Κάθομαι στον μικρό καναπέ του σαλονιού, Σάββατο πρωί. Απόλυτη ησυχία, και ο καφές μου δυνατός, όπως μου αρέσει. Είναι εκείνη η στιγμή που συνειδητοποιείς πως η ευτυχία ορίζεται από τα μικρά, τα της καρδιάς, και όχι από τα μεγάλα, τα πυροτεχνήματα.
Την ησυχία έρχονται να σπάσουν τα βήματα του μεγάλου μου πρίγκιπα. Φτάνει αργά-αργά σε μένα και πέφτει πάνω μου. Είναι μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, έτσι τον φιλάω στο κεφάλι και του χαϊδεύω τα μαλλιά, θέλοντας να του πω πως είναι εντάξει να μετακομίσει τον ύπνο του από το κρεβάτι στην αγκαλιά του μπαμπά του.
Ξανακοιμάται. Νιώθω την ήρεμη ανάσα του πάνω μου, κάθε εκπνοή του και μια εισπνοή αγάπης στην καρδιά μου. Ανεβάζω παλμούς, νιώθω ευτυχισμένος, και προσπαθώ να περιορίσω τις κινήσεις μου στο ελάχιστο για να μην τον ξυπνήσω.
Κάνω σκέψεις, ένα είδος πατρικού διαλογισμού. Πάω πίσω, αλλά και μπροστά. Το παρελθόν το έζησα καρέ-καρέ μαζί του, και είμαι ευγνώμων αλλά και περήφανος για αυτό, που δεν υπέκυψα στα “θέλω” της ζωής αλλά σε εκείνα του γιου μου. Ο χρόνος με τα παιδιά μας δεν πρέπει να χαρίζεται σε κανέναν άλλο παρά μόνο σε εκείνα. Τέλος.
Το μέλλον με βρίσκει λίγο ανήσυχο. Ίσως επειδή δεν τον θέλω να μεγαλώσει, αφού τώρα είναι στα πιο χαριτωμένα και αθώα του. Ελλείψει ομως ενος τηλεχειριστηρίου που να είναι σε θέση να παγώσει τον χρόνο, πρέπει αναπόφευκτα να πάμε μπροστά, κι εμείς και τα παιδιά μας. Η ζωή κινείται γρήγορα, σαν τρένο, κι εμείς μέσα της σαν επιβατες διαλέγουμε τις στιγμές που πρέπει να δούμε έξω από το παράθυρο, να εντρυφήσουμε στα όμορφα τοπία της διαδρομής. Έτσι, όταν θα φύγουν από το οπτικό πεδίο των ματιών μας, θα είναι ακόμη ορατά, μέσα στην καρδιά μας.
Προχωρώντας μπροστά, το σκηνικό αλλάζει, δεν μένει ποτέ το ίδιο. Αν στη διαδρομή συναντήσουμε έναν ποταμό και τον ακολουθήσουμε, το πιο πιθανόν να μας οδηγήσει στον ωκεανό. Παρατηρώντας προσεκτικά την πορεία του ποταμού, θα προσέξουμε κατά μήκος αυτής διάφορα αντικείμενα, κυρίως πέτρες και ξύλα διαφόρων μεγεθών. Ενίοτε θα δούμε σκουπίδια να επιπλέουν στην επιφάνειά του και άλλοτε το φως του ήλιου να αντανακλάται καλειδοσκοπικά σε αυτήν. Τόσο η ασχήμια, όσο και η ομορφιά, συνυπάρχουν στο ρεύμα της ζωής. Τα σκουπίδια όμως, να ξέρεις, σε κάποια φάση θα απορριφθούν απο τον ποταμό, ενώ οι ηλιαχτίδες θα μείνουν μέσα του, να του ζεσταίνουν τα καθάρια του νερά, κι αυτό γιατί η ασχήμια είναι πάντα επιφανειακή και ξεκολλά όταν φυσήξει ούριος άνεμος, ενώ η ομορφιά είναι ενδογενής, έτσι μένει για πάντα στο στεγανό της ψυχής.
Οι ανάσες του πρίγκιπα μου αυξάνονται σε συχνότητα. Θα βλέπει όνειρο, σκέφτομαι. Ποιοί να είναι εκεί μέσα; Ο αδερφός του, οι φίλοι του, η μαμά, ο μπαμπάς; Τι όμορφο που είναι να είσαι πέντε και να ονειρεύεσαι. Του δίνω ένα ακόμη φιλί να πάει μαζί με το όνειρο.
Πίσω στο τρένο, εκείνο της ζωής. Συνειδητοποιώ πως ο ποταμός θα γίνει θάλασσα, και ο γιος μου ενήλικας. Τι κάνω για αυτό; Είμαι παρών στη διαδρομή, απ’ άκρη σ’ άκρη. Έχω τα μάτια μου ανοιχτά για τυχόν σκουπίδια. Στην αρχή τα διώχνω εγώ, έπειτα του δείχνω πως να τα αποτινάσσει ο ίδιος από τη ζωή του. Του μαθαίνω πως να κρατά τις ακτίνες του ήλιου μέσα του, ουτως ώστε η καρδιά του να είναι παντα ζεστή, ακόμη κι όταν το κρύο παγώνει κόκαλα. Του λέω πως το τέλος της κάθε βροχής σηματοδοτείται με τη γέννηση ενός νέου ουράνιου τόξου – το χρώμα πάντα νικάει την καταχνιά. Κι αν στην πορεία βρούμε καταρράκτη, τότε του εξηγώ, με κάτι στο μάτι που θυμίζει δάκρυ, πως μετά την πτώση ο ποταμός συνεχίζει να ρέει, πάει μπροστά, πάντα ορμητικά.
Του ψιθυρίζω πως τον αγαπώ. Τότε ξυπνάει.
Ετοιμάζω πρόγευμα και το παίρνουμε παρέα, ένας γιος κι ένας πατέρας, Σάββατο πρωί, η ευτυχία που λέγαμε.
Ενώνω την παιχνιδομηχανή στην τηλεόραση, του δίνω το δικό του χειριστήριο. Αφήνει τη φέτα το τυρί που κρατάει και το παίρνει, έπειτα γυρίζει και με κοιτάει.
‘Έτοιμος;’ τον ρωτάω, βλέποντας πως δεν είναι.
‘Κι αν αποτύχω, μπαμπά;’ με ρωτάει.
Του χαμογελάω, σκύβω κοντά του και τον φιλώ, έπειτα τον αγκαλιάζω, και πιο πολύ με την καρδιά παρά με το στόμα μου, του λέω:
‘Στα δικά μου τα μάτια, είσαι ήδη νικητής’.
Μου ανταποδίδει το χαμόγελο. Το παιχνίδι ξεκινά, κι εγώ ήδη κοιτάζω έξω από το παράθυρο του τρένου.