Ο γιος του ανθρώπου που «χιόνισε» όλη την υφήλιο με κοκαΐνη αποκαλύπτει στο βιβλίο του άγνωστα περιστατικά από την ζωή του δίπλα στον μεγαλύτερο ναρκέμπορο του κόσμου
Επιμέλεια: Διονύσης Θανάσουλας
Οι όποιοι «δαίμονες» κυνηγούν στον Σεμπαστιάν Μαροκέν η Χουάν Πάμπλο Εσκομπάρ όπως είναι το πραγματικό του όνομα, είναι αμφίβολο αν θα εξαφανιστούν ποτέ από την ζωή του.
Ο γιος του μεγαλύτερου ναρκοβαρώνου που γνώρισε ο κόσμος, αναγκάστηκε να φύγει από την Κολομβία, να αλλάξει το όνομά του, να μετοικήσει στην Αργεντινή και να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή.
Στο βιβλίο του με τίτλο «Πάμπλο Εσκομπάρ: Ο πατέρας μου» που κυκλοφορεί αυτή την εβδομάδα ξετυλίγει άγνωστα περιστατικά από την ζωή του δίπλα στον άνθρωπο που ξεκίνησε σαν ένας χωριάτης.
Το υπογράφει με το όνομα που άφησε πίσω του, όταν η «αυτοκρατορία» του πατέρα του που έστησε το καρτέλ του Μεδεγίν, τελείωσε με την εκτέλεσή του από τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας στις 2 Δεκεμβρίου του 1993, και τις φωτογραφίες με το ξυπόλητο πτώμα του να κάνουν το γύρο του κόσμου.
Ήταν η μέρα που ο Χουάν Πάμπλο Εσκομπάρ μεγάλωσε απότομα…
Εμφύλιος μέσα στην οικογένεια
Στα πρώτα τρία κεφάλαια του βιβλίου ο γιος του ναρκέμπορου που έγινε μύθος και ειδικά φέτος ο ματωμένος μύθος του ξαναζεί μέσα από δύο τουλάχιστον τηλεοπτικές σειρές-το «Narcos» και το «Pablo Escobar»-ξεδιπλώνει τον εμφύλιο πόλεμο μέσα στους κόλπους της οικογένειας.
Έναν πόλεμο με πολλούς πρωταγωνιστές όπως τον Ρομπέρτο Εσκομπάρ θείο και αδερφό του Πάμπλο, την θεία του Άλμπα Μαρίνα, την γιαγιά του και άλλους
Αρχικά όμως περιγράφει την δυσκολία να θάψουν τον πατέρα του σε ένα κοιμητήριο του Μεδεγίν.
«Σ’ εκείνο το νεκροταφείο η γιαγιά Ερμίλδα είχε δυο κομμάτια γης κι εκεί
αποφασίσαμε να θάψουμε τον πατέρα μου και τον Άλβαρο δε Χεσούς Αγουδέλο, τον τελευταίο του σωματοφύλακα, του οποίου το ψευδώνυμο ήταν «Λιμόν» (σ.σ. Λεμόνι).
Αφού εκτιμήσαμε τους κινδύνους της παρουσίας μας στην ταφή, για πρώτη φορά παρακούσαμε μια παλιά εντολή του πατέρα μου: «Όταν πεθάνω να μην πάτε στο νεκροταφείο γιατί μπορεί κάτι να σας συμβεί». Και πρόσθεσε ότι δεν ήθελε να του πηγαίνουμε λουλούδια ούτε να επισκεπτόμαστε τον τάφο του. Η μητέρα μου όμως είπε πως θα πήγαινε στο Μεδεγίν παρά την επιθυμία του Πάμπλο. «Τότε, λοιπόν, πάμε όλοι κι ας μας σκοτώσουν», είπα και νοικιάσαμε ένα μικρό αεροπλάνο για να πάμε στο Μεδεγίν με δυο σωματοφύλακες που όρισε η Εισαγγελία.
Τελικά ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί δεν επέτρεψε στον γιο να τον αποχαιρετήσει, αφού εκτός των άλλων, υπήρχε κίνδυνος για την ζωή του ίδιου, της μητέρας του και της αδερφής του, εξαιτίας ενός άλλου πολέμου που μαινόταν ανάμεσα στα καρτέλ ναρκωτικών του Κάλι και του Μεδεγίν.
Η οικογένεια του Εσκομπάρ φυλασσόταν καθημερινά από δεκάδες πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών της Κολομβίας και ζούσε πλέον σε ένα ξενοδοχείο, αφού κανένα σπίτι της οικογένειας δεν ήταν πια ασφαλές.
Όταν τα χρήματα άρχισαν να τελειώνουν ο Χουάν στέλνει την θεία του Άλμπα Μαρίνα στο λεγόμενο «Γαλάζιο Σπίτι», προκειμένου να πάρει μέσα από δύο κρύπτες ένα ποσό που αντιστοιχούσε σε κάποιες δεκάδες εκατομμύρια δολάρια.
Η θεία πηγαίνει αλλά όταν επιστρέφει, δηλώνει απογοητευμένη ότι τα χρήματα που βρήκε ήταν πολύ λίγα, κάτι που θα αποδειχτεί ψέμα όταν ο Χουάν Εσκομπάρ θα δεχθεί την επίσκεψη του El Gordo (σ.σ. Ο χοντρός), του ανθρώπου που βοήθησε την θεία του να τα φορτώσει στο αυτοκίνητό της.
Όταν του λέει την εκδοχή της θείας ο συνεργάτης του πατέρα του ξεσπάει: «Ψέμματα! Εγώ ο ίδιος την βοήθησα να βάλει στο αμάξι εκείνο το βουνό από λεφτά. Γέμισε τόσο που κάθισαν τα πίσω λάστιχα. Ορκίζομαι ότι τα πήρε όλα η θεία σου κι αν θέλεις κάθομαι να την φωνάξεις για της το πω κατάμουτρα!».
Η εντολή δολοφονίας
Ο Πέπε Καστάνιο ναρκέμπορος και πρώην συνεργάτης του Πάμπλο Εσκομπάρ, ήταν ο άνθρωπος που τον κυνήγησε μέχρι τον θάνατό του και αυτός που είχε διατάξει την δολοφονία της γυναίκας του και των δύο παιδιών.
Όπως γράφει ο Χουάν Πάμπλο Εσκομπάρ στο βιβλίο του που κυκλοφορεί αυτή την εβδομάδα από τις εκδόσεις «Μίνωας» για τα σχέδια του Καστάνιο τους ενημέρωσε ο Φάμπιο Οτσόα Ρεστρέπο, όταν τους επισκέφθηκε στο συγκρότημα Τεκεντάμα στις 5 Δεκεμβρίου του 1993, τρεις ημέρες μετά την εκτέλεση του Πάμπλο Εσκομπάρ.
Χρειάστηκε να παρέμβει η μητέρα του με μια επιστολή στον Καστάνιο για να τονίσει ο τελευταίος με γράμμα του, ότι δεν σκόπευε ποτέ να τους πειράξει. Όπως αποκαλύπτει ο συγγραφέας ο Καστάνιο τους επέστρεψε και κάποια έργα τέχνης που είχαν κλέψει οι άνδρες του σε ένα από τα δεκάδες καταφύγια που διατηρούσε ο Εσκομπάρ, ανάμεσά τους και τον πίνακα του Σαλβαδόρ Νταλί «Rock ‘n’ Roll».
Τα προβλήματα όμως δεν έλεγαν να τελειώσουν, ειδικά από τα πρώην πρωτοπαλίκαρα του Πάμπλο που είχαν μπει στην φυλακή και παρακαλούσαν τον γιο του να τους βοηθήσει με λεφτά.
Ο Χουάν έκανε πολλές επισκέψεις σε σωφρονιστικά ιδρύματα για να μιλήσει μαζί τους, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι όλο και κάποιος αρχηγός καρτέλ, ζητούσε λεφτά που του χρωστούσε ο πατέρας του.
Ένας από αυτούς ήταν ο Λεονίδα Βάργκας, ένας μυθικός capo από την Κακετά, ο οποίος για χρέος 1.000.000 δολαρίων πληρώθηκε με ένα αεροπλάνο από τα δεκάδες που είχε ο Εσκομπάρ την εποχή της παντοδυναμίας του.
Η συνάντηση με τον επίσης φυλακισμένο έμπορο ναρκωτικών Ιβάν Ουρντινόλα αποδείχτηκε εφιαλτική για τον υιό Εσκομπάρ, όταν του ζητάει να μεταβεί στο Κάλι για να συναντήσει τον Δον Χιλμπέρτο που κινούσε πλέον όλα τα νήματα.
Ο Χουάν Πάμπλο του λέει ότι αν πάει στο Κάλι θα γυρίσει μέσα σε πλαστική σακούλα και αυτόματα ο Ουρντινόλα ξεσπάει ουρλιάζοντας:«Και ποιος νομίζεις ότι είσαι για να μην πας στο Κάλι; Αυτοί που σε φρουρούν είναι μιλημένοι, έτοιμοι να σε καθαρίσουν, το μόνο που περιμένουν είναι να τηλεφωνήσουμε για να δώσουμε τη διαταγή. Τι νομίζεις ότι κοστίζει να σε σκοτώσουν; Νομίζεις ότι οι φυγόδικοι ζητάνε πολλά για να σε καθαρίσουν; Τριακόσια εκατομμύρια αξίζεις κι άμα θέλεις φωνάζουμε τώρα τα παλικάρια και σου τινάζουν τα μυαλά στον αέρα. Άντε, φεύγα απο δω, καριόλη, γιατί θέλω να τον βάλω στην κυρά μου τώρα».
Τελικά ο γιος του Εσκομπάρ δεν χρειάστηκε να πάει στο Κάλι, γιατί πολύ απλά, ο Δον Χιλμπέρτο Ροδρίγκες και οι υπόλοιποι βαρόνοι του ναρκεμπορίου δεν θέλανε καν να μιλήσουν μαζί του.
Η αρπαγή της περιουσίας του Εσκομπάρ
Το θεωρούσαν ένα παιδί 17 χρονών μια «πάπια» που δεν ήταν άντρας, οπότε μέσω ενός μακρινού συγγενή που ανακάλυψαν στην Αμερική ζήτησαν να εκπροσωπήσει την οικογένεια η μητέρα του, σε μια δραματική συνάντηση στο Κάλι.
Η Μαρία Βιτόρια Ενάο Εσκομπάρ πήγε στην συνάντηση ντυμένη στα μαύρα, μόνη της απέναντι σε σαράντα άνδρες την ελίτ των εμπόρων ναρκωτικών της Κολομβίας, οι οποίοι μόνο φιλικά διακείμενοι δεν ήταν απέναντί της, ειδικά μετά τα πρώτα της λόγια.
«Κοιτάξτε, κύριοι, τον πόλεμο τον χάσαμε. Βρισκόμαστε εδώ για να επιτύχουμε μια συμφωνία και να σώσω τη ζωή μου και τη ζωή των παιδιών μου, την οικογένεια Εσκομπάρ, τους δικηγόρους μας και γενικότερα τους ανθρώπους του Πάμπλο Εσκομπάρ».
Η επίθεση όχι εναντίον της αλλά κατά του νεκρού συζύγου της, των αδερφών του και άλλων συγγενών ήταν απίστευτης έντασης από όλους τους παριστάμενους.
Κάποιοι από αυτούς είχαν απαχθεί από τον Εσκομπάρ, σε άλλους είχε σκοτώσει τα αδέρφια τους, είχε κάψει τα σπίτια τους και τους είχε αναγκάσει να εγκαταλείψουν την Κολομβία.
Η απόφασή τους ήταν να ζήσουν όλοι εκτός από τον Χουάν ενώ η οικογένεια Εσκομπάρ έπρεπε να καταβάλλει ως αποζημίωση για τον πόλεμο ανάμεσα στο καρτέλ του Μεδεγίν και στο καρτέλ του Κάλι που είχε αρχίσει ο Πάμπλο, ποσό 120.000.000 δολαρίων.
Η Μαρία Βιτόρια έκλαιγε για πάνω από δέκα ώρες μέχρι να επιστρέψει στο Μεδεγίν και τις επόμενες εβδομάδες μαζί με δικηγόρους και συμβολαιογράφους προσπάθησε να αποτιμήσει την περιουσία του νεκρού συζύγου της.
Αυτό κατέστη δυνατό μόνο για το 30% και αυτό σε ακίνητα, αεροπλάνα, σκάφη αναψυχής, πανάκριβα αυτοκίνητα, μηχανές και έργα τέχνης τα οποία στάλθηκαν με λίστες στους υποψήφιους νέους ιδιοκτήτες τους.
Έγιναν πολλές συναντήσεις και στην τελευταία, όταν όλα πια είχαν μοιραστεί ο Ροδρίγκες είπε μια φράση που έμεινε για πάντα στην ιστορία: «Ότι και να γίνει από τώρα και στο εξής στην Κολομβία δεν θα ξαναγεννηθεί τίγρη σαν τον Πάμπλο Εσκομπάρ».
Στην επόμενη συνάντηση έπρεπε πλέον να παραστεί και ο Χουάν Πάμπλο κατά απαίτηση των αρχηγών από το καρτέλ του Κάλι. Έπρεπε να τους πείσει ότι δεν είχε σκοπό να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του και ότι θα έμενε μακριά από το εμπόριο ναρκωτικών.
Πήγε νοιώθοντας ότι μπορεί και να μην επέστρεφε ζωντανός, μαζί με την μητέρα του, όμως το πρώτο σοκ ήρθε, όταν βρέθηκε σε μια αίθουσα έχοντας απέναντι την γιαγιά του και μητέρα του πατέρα του μαζί με μια θεία του επίσης αδερφή του πατέρα του, έναν θείο του και ένα ξάδερφό του.
Η αποκάλυψη ήταν συγκλονιστική. Οι πιο στενοί συγγενείς του Πάμπλο Εσκομπάρ είχαν προστρέξει στο καρτέλ του Κάλι για κληρονομικά ζητήματα που αφορούσαν μόνο την οικογένεια και ποιος ξέρει για τι άλλο.
Ακολούθησε ενώπιον τριών ναρκοβαρώνων η μικρής διάρκειας ομιλία του Χουάν Πάμπλο, που ξεκαθάρισε ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να ακολουθήσει έναν δρόμο πολύ διαφορετικό από αυτόν του πατέρα του.
«Κύριοι, ήρθα εδώ γιατί θέλω να σας διαβεβαιώσω πως δεν έχω καμιά απολύτως πρόθεση να εκδικηθώ τον θάνατο του πατέρα μου. Αυτό που θέλω να κάνω και το ξέρετε είναι να φύγω από τη χώρα για να σπουδάσω και να έχω άλλες ευκαιρίες, διαφορετικές απ’ αυτές που μου δίνονται εδώ. Η πρόθεσή μου είναι να μη μείνω στην Κολομβία, για να μην ενοχλώ κανέναν, αλλά νιώθω πως είναι αδύνατο να το πραγματοποιήσω, γιατί εξαντλήσαμε όλες τις εναλλακτικές για να βρούμε μια λύση. Για μένα είναι ξεκάθαρο πως, αν θέλω να παραμείνω ζωντανός, θα πρέπει να φύγω από τη χώρα».
Πριν γίνει αυτό πήγε μαζί με την μητέρα του συνοδεία δεκάδων μυστικών αστυνομικών στην Χασιέντα «Νάπολη» τον ιδιωτικό παράδεισο του Πάμπλο Εσκομπάρ, εκεί όπου κάποια στιγμή απασχολούνταν σε ημερήσια βάση χίλια εφτακόσια άτομα!
Τίποτε όμως δεν ήταν όπως παλιά. Η ζούγκλα και τα τροπικά φυτά είχαν εισβάλλει μέσα στα οικήματα και η εικόνα της εγκατάλειψης ήταν κάτι παραπάνω από έντονη.
Ο αδιάλλακτος Πάμπλο
Στα τέλη Αυγούστου του 1994 είχαμε παραχωρήσει το σύνολο της περιουσίας που είχε αφήσει ο πατέρας μου, εκτός από τα κτίρια Ντάλας, Μόνακο και Όβνι, που σύμφωνα με τα συμφωνημένα ήταν της αδερφής μου και δικά μου. Εξακολουθούσαν να υπάρχουν κάποιες αμφιβολίες για το πού ανήκε ένα αεροπλάνο κι ένα ελικόπτερο του πατέρα μου και γι’ αυτό οι κάπο του Κάλι όρισαν καινούργιο ραντεβού με τη μητέρα μου για μια συνάντηση στην πόλη.
Εκείνη ταξίδεψε ως εκεί και διαπίστωσε πως το κλίμα σχετικά μ’ εμάς είχε
αλλάξει ριζικά.
Η συνάντηση έγινε με περίπου τριάντα άτομα, σχεδόν τα ίδια όπως την
πρώτη φορά, στις αρχές του χρόνου. Τελικά, όταν το ζήτημα των αεροσκαφών λύθηκε, ο Μιγκέλ Ροντρίγκες ρώτησε τη μητέρα μου γιατί δεν προσπάθησε να τους πλησιάσει νωρίτερα, θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί έτσι ο πόλεμος με τον πατέρα μου.
«Ναι, είχα την επιθυμία να το κάνω, αλλά ο Πάμπλο δεν θέλησε να μ’
ακούσει. Σας θυμίζω, κύριοι, πως κάποτε εντόπισα τον κουνιάδο ενός ανιψιού μου στην Παλμίρα, σωματοφύλακα ενός από σας, και του ζήτησα να επιδιώξει μια προσέγγιση για να μιλήσουμε. Η απάντηση ήταν θετική. Τότε ενημέρωσα τον Πάμπλο και του είπα επίσης πως καιρό τώρα αναζητούσα επαφές με τους ανθρώπους του Κάλι και είχε πια σχεδόν οριστεί μια συνάντηση, γιατί ανησυχούσα πολύ για τα παιδιά μου. Εκείνος όμως μου είπε πως ήμουν τρελή, πως δεν θα με άφηνε ποτέ να έρθω στο Κάλι. Για να πας εσύ στο Κάλι, εγώ θα πρέπει να είμαι πεθαμένος είπε και πρόσθεσε πως ήμουν πολύ αφελής, πως ήμουν άκακη, πως δεν ήξερα πώς είναι η ζωή και πως οι εχθροί του θα με έστελναν πίσω τυλιγμένη σε συρματόπλεγμα.
Τελικά ο πατέρας μου είχε δίκιο σ’ ένα πράγμα: πως θα έπρεπε να είναι
πεθαμένος για να μπορέσει η μητέρα μου να πλησιάσει τους εχθρούς του και να ζήσει για να το αφηγηθεί.