Με τη γέννηση ενός ατόμου προκύπτει ένα αποκλειστικό δεδομένο, αυτό του θανάτου του. Όσο και αν το ίδιο το γεγονός παραταθεί ή καλή ποιότητα ζωής και αν έχει κάποιος, ο θάνατος παραμένει αναπόδραστος. Πολλές μελέτες έχουν εντρυφήσει και πολλά άρθρα έχουν αναφερθεί στα στάδια του πένθους, τη διαδικασία δηλαδή με την οποία επεξεργάζεται κανείς και μεταβολίζει ψυχικά το γεγονός του θανάτου και την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Επίσης, πολλές αναφορές υπάρχουν στον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να ενημερώσουμε τα παιδιά και τους εφήβους ανάλογα με το ηλικιακό τους στάδιο για το θάνατο ενός οικείου.
Καθοριστικής σημασίας στην ομαλή εξέλιξη του πένθους είναι η δυνατότητά μας να το αναγνωρίσουμε και να έρθουμε σε επαφή με αυτό. Τι γίνεται όμως όταν στην οικογένειά μας υπάρχουν παιδιά και ακόμη περισσότερο μικρά παιδιά; Υπάρχει χρόνος και χώρος για εμάς και τις συναισθηματικές μας αντιδράσεις; Ή μήπως χρειάζεται να αποσοβήσουμε ό, τι νιώθουμε για να τα προστατεύσουμε; Στο παρόν κείμενο, λοιπόν, θα εστιάσουμε στον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος ενήλικας να βιώσει υγιώς το πένθος του για την απώλεια ενός αγαπημένου του προσώπου παρουσία των παιδιών του.
Πρώτα βήματα στην πορεία του πένθους
Καταρχάς, είναι σημαντικό ο ίδιος ο ενήλικας να αναγνωρίσει το συμβάν ως σημαντικό και να του δώσει μέσα του τον ψυχικό χώρο που του αναλογεί. Για παράδειγμα, ο θάνατος ενός παιδιού δεν μπορεί να φέρει τις ίδιες αντιδράσεις και προεκτάσεις με το θάνατο ενός συζύγου ή γονέα ή ακόμη περισσότερο ενός φίλου ή κάποιου κατοικίδιου. Συνεπώς, είναι σημαντικό το ίδιο το άτομο να αναγνωρίσει το μέγεθος της απώλειας.
Σε συνέχεια αυτού είναι αναγκαίο να ενημερώσει τα παιδιά για αυτό που συμβαίνει. Συναντιέται συχνά ως πρακτική από τους γονείς να θέλουν να αποκρύψουν το γεγονός μιας απώλειας στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν ή να μην αναστατώσουν τα παιδιά. Ωστόσο, αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά – και ειδικότερα το μικρό παιδί που χαρακτηρίζεται από την εγωκεντρικότητα της σκέψης του (θα αναφερθούμε σε αυτό σε επόμενο άρθρο) – να μην μπορούν να αντιληφθούν τί είναι αυτό που συμβαίνει και για ποιο λόγο η μαμά ή ο μπαμπάς είναι “κάπως διαφορετικοί, νευρικοί, πιο απόμακροι, σκεπτικοί, δεν ακούν ή δεν παίζουν το τελευταίο διάστημα”. Ως εκ τούτου αντιλαμβάνονται την αλλαγή στη στάση του γονέα ως απόρροια της δικής τους συμπεριφοράς ή της μεταξύ τους σχέσης (π.χ. “η μαμά δε μου μιλάει γιατί κάτι κακό έχω κάνει ή δε μ’ αγαπάει πια”). Επιπλέον, αισθάνονται ότι δεν μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στο γονέα καθώς αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να συζητήσουν κάποια πράγματα μαζί του.
Η ενημέρωση χρειάζεται να γίνει με απλά λόγια, συγκεκριμένα, εύληπτα και κατανοητά για τα παιδιά. Για παράδειγμα, “πέθανε η θεία της μαμάς και για αυτό το λόγο η μαμά είναι στενοχωρημένη.” Ή “θυμάμαι διάφορα πράγματα που έκανα με τη θεία μου και για αυτό το λόγο μπορεί να φαίνομαι αφηρημένη ή να μην ακούσω κάτι που θα μου πείτε”. Ή “μερικές φορές και οι μεγάλοι στενοχωριούνται τόσο πολύ αν πεθάνει κάποιος αγαπημένος τους ώστε κλαίνε”. Το να μιλήσουμε στα παιδιά με έννοιες όπως “έφυγε, πήγε στον ουρανό, κοιμήθηκε, έγινε άγγελος” δημιουργεί ασάφειες και παρερμηνείες που πιθανόν περισσότερο να αναστατώσουν τα παιδιά παρά να τα βοηθήσουν να κατασκευάσουν ένα γνωσιακό σύστημα που να χωράει την έννοια του θανάτου.
Επομένως, είναι σημαντικό να διερευνήσουμε τί γνωρίζουν για το θάνατο και τί πιστεύουν για αυτόν. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαίο να έχουμε αφήσει τα παιδιά να έρθουν σε επαφή με το θάνατο σε ήπια στρεσογόνες καταστάσεις (ένα πουλάκι, ένα ζώο στη φύση, ένα κατοικίδιο, ένας μακρινός συγγενής) η απώλεια του οποίου δε θα μας αναστατώσει σε βαθμό αποδιοργάνωσης αλλά θα επιτρέψει την επεξεργασία του ζητήματος με τα παιδιά μας. Επίσης, μπορούμε ανάλογα με το ηλικιακό και εξελικτικό στάδιο κάθε παιδιού να κάνουμε δραστηριότητες μαζί του ώστε να το βοηθήσουμε να συλλάβει περισσότερο την έννοια του θανάτου (π.χ. ζωγραφική, παιχνίδι με κούκλες ή στρατιωτάκια, ιστορίες με ζώα, γράμμα στο άτομο που πέθανε κ.α.). Είναι σημαντικό τόσο για τα παιδιά όσο και για εμάς τους ίδιους να τολμήσουμε να πούμε το “δεν ξέρω” όταν πράγματι δεν ξέρουμε κάτι, π.χ. πού πάει κάποιος όταν πεθαίνει;
Να τονίσουμε ότι τα παιδιά απαντούν στα δικά μας συναισθήματα, παρατηρούν και αντιλαμβάνονται πολύ καλά τις συναισθηματικές μας καταστάσεις και επηρεάζονται από αυτές. Συνεπώς, είναι ύψιστης σημασίας εμείς οι ίδιοι να μη φοβηθούμε τα συναισθήματά μας αλλά να τα αναγνωρίσουμε και να αφήσουμε τον εαυτό μας να έρθει σε επαφή με αυτά χωρίς να φοβόμαστε ότι μπορεί αυτό να απειλήσει την ψυχική υγεία του παιδιού. Περισσότερο απειλητικό θα ήταν να καταπνίξουμε τα συναισθήματά μας και τον πόνο μιας απώλειας με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δηλαδή, ευερεθιστότητα, απάθεια, περιπεπλεγμένο πένθος, εμφάνιση σωματοψυχικών διαταραχών και άλλων ιατρικών καταστάσεων καθώς επίσης και εσφαλμένα μηνύματα προς τα παιδιά σε σχέση με τη ζωή και τη διαχείριση δυσάρεστων καταστάσεων. Είναι πολύ σπουδαίο δίδαγμα να δείξουμε στα παιδιά ότι ο πόνος είναι μέσα στη ζωή και μπορεί κάποτε να είμαστε βαθιά στενοχωρημένοι για κάποιο λόγο, αφού υπάρχουν πράγματα που υπερβαίνουν των δυνάμεών μας, ωστόσο μπορούμε να επιβιώσουμε αυτής της συνθήκης, να τη μεταβολίσουμε ψυχικά και να προχωρήσουμε μαζί με αυτή την απώλεια.
Η επεξεργασία του τραυματικού συμβάντος γίνεται σε ώσεις, πράγμα που σημαίνει ότι η ωδίνη έρχεται σε κύματα με τρόπο προστατευτικό προς τον οργανισμό μας και την ψυχική μας συγκρότηση. Συνεπώς δε χρειάζεται να φοβόμαστε ότι μία στιγμή εκτόνωσης ή έντονης συναισθηματικής εκφόρτισης θα είναι οριστική ακόμη και αν εκείνη τη στιγμή μας μοιάσει κατακλυσμιαία. Ας μην ξεχνάμε ότι μπορούμε, και είναι σημαντικό, να επιτρέψουμε την υποστηρικτική παρουσία κάποιου άλλου ενήλικα που εμπιστευόμαστε με τα παιδιά μας και ο οποίος δεν βιώνει τόσο έντονα τη δική μας απώλεια ώστε να πάρουμε κάποιες φορές το χρόνο μας να θρηνήσουμε ελεύθερα το άτομο που φεύγει ως φυσική παρουσία από τη ζωή μας. Σαφώς, δεν απομακρύνουμε τα παιδιά από το οικείο περιβάλλον τους, μόνο υποστηρίζουμε τον πενθούντα στην πορεία του να αναλάβει και πάλι τον έλεγχο της καθημερινότητάς του.
Παιδί και νεκρώσιμα τελετουργικά
Ένα ακόμη ζήτημα που ανακύπτει στις περιπτώσεις που το παιδί είχε σχέση με τον θανόντα είναι το μυστήριο της κηδείας και αν το παιδί είναι σκόπιμο να παραβρεθεί στην τελετή. Η απάντηση δίνεται σε συνάρτηση με την ηλικία και τη βούληση του παιδιού, η οποία ενδεχομένως επηρεάζεται από τη σχέση του με τον θανόντα. Σίγουρα, στις μικρές ηλικίες αποφεύγουμε την παρουσία των παιδιών ενώ στις μεγαλύτερες αυτή έχει νόημα καθώς τα τελετουργικά συντελούν εκτός των άλλων και στην αφομοίωση του συμβάντος. Στην περίπτωση που το παιδί παραβρεθεί είναι καλό να βρίσκεται διαρκώς μαζί του κάποιος ενήλικας που το παιδί γνωρίζει και εμπιστεύεται και ο οποίος θα αναλάβει το ρόλο να υποστηρίξει το παιδί, άρα δε θα είναι αποδιοργανωμένος ή έντονα φορτισμένος από το συμβάν του θανάτου. Επίσης, χρειάζεται το παιδί να είναι προστατευμένο από έντονες συναισθηματικές εκδηλώσεις και εικόνες που μπορεί να το τραυματίσουν ψυχικά και να έχουμε ενημερώσει το παιδί για το τι πρόκειται να λάβει χώρα ώστε να είναι προετοιμασμένο, αλλά και ενήμερο προτού επιλέξει την παρουσία του ή όχι.
Τέλος, είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε ότι μέλημά μας ως γονείς δεν είναι να αποτρέψουμε για το παιδί μας την επαφή με δυσάρεστες καταστάσεις αλλά να είμαστε κοντά του, να του δείξουμε ότι αυτές υπάρχουν χωρίς να μας απειλούν ολοκληρωτικά και να το στηρίξουμε να αναπτύξει τις ψυχικές στρατηγικές του ώστε μέσα από αυτές να εξελίσσεται ψυχικά παρά να καθηλώνεται. Όπως σε κάθε περίπτωση, το “μυστικό” είναι να είμαστε ειλικρινείς και διαθέσιμοι.