Μετά τον εντυπωσιακό Δον Κιχώτη σε κόμικς του Rob Davis, οι εκδόσεις Χαραμάδα παρουσιάζουν το επόμενο βιβλίο του πολυβραβευμένου Βρετανού δημιουργού.
«Η Ωρα των Μαχαιριών» (μτφρ. Μαρία Χρίστου) είναι ένα ταξίδι προς την ενηλικίωση διάσπαρτο με τραυματικές στιγμές αλλά και λυτρωτικές ανατροπές.
Κάποιοι λένε πως η περίοδος της εφηβείας είναι ο αργός θάνατος της παιδικότητας και ο οδυνηρός τοκετός της ενηλικίωσης.
Μια βραδυφλεγής βόμβα που εκρήγνυται για χρόνια. Και τα αποτελέσματά της μένουν, πιθανώς, για πάντα χαραγμένα στη συνείδηση, στη μνήμη και στο σώμα.
Στην «Ωρα των Μαχαιριών» του Rob Davis, οι έφηβοι πρωταγωνιστές πασχίζουν να επιβιώσουν, κυριολεκτικά, σε έναν αλλόκοτο κόσμο που σε πρώτη ανάγνωση δεν θυμίζει σε τίποτα τον πραγματικό.
Τελικά, όμως, οι βασικές λειτουργίες του, οι συμπεριφορές των «μεγάλων», η αποξένωση, η έλλειψη κατανόησης, η συναισθηματική κενότητα έχουν τα ίδια θύματα:τους εφήβους που ακροβατούν ανάμεσα στην παρεξηγημένη παιδικότητα και την υπερτιμημένη «ωριμότητα» χωρίς καμιά χείρα βοηθείας.
Η τόλμη, η άγνοια κινδύνου και η έμφυτα ανατρεπτική τάση των εφήβων να αμφισβητήσουν την καθεστηκυία τάξη στο σπίτι τους, στο σχολείο τους, στην κοινωνία τους, στον κόσμο τους αποτελούν την προμετωπίδα του βιβλίου: «Κάλιο γαϊδουρογύρευε παρά γαϊδουρόδενε».
Θα μεσολαβήσουν σχεδόν 160 σελίδες μιας ντελιριακής πορείας και απόπειρας αποτροπής του αναπόφευκτου μέχρι την αντεστραμμένη φράση-επίλογο: «Κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε».
Σ’ αυτές τις σελίδες ο Σκάρπερ Λι, ένας έφηβος που έχει τρεις εβδομάδες «ζωής» μέχρι τα νεκρόθλιά του, μέχρι τη στιγμή που θα «γιορτάσει» δηλαδή τον μεταφορικό του θάνατο, βρίσκει σανίδα σωτηρίας σε νέους φίλους και ξεκινά ένα ταξίδι προς το άγνωστο επιχειρώντας τη μεγάλη απόδραση, βγάζοντας τη γλώσσα σε κάθε εξουσία.
Η συνήθης μοίρα του εφήβου είναι όμως γνωστή. Η κατάληξη προδιαγεγραμμένη.
Η φυγή δεν αποτελεί και διέξοδο. Πρέπει ωστόσο να επιδιωχθεί με κάθε μέσο.
Αλλωστε (μπορούν να;) υπάρχουν και εξαιρέσεις.
Στον αλλόκοτο κόσμο του Σκάρπερ Λι, οι γονείς δεν κάνουν παιδιά – τα παιδιά κάνουν γονείς.
Ή μάλλον τους επινοούν, τους κατασκευάζουν. Και αυτοί οι γονείς ποικίλλουν σε υλικά, σε μέγεθος και σε χρηστικότητα.
Ο πατέρας του Σκάρπερ, το καμάρι του σπιτιού του, είναι ένα χάλκινο ιστιοφόρο, αλυσοδεμένο σε μια σκοτεινή αποθήκη. Και η μητέρα του ένα πιστολάκι μαλλιών.
Οι γονείς δεν έχουν σάρκα και οστά, οι μόνοι ενήλικοι που «βασανίζουν» τους εφήβους είναι οι αστυνομικοί πάνω σε τρίκυκλα με σφεντόνες για όπλα τους, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές.
Οι θεοί είναι ανοιχτήρια, διακόπτες, καρυοθραύστες, κουδούνια, χρονόμετρα.
Τα παιδιά στα σχολεία διδάσκονται ηρωογεωμετρία και μυθηματικά. Και στις αυλές των σχολείων, τους απείθαρχους μαθητές επαναφέρουν στην τάξη τα λιοντάρια.
Σε έναν τέτοιο κόσμο, δεν προκαλεί έκπληξη όταν πιάνουν δυνατές χαχανοθύελλες και δεν ξενίζει κανέναν ότι όταν βρέχει, απ’ τον ουρανό πέφτουν μαχαίρια.
Ούτε θεωρείται περίεργη η ύπαρξη ενός συναισθηματικού νεκροταφείου, ή αλλιώς «μαμάσυλου» στην άκρη της πόλης με παρατημένες κι εγκαταλελειμμένες μητέρες-συσκευές που θρηνούν αδιάκοπα.
Ουρλιάζοντας: «Βάλε κάλτσες», «Ρυζόγαλο είναι», «Το φοράς ανάποδα», «Μπορείς και μόνος σου», «Ξανακοιμήσου», «Σταμάτα να παίζεις μ’ αυτό», «Φά’ το παιδί μου», «Μ’ έχεις πρήξει».
Οι έφηβοι με τις ηφαιστειώδεις παρορμήσεις και τις ορμόνες στο κόκκινο, παραδόξως και απρόσμενα φέρονται απολύτως φυσιολογικά σ’ έναν τέτοιο σουρεαλιστικό κόσμο-καρικατούρα.
Εχουν απορίες, ερωτήσεις, ανησυχίες, αισθήματα, χαίρονται, πληγώνονται, χαμογελούν, πονούν, φοβούνται.
Επιδιώκουν την αποδοχή, όχι απλώς την ανοχή. Προσπαθούν να το σκάσουν.
Οι ενήλικοι της «Ωρας των Μαχαιριών» με τις αγκυλώσεις, τον συντηρητισμό, τη συνθηκολόγηση με το υπάρχον και την αποδοχή του πραγματικού ως διαχρονικού και παγκόσμιου δεδομένου ενσαρκώνουν τον παραλογισμό της απάθειας, της αφασίας, της επανάληψης, της ρουτίνας, της ήττας.
«Για όνομα, Σκάρπερ! Κάναμε παραλογισμό στην τετάρτη δημοτικού! Είναι απαραίτητος στην κατανόηση της κυκλικής Ιστορίας: ο Θεός δημιουργεί τον άνθρωπο κι ο άνθρωπος τον Θεό. Αισθάνεσαι καλά, παιδί μου;» ρωτά ο εκνευρισμένος καθηγητής τον μελλοθάνατο μαθητή.
«Ναι, αλλά αν έγινε κάποιο πρώτο; Αν τα πράγματα αλλάζουν συνεχώς, προχωρούν, εξελίσσονται;» απορεί ο έφηβος.
Και ο καθηγητής, εξοργισμένος, συνεχίζει: «Εξέλιξη; Η εξέλιξη εξαφανίστηκε σαν θεωρία, όπως κι οι αθάνατοι. Σίγουρα αισθάνεσαι καλά, Σκάρπερ;».
Μετά τον Δον Κιχώτη, ο Davis σε ένα εντελώς διαφορετικό θεματικό πλαίσιο, διατηρεί στον πυρήνα του καλλιτεχνικού του έργου το ζήτημα της αποξένωσης, της μοναξιάς, της διαφορετικότητας.
Και αν στην προσαρμογή και ελεύθερη απόδοση του έργου του Θερβάντες σε κόμικς αυτά αφορούσαν έναν αλλοπαρμένο και ρομαντικό, πλην όμως γενναίο και αλτρουιστή ηλικιωμένο, στην Ωρα των Μαχαιριών αφορούν μια ολόκληρη γενιά που νιώθει απολύτως ξεκομμένη από την πραγματικότητα, περιθωριοποιημένη, ανίκανη να αντιδράσει.
Αδύναμη ακόμα και να κατανοήσει τα θεωρούμενα ως στοιχειώδη, καθώς τα «στοιχειώδη» δεν είναι παρά γκροτέσκες και τερατώδεις πνευματικές, κοινωνικές και οικονομικές κατασκευές με φρικτές συνέπειες και μακρόχρονες επιπτώσεις στον υγιή ψυχισμό των εφήβων.
«Η Ωρα των Μαχαιριών» δεν είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα για όποιον περιμένει μια γραμμική ιστορία με αληθοφανές σενάριο και προβλέψιμους χαρακτήρες.
Κάθε σελίδα, κάθε καρέ, κάθε σχέδιο, κάθε διάλογος, κάθε σκέψη των πρωταγωνιστών συντελούν στη συγκρότηση ενός εφιαλτικού κόσμου που δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής και απαγορεύει διά της βίας την ετερότητα, την πολυμορφία, την ποικιλία, την αναζήτηση και την αμφισβήτηση.
Αυτός ο κόσμος, όσο φανταστικός και εξωπραγματικός κι αν φαίνεται, έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον δικό μας.
Αποτελεί μια αντανάκλασή του σε έναν παραμορφωτικό καθρέπτη.
Το ερώτημα, αν είναι καλύτερος ή χειρότερος, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί.