Λίγα παιδιά (και, μαζί τους, λίγοι γονείς) βγαίνουν «αλώβητα» απ’ την εφηβεία και τα… συναισθηματικά συμπαρομαρντούντα της. Καυγάδες από το μηδέν, αψυχολόγητες αντιδράσεις, πόρτες που κλείνουν και κλειδώνουν, ακουστικά που καρφώνονται στ’ αυτιά, επαναστατημένα πνεύματα, απομάκρυνση, εσωστρέφεια…
Παραγράφους επί παραγράφων θα μπορούσαμε να γράψουμε για τα «συμπτώματα» της εφηβείας, για τα συμπεριφορικά ίχνη που αφήνει η αναζήτηση ταυτότητας στους εφήβους. Επειδή όμως έχουμε ήδη γκρινιάξει επί του θέματος, τώρα προσπαθούμε να αναζητήσουμε και να αντιληφθούμε τις αιτίες που οδηγούν στην ίσως πιο ανησυχητική για τους γονείς εφηβική συνήθεια: την απομόνωση, την εσωστρέφεια, την τάση να μην μοιράζονται και να σε οδηγούν σε τρελές σκέψεις («Τι της συμβαίνει;», «Γιατί κλαίει;», «Γιατί δεν μου μιλάει;», «Τι έχω κάνει λάθος;», «Μήπως παίρνει ναρκωτικά;», «Μήπως έμπλεξε πουθενά;», «Μήπως έχει νευρική ανορεξία/ βουλιμία/ κατάθλιψη/ στρες;»).
Γιατί, λοιπόν, ο έφηβος κλείνεται στον εαυτό (και, ενίοτε, το δωμάτιό) του;
Φοβάται την αντίδρασή μας
Όπως εύστοχα επισημαίνει η Dr. Lisa Damour, κλινική ψυχολόγος και συγγραφέας σχετικού με την εφηβεία best seller, σε άρθρο της στους New York Times «Τα παιδιά μας συχνά μας ξέρουν καλύτερα απ’ όσο ξέρουμε εμείς τον εαυτό μας, αφού έχουν περάσει την ως τώρα ζωή τους μελετώντας τις αντανακλαστικές αντιδράσεις μας. Αν το παιδί νιώσει άσχημα επειδή απέτυχε σ’ ένα τεστ, αλλά γνωρίζει ότι λέγοντάς σας κάτι τέτοιο, θα του πείτε ότι έπρεπε να διαβάσει περισσότερο, πιθανότατα θα χάσει κάθε διάθεση να το μοιραστεί μαζί σας».
Αν υποψιάζεστε ότι η αντίδρασή σας μπορεί να μπαίνει εμπόδιο στην επικοινωνία σας με το παιδί, προσπαθήστε να το προσπελάσετε, ούτως ώστε να μπορέσει να μοιραστεί όσα του συμβαίνουν χωρίς να νιώθει διαρκώς αμυντικά. Ένα απλό και ειλικρινές «Φοβάσαι πώς θα αντιδράσω;» μπορεί να ξεκινήσει έναν υγιή κι εποικοδομητικό διάλογο.
Προβλέπει τις επιπτώσεις
Ένα παιδί στην εφηβεία, που έκανε κάτι απ’ αυτά που βρίσκονται στη λίστα των γονεϊκών απαγορεύσεων, μπορεί να προβλέψει ποιες συνέπειες θα έχει η πράξη του. Ξέρει ότι πιθανότατα θα θυμώσετε, θα αγχωθείτε και θα επιβάλλετε νέους κανόνες ή αυστηρότερα όρια και απαγορεύσεις. Αν δεχθεί παρενόχληση στον δρόμο, μπορεί να το αποκρύψει γιατί θα του απαγορεύσετε, για παράδειγμα, να κυκλοφορεί στην τάδε περιοχή ή την τάδε ώρα. Αν συμβεί ένα σεξουαλικό ατύχημα, μπορεί να επιλέξει να μην το μοιραστεί μαζί σας, για να διασώσει τη σχέση του απ’ τις πιθανές απαγορεύσεις σας.
Ο γονιός έχει κάθε δίκιο ν’ ανησυχεί και να σταθμίζει τους κινδύνους. Έχει επίσης κάθε δίκιο να επιβάλλει κανόνες (πώς να μεγαλώσεις ένα ισορροπημένο –κι ασφαλές!- παιδί χωρίς όρια;). Η ψυχολόγος τονίζει στο άρθρο της ότι «ακόμα και τα καλύτερα παιδιά θα κάνουν χαζομάρες στην εφηβεία». Δεν μπορούμε να αποφύγουμε το να γινόμαστε επικριτικοί, ακόμη κι αυστηροί, μπορούμε όμως να έχουμε πάντα κατά νου ότι τόσο τα παιδιά όσο και οι ενήλικες φέρονται ανώριμα από καιρού εις καιρόν και ότι χρειάζονται τη στήριξή μας ακόμα κι όταν τα ‘χουν θαλασσώσει.
«Δεν σου λέω, γιατί θα το πεις»
Οι έφηβοι συχνά ανησυχούν ότι μπορεί να επαναλάβετε όσα σας λένε. Αυτό που στον εφηβικό μικρόκοσμο του παιδιού είναι επτασφράγιστο μυστικό, μπορεί για εσάς να είναι απλώς μια πληροφορία που με ευκολία θα μοιραστείτε με άλλες μαμάδες ή συγγενείς.
Η Lisa Damour γράφει σχετικά: «Πιστεύω ότι είναι δίκαιο κι ευγενικό να παρέχουμε στα παιδιά μας εμπιστευτικότητα. Τους αξίζει να έχουν ένα μέρος όπου θα μπορούν να επεξεργαστούν και να μοιραστούν ευαίσθητες λεπτομέρειες αναφορικά με τον εαυτό ή τις παρέες τους. Οι γονείς, όπως και οι ψυχοθεραπευτές, μπορούν να θέσουν τα όριά τους σχετικά με το τι είναι ιδιωτική υπόθεση και τι όχι. Οι έφηβοι είναι συνήθως λογικοί: περιμένουν από έναν ενήλικα να αντιδράσει άμεσα όταν κάποιος βρίσκεται σ’ αληθινό κίνδυνο. Πρέπει να βοηθήσουμε τους εφήβους να μιλούν πιο ανοιχτά κάνοντας σαφές ότι, εκτός κι αν κάτι πραγματικά κακό κι επικίνδυνο συμβαίνει, θα κρατήσουμε ασφαλή τα μυστικά τους και θα στηρίξουμε τόσο εκείνους όσο και τους φίλους τους.»
Δεν έχει πραγματικά ανάγκη αυτήν την κουβέντα
Η ψυχολόγος γράφει πως «συνήθως, η ψυχική υγεία είναι σαν τη σωματική: οι υγιείς άνθρωποι αρρωσταίνουν, αλλά αναρρώνουν». Γιατί έχει σημασία αυτό; Γιατί, ίσως πρέπει να αντιμετωπίζουμε με λιγότερο άγχος τις δύσκολες φάσεις που περνούν τα παιδιά μας. Εννοείται πως αν ο γονιός παρατηρεί ένα μοτίβο άγχους, θλίψης ή θυμού που δεν αλλάζει ή γιγαντώνεται, πρέπει να δραστηριοποιηθεί. Ενδέχεται, όμως, το παιδί να είναι απλά μελαγχολικό –η εποχική μελαγχολία τους «χτυπάει» όλους- και η κακή αυτή φάση να παρέλθει σύντομα.
Μπορεί, λοιπόν, ένα παιδί που κουβαλά μια κάποια στεναχώρια, να επιλέξει να μην τη μοιραστεί με τους γονείς του, για να αποφύγει κουβέντες «δραματικότερες» απ’ το αναγκαίο. Μπορεί, όπως κι ένας οποιοσδήποτε ενήλικας, να προτιμά ησυχία και όχι πολλές κουβέντες όταν έχει τις μαύρες του.
Ας μην γινόμαστε πιεστικοί κι ας έχουμε πίστη στη δουλειά που τόσα χρόνια κάναμε για τη σχέση με τα παιδιά μας –λογικά, θα ζητήσουν τη βοήθειά μας όταν όταν νιώσουν ότι τη χρειάζονται πραγματικά.