή προς τους μεγαλυτέρους.
Κάτι ανάλογο ισχύει και στην εποχή που ζούμε καθώς πολλοί είναι αυτοί -ειδικοί και μη- που θεωρούν πως τα παιδιά του σήμερα είναι κακομαθημένα, δεν υπακούουν, δεν σέβονται και πως θα πρέπει να αντιμετωπισθούν με σαφείς κανόνες, όρια και την ανάλογη σκληρότητα. Μέσα από το πρίσμα αυτού του είδους της θεώρησης, πολλοί γονείς που αφιερώνουν πολύ χρόνο και ενέργεια στα παιδιά τους «κινδυνεύουν» να θεωρηθούν ως υπερπροστατευτικοί, δηλαδή ως υπερβολικοί και επιβαρυντικοί για την ανάπτυξη των παιδιών τους.
Όπως προαναφέραμε, οι ανάγκες του παιδιού για αγάπη και εγγύτητα είναι αδιαπραγμάτευτες. Κανένα παιδί στον κόσμο δεν τραυματίζεται από την πολλή αγάπη και το αστείρευτο ενδιαφέρον των γονιών του, αν αυτά δεν παρέχονται με προϋποθέσεις και προαπαιτούμενα, αν δεν αποτελούν μέσο ελέγχου του παιδιού προς κάλυψη προσωπικών συναισθηματικών κενών του γονιού, ναρκισσιστικών του αναγκών, ανασφαλειών του κ.ά.
Υπερβολή είναι να αγοράζει ο γονιός δεκάδες ή εκατοντάδες παιγνίδια στο παιδί του, να υπόσχεται ανταλλάγματα για αυτονόητες υποχρεώσεις του παιδιού, π.χ. για να φάει το φαγητό του, να κοιμηθεί στην ώρα του, να μελετήσει, να μαζέψει τα πράγματά του κ.ά., να πηγαίνει και να «βάζει στη θέση του» έναν συνομήλικο του παιδιού του ή να διαμαρτύρεται στη μητέρα του για συνήθεις συγκρούσεις μεταξύ των παιδιών της συγκεκριμένης ηλικίας, να καλλιεργεί ενοχές στο παιδί, τονίζοντας, για παράδειγμα, τις «θυσίες» που κάνει για αυτό, που δεν τον λυπάται και δεν εκτιμά τίποτα, να εκβιάζει διαμέσου της αγάπης -λέγοντας, για παράδειγμα, «η μαμά ή ο μπαμπάς δεν σ΄αγαπάει, αν δεν είσαι καλό παιδί» κ.ά.- και, γενικώς, να βρίσκεται δέκα βήματα μπροστά από το παιδί του, αντί μισό βήμα πίσω του…
Επίλογος
Όλα τα παιδιά του κόσμου, που νιώθουν στοιχειωδώς καλά με τον εαυτό τους, απολαμβάνουν το παιχνίδι, την περιπέτεια και την εξερεύνηση του περίγυρού τους με συνομηλίκους. Τα διάφορα αναπόφευκτα μικροατυχήματα, οι αντιπαραθέσεις και οι συγκρούσεις που προκύπτουν τα δίνουν τη δυνατότητα να διαχειρίζονται ολοένα και αποτελεσματικότερα ανάλογες καταστάσεις στη συνέχεια, ενδυναμώνοντας, με τον τρόπο αυτό, την αυτοεκτίμηση, την εμπιστοσύνη προς τον εαυτό τους και την ευχάριστη επίγευση της ζωής.
Παιδιά, που δεν τους δίνεται η δυνατότητα να δοκιμάσουν τον εαυτό, τις δυνάμεις και τις δυνατότητές τους, νιώθουν ανασφάλεια, αβεβαιότητα και φόβο χωρίς την παρουσία του γονιού τους που, ως «φύλακας άγγελος», θα παρέμβει και θα τα «σώσει» από καταστάσεις που σίγουρα θα μπορούσαν από μόνα τους να διαχειρίζονται, αρκεί να τα δίνονταν έγκαιρα αυτή η δυνατότητα και η κατάλληλη ενθάρρυνση.
Ο γονιός θα πρέπει να αποκλιμακώνει σταδιακά τις παρεμβάσεις του εκείνες που ΥΠΟΚΑΘΙΣΤΟΥΝ το παιδί αλλά συνεχίζοντας να βρίσκεται κοντά του, λειτουργώντας ως ηθικό στήριγμα και ρεαλιστικότερος αξιολογητής της σοβαρότητας διαφόρων καταστάσεων και των όποιων συναισθημάτων τυχόν πυροδοτηθούν εξαιτίας τους, και με τα οποία έρχεται αντιμέτωπο το παιδί, ώστε να είναι σε θέση να τα αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη άνεση και μικρότερο δισταγμό ή φόβο στη συνέχεια. Ο υπερπροστατευτικός γονιός, άθελά του, στερεί το παιδί του από αυτή τη σημαντικότατη κατάκτηση και αίσθηση αυτοπεποίθησης και αυτονομίας.
Τέλος, κάθε παιδί έχει ανάγκη και, ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να νιώθει πως η άποψή του έχει κάποια αξία και εισακούγεται, αν όχι πως λαμβάνεται υπόψη, πως κάποιοι συμβιβασμοί είναι εφικτοί, αν όχι ακόμα και απαραίτητοι, να ακούει τους άλλους αλλά να λαμβάνει υπόψη και τα δικά του θέλω και συναισθήματα, να μοιράζεται με τους άλλους και να τους στηρίζει ανυστερόβουλα όταν υπάρχει ανάγκη. Αυτές οι αξίες ζωής μαθαίνονται και υιοθετούνται από το παιδί κυρίως διαμέσου μιας ανάλογα γενναιόδωρης, ανυστερόβουλης και συνεπούς αλληλεπίδρασης με τους γονείς του και, με τον τρόπο αυτό, διαπαιδαγωγείται σε έναν ενήλικα που θα ονειρεύεται και θα αγωνίζεται υπεύθυνα για μια κοινωνία αλληλεγγύης, ισοτιμίας και δημοκρατικής συνύπαρξης…
i-psyxologos.gr