Περιμένοντας στην ουρά του ταμείου ενός καταστήματος, ακούω συνομιλία δύο γυναικών, ακριβώς μπροστά μου. Δεν είχαν και καμία διάθεση να μην ακουστούν, το αντίθετο θα έλεγα.
Έγκυος η μία, νεαρή μαμά, όπως ανακάλυψα μετά, η άλλη. Η νεαρή μαμά έλεγε στην έγκυο ότι έχει προτεραιότητα και να το ζητάει πάντα, έτσι έκανε και εκείνη – τίποτα κακό ως εδώ. Όσο πλήρωνε η έγκυος, εμφανίστηκαν παιδιά και σύζυγος της νέας μαμάς, που κακώς μπήκαν μέσα στο κατάστημα γιατί τους το έχει απαγορεύσει, όπως μου είπε μετά. Το γιατί δεν το κατάλαβα ποτέ. Αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στη συνέχεια. Η νεαρή μητέρα έλεγε στα παιδιά της, τριών το αγοράκι, 1,5 το κοριτσάκι, να μην πειράζουν τα πράγματα στα ράφια και να πάνε έξω με τον μπαμπά τους να την περιμένουν. (Σε σχέση με τα δικά μου παιδιά πάντως, τα συγκεκριμένα παιδιά ήταν υπάκουα αγγελούδια με φωτοστέφανα, κατευθείαν από τον παράδεισο). Ο μικρός τότε, έκανε το έγκλημα να κρατήσει στα χέρια του ένα κοριτσίστικο πλαστικό ποτηράκι ΡΟΖ! Απορώ πώς δεν άνοιξε η γη κάτω από τα πόδια του, πώς δεν ήρθε η συντέλεια του κόσμου, η δευτέρα παρουσία και οι εφτά πληγές του Φαραώ, ταυτόχρονα. Η μαμά του, του είπε με επιτακτικό τρόπο, σαν να είχε πιάσει ακαθαρσίες τέλος πάντων, «άστο κάτω αυτό, είναι κοριτσίστικο, δεν το βλέπεις;» και άλλα πολλά. Συνέχισε να οδύρεται για αρκετά λεπτά, μέχρι που ανέλαβε ο μπαμπάς, πιο ήπια ομολογουμένως. Η μικρούλα, βλέποντας τον αδερφό της, όπως ήταν αναμενόμενο, πήρε και αυτή ένα ποτηράκι στα χέρια της και η μαμά για να τη συνετίσει της είπε το αμίμητο «άστο κάτω γιατί θα έρθει ο γύφτος να σε πάρει». Κάπου εκεί κοκάλωσα.
Δε μπορούσα να πιστέψω ότι δεν άκουσα μια τέτοια «φοβέρα» από μια γιαγιά 100 χρονών στο πέρα κατσικοχώρι τη δεκαετία του ’80, αλλά από μία νέα, μοντέρνα μαμά, στην Αθήνα, το Δεκέμβριο του ’16. Η αλήθεια είναι πως μέχρι να γίνω γονιός, δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία σε γονείς, παιδιά και συμπεριφορές. Τώρα πια παρατηρώ τα πάντα κυρίως για να παραδειγματίζομαι θετικά, διότι όπως είναι φυσικό δεν τα ξέρω όλα. Όμως είναι εντυπωσιακό εν έτει 2017 να ακούω γονείς αλλά και παππούδες να φοβερίζουν τα παιδιά τους – γιατί το περιστατικό στο σούπερ μάρκετ δεν ήταν το πρώτο. «Αν δεν κάνεις εκείνο θα σε πάρει ο γύφτος» – άρα ο γύφτος είναι κάτι μιαρό και παράλληλα αν δεν είσαι «καλός» κάποιος θα σε πάρει μακριά από του γονείς σου. Δηλαδή να νιώθει το παιδί μια μόνιμη ανασφάλεια ότι θα χάσει τους ανθρώπους που αγαπά αν πιάσει ένα ροζ ποτήρι/αν είναι άταχτος/αν λερωθεί/ αν κάνει δηλαδή ό,τι ΚΑΝΕΙ ένα παιδί σε αυτή την ηλικία. Άλλες προσφιλείς απειλές «θα σε πάρει ο παλιατζής», «θα σε πάρει η Μαριορή», «θα σε φάει ο κακός ο λύκος».
Φράσεις και απειλές που προκαλούν ενοχές ακόμα και για το φαγητό. «Αν δεν το φας όλο θα έρθει ο αστυνομικός», «ο κακός ο άνθρωπος» και τόσα ακόμα που μπορεί να δημιουργήσουν στο παιδί διατροφικές διαταραχές. Κι ακόμα φράσεις που παζαρεύουν την αγάπη, αυτό δηλαδή που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο και μη διαπραγματεύσιμο. «Αν δεν κάνεις εκείνο δεν θα σε αγαπώ», «αγαπώ περισσότερο την αδερφή σου που ήταν πιο ήσυχη», «ή επειδή ήσουν καλό παιδί, σήμερα θα σε αγαπώ». Παντού φόβος, τρομοκρατία και άσχημες εικόνες. Κι αυτό δεν είναι κάτι που συναντώ στα σούπερ μάρκετ στα πάρκα και στις πλατείες. Πολύ συχνά συμβαίνει και στο ίδιο μου το σπίτι. Σαν άνθρωπος που λείπω πολλές ώρες, λόγω δουλειάς, και αφήνω τα μικρά σε γιαγιάδες και παππούδες, κάθε φορά επιστρέφοντας παραλαμβάνω παιδιά που επαναλαμβάνουν τις φοβέρες που έχουν εισπράξει όλη μέρα κατά την απουσία μου. Είναι φυσικό όταν στον εγκέφαλό τους έχουν καταγραφεί όλες αυτές οι απαίσιες απειλές, να φαίνομαι γραφικός κάθε φορά που προσπαθώ να ακυρώσω μια φοβέρα, να απαγορεύσω τους διαχωρισμούς των εγγονιών όσον αφορά την αγάπη και την αποδοχή, να επισημάνω μια απαράδεκτη χειρονομία. Κατάντησε γραφική η καλή κουβέντα, η εξήγηση μια πράξης και των πραγματικών συνεπειών της.
Γιατί, άραγε, είναι τόσο δύσκολο να πεις σε ένα παιδί «αν πιεις παγωμένο νερό θα σε πιάσει ο λαιμός σου» από το να το απειλήσεις πως αν «πιει παγωμένο νερό θα το αγαπάς λιγότερο ή θα το πάρει ο μπαμπούλας»; Και η αγωνία μου είναι μία. Θα καταφέρω, άραγε, να ακουστώ στα παιδιά μου περισσότερο από όλους τους άλλους – όλους αυτούς που τους περιστοιχίζουν καθημερινά – όταν δεν μπορώ να είμαι μαζί τους 24 ώρες το 24ωρο;