Αποφάσισα να γράψω για τις συνέπειες της υπερπροστασίας, όταν την προηγούμενη εβδομάδα ήμουνα στο πάρκο όπου δυο μητέρες μεγάλων παιδιών, περίπου 6-7 χρονών, κάνανε τα παιδιά τους κούνια στις μωρουδιακές κούνιες, και δεν τα αφήνανε να σκαρφαλώσουνε τα σχοινιά για να κάνουνε τσουλήθρα.
Το πρώτο συναίσθημα ήτανε αγανάκτηση για τα παιδιά αυτά που δεν ήτανε ελεύθερα να παίξουνε και να τρέξουνε όπως αυτά θα θέλανε. Σκέφτηκα μετά, πόσο σύνηθες είναι αυτό στη χώρα μας, πόσο συχνά ακούμε γονείς να φωνάζουνε, “μην τρέχεις θα χτυπήσεις”, “μη σκαρφαλώσεις θα πέσεις”, “πρόσεχε είναι επικίνδυνο”
Και πόσο πιο σπάνια ακούς ένα γονιό να παρακινεί το παιδί του να τολμήσει να κάνει καινούργια πράγματα, να του πει “μην φοβάσαι, προσπάθησε θα τα καταφέρεις”!
Άραγε, σκέφτομαι, ξέρουνε οι υπερπροστατευτικοί γονείς τις συνέπειες της συμπεριφοράς τους στο παιδί; Θέλω να πιστεύω πως όχι. Θέλω να πιστέψω πως αν ξέρανε πως το παιδί τους θα μεγαλώσει με φοβίες, με χαμηλή αυτοπεποίθηση και πως θα γίνει ένας άβουλος ενήλικας, θα αλλάζανε την γονική τους συμπεριφορά.
Οι υπερπροστατευτικοί γονείς γενικά θέλουνε και επιθυμούν αν γίνεται, το παιδί τους να μη βιώσει στενοχώρια, δυστυχία, πόνο, απόρριψη, αρνητικές εμπειρίες, γενικά αρνητικά συναισθήματα, αποτυχία και απογοήτευση. Οι ίδιοι θεωρούν πως με αυτόν το τρόπο προστατεύουν το παιδί τους.
Δεν αντιλαμβάνονται πως ακριβώς την ίδια στιγμή, του στερούν τις βασικές δεξιότητες που χρειάζεται να μάθει, και τόσο έχει ανάγκη, ώστε να δημιουργήσει μια υγιή προσωπικότητα και να μπορεί να αντιμετωπίζει τα προβλήματα στη ζωή του. Λέγοντας στο παιδί συνέχεια όχι, ή απαγορεύοντας καινούργια πράγματα, ή δραστηριότητες της ηλικίας του, όπως, π.χ. να μάθει ποδήλατο με 2 ρόδες, ασυνείδητα περνάνε μήνυμα πως “ο κόσμος δεν είναι ασφαλής και θα πρέπει πάντα να φοβάσαι”, και “δεν σε εμπιστεύομαι, διότι δεν είσαι ικανός να τα καταφέρεις”.