«Ο Έλληνας παρουσιάζεται σαν εύπιστος, ανεύθυνος και ότι ψάχνει πάντα κάποιον να πιαστεί, ενώ μπορεί να σταθεί μόνος του. Σε τι μπορούμε να αποδώσουμε αυτή την στάση ζωής; Στο σχολείο; Στην κοινωνία; Στην πολιτική; Εγώ θα την απέδιδα πρωτίστως στην οικογένεια.
Στην οικογένεια ο κάθε πολίτης ξεκινάει την ζωή του και αρχίζει να αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα από τα μάτια των άλλων. Μέσα σε αυτή κατασκευάζεται σαν τέτοιος, δηλαδή ανεπαρκής, φοβισμένος και μόνος, όχι σαν μια πραγματικότητα που φτιάχνει ο ίδιος, αλλά σαν μια οικογενειακή διαδικασία γνωσιο-συναισθηματική που διαδραματίζεται κατά την διάρκεια της ανάπτυξής του.
Ο πολίτης είναι κατ΄ αρχάς το προϊόν οικογενειακών διαδικασιών οι οποίες τον ορίζουν σαν ατελές υποκείμενο, έχοντας πάντα την ανάγκη των γονιών του. Δεν πρέπει να φοβόμαστε να πούμε ότι οι οικογένειες εργάζονται ανελλιπώς για την καθυπόταξη του παιδιού τους πρώτα στις αποφάσεις τις δικές τους και μετά των κοινωνικών προτύπων που συγγενεύουν, όπως των δασκάλων των αφεντικών, των πολιτικών.
Η τραγικότητα λοιπόν αυτή έγκειται στην συνειδητοποίηση της διεστραμμένης αντιμετώπισης του παιδιού σαν ένα ανάπηρο άτομο που χρειάζεται πάντα κάποιο άλλον για να μπορεί να αντιμετωπίσει τον αγώνα της ζωής. Σ΄ αυτό τον αγώνα οι γονείς θέλοντας να το απαλλάξουν από τα βάρη του, το απάλλαξαν όμως από τον ίδιο του τον εαυτό. Δηλαδή δεν του έδωσαν το δικαίωμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, να διαχειριστεί την ζωή του και δεν του επέτρεψαν είτε με την υπέρ- προστατευτικότητα, είτε με την αδιαφορία να γνωρίσει αυτό που είναι, έτσι ώστε να μπορέσει να κατασκευάσει την καθημερινότητα του με τα νοήματα και την σημασία που ο ίδιος θα απέδιδε από την εμπειρία του μέσα σε αυτή.
Θα πρέπει να μιλήσουμε για μια καλά κρυμμένη, πίσω από την παχύρρευστη ανησυχία των γονέων, τάση εξουσίας, που πραγματώνεται επάνω στα παιδιά τους με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστούν την παρουσία τους αναγκαία ακόμα και στην ενήλική ζωή τους. Άρα πρέπει να ξεφύγουμε λιγάκι -όσο μπορούμε- από αυτή την ρομαντικά καλή μορφή της οικογένειας και να μιλήσουμε για την καλυμμένη, ήδη καθυπόταξη του παιδιού μέσα στο σ΄ αυτή και για την προετοιμασία του στην ανεπάρκεια και την συνεχή άσχημη εξάρτηση από τον άλλον. Έτσι μπορούμε να φανταστούμε σύμφωνα με τις παραπάνω συνθήκες, τι το περιμένει στο μέλλον.
Η ελληνική οικογένεια μέσω της φροντίδας της κατάφερε να κατασκευάσει πολίτες οι οποίοι δεν στηρίζονται στα δικά γνώσιο-συναισθηματικά δεδομένα, διότι δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και τις περισσότερες φορές, ο εαυτός γίνεται το πεδίο μιας σύγκρουσης εσωτερικής και εξωτερικής που την ονομάζουν “Εγώ”.
Οι διασυνδέσεις με την οικογένεια όπου το παιδί αποτελεί πάντα την απόδειξη της εξουσίας της, αναπαράγουν την ανεπάρκεια του όχι μόνο μέσα σε αυτή, αλλά και σε άλλα πλαίσια σχέσεων μετά από αυτή. Η απομάκρυνση από κοντά της είναι ένα τεράστιο πρόβλημα, αλλά και η παραμονή κοντά της δημιουργεί άλλης υφής προβλήματα.
Με αυτό τον τρόπο οι γονείς κρύβουν την δική τους ανικανότητα να ζήσουν μόνοι, προβάλλοντας αυτή την ανικανότητα στο πρόσωπο των παιδιών τους. Κρύβουν την δική τους ανεπάρκεια, προβάλλοντας την σαν ανεπάρκεια των παιδιών τους. Το ίδιο κάνουν και με τον φόβο τους, αποδίδοντας τον σαν φόβο του παιδιού τους.
Σε αυτή την περίπτωση η αυτοπεποίθηση όσο και η αυτοεκτίμηση του ατόμου δεν είναι το αποτέλεσμα μιας κριτικής σκέψης και του αναστοχασμού γύρω από τα συμβάντα της ζωής του, μέσα από τα οποία μπορεί να αποκτήσει πείρα και να αυτό-διδαχτεί από αυτή. Συνήθως όλες αυτές οι διαδικασίες του εαυτού δεν θεωρούνται τόσο σημαντικές όσο θεωρείται η γνώμη των άλλων. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η οικογένεια δεν μπορεί να ενδυναμώσει το παιδί της και να το οδηγήσει στην αυτονομία, αλλά αντίθετα καλλιεργεί συνεχώς την εξάρτηση και πάνω σε αυτή κατασκευάζει τον πολίτη του μέλλοντος με σκοπό την δική της “βασιλεία”.
Ένα άλλο θέμα που εμφανίζει την σημαντικότητα του μέσα από την απουσία του είναι αυτό του “δικαιώματος” μέσα από το οποίο το άτομο ολοκληρώνει την ενήλικη στάση απέναντι στα πράγματα και τις καταστάσεις που τον αφορούν. Πάλι όμως θα μου επιτρέψετε να πω, ότι τα δικαιώματα και ελληνική οικογένεια δεν κατάφεραν ποτέ να έχουν μια ευχάριστη συμβίωση. Τα δικαιώματα θεωρείται “παράλογο” σαν θέμα μέσα στην οικογένεια. Σαν να να αγνοούν ηθελημένα οι γονείς αυτό το χώρο-χρόνο που εκφράζεται το “δικαίωμα” το οποίο έχει άμεση σχέση, από την μια με το οικογενειακό περιβάλλον και από την άλλη, με την δυνατότητα έκφρασης του “ιδιωτικού”, του προσωπικού που αφορά ένα μέλος της οικογένειας και κανένα άλλον.
Τα δικαιώματα σαν θέμα στην οικογένεια στην καλύτερη περίπτωση εκλαμβάνεται σαν μια σαχλαμάρα και στην χειρότερη σαν μια ύβρις. Έτσι φαίνεται ότι η Ελληνική οικογένεια ασκεί ένα είδος ιδιοκτησίας στα παιδιά της με τέτοιο τρόπο ώστε να αδυνατούν να πάρουν το ρίσκο, να δοκιμάσουν και να αποφασίσουν για τον εαυτό τους, ελεύθερα αυτό που θέλουν , όπως το θέλουν.
Αυτές όλες λοιπόν οι απαιτήσεις της οικογένειας καλύπτονται, όπως είπα, από ένα παχύ αποπνικτικό στρώμα ενδιαφέροντος και φροντίδας το οποίο καθορίζει την σημαντικότητα των καταστάσεων που αφορούν το παιδί της και διαμορφώνουν τις συνθήκες της αποτυχίας του. Βέβαια οι οικογενειακές συνθήκες εμφανίζονται πάντα σαν προσπάθεια δημιουργίας ασφαλείας, σταθερότητας, εκπέμποντας μια σιγουριά, αλλά ετοιμάζοντας συγχρόνως το βόλεμα των μελλοντικών γενεών.
Το βόλεμα λοιπόν δεν είναι στοιχείο του κάθε πολίτη, αλλά πρωταρχικά στοιχείο της οικογένειας. Το βόλεμα είναι ισχύ της οικογένεια να καθορίσει την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού της, υποβιβάζοντας το. Και αυτή την επέμβαση “βοήθειας” την συναντάμε στο μελλοντικό πολίτη σε όλα τα στάδια της ανάπτυξής του με διαφορετική μορφή κάθε φορά. Διαφορετική στην παιδική ηλικία, διαφορετική στην εφηβεία διαφορετική στην ενήλικη ζωή. Αυτή όμως η διαμορφούμενη κατάσταση δεν μένει μόνο στην οικογένεια, αλλά διαχέεται σαν εξουσιαστική νοοτροπία σε όλες τις εκφάνσεις την κοινωνικής ζωής όπως στο χώρο -χρόνο της εργασίας, της πολιτικής και εν γένει ολόκληρη στις κοινωνικές διαδικασίες. Με αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται η προσωπικότητα του κάθε Έλληνα, σαν ημιτελές υποκείμενο που αναζητά την ολοκλήρωσή του διαμέσου της υποταγής του.
Είναι λοιπόν τόσο δυνατή αυτή η νοοτροπία ώστε να έχει δημιουργήσει την τραγικότητα του Έλληνα σαν πολίτη, ο οποίος συνεχίζει να αναπαράγει την κατάσταση της ανεπάρκειας, μετατρέποντας την σε εξυπνάδα. Δηλαδή η ικανότητα αποφυγής, παραίτησης, ανευθυνότητας και εξάρτησης δεν λαμβάνονται σαν καταστάσεις υποτίμησης του πολίτη, αλλά εκλογικευμένες αναγνωρίζονται σαν αξίες που διαπερνάν το άτομο και την κοινωνία, οδηγώντας στο τέλος σε προσωπικό, αλλά και κοινωνικό αδιέξοδο.