Η κουζίνα είναι η καρδιά του σπιτιού. Συντονισμένοι χτύποι που δομούν την ολότητα των μελών της οικογένειας και των αγαπημένων συγγενών. Κλείνει μέσα της ό,τι συναίσθημα μπορεί να φιλοξενήσει ένας χώρος μέσα απ’ τους ρυθμούς της καθημερινότητας.
Εκεί συναντιέται η οικογένεια το πρωί, με τις πρώτες σκέψεις μετά από όνειρα ή εφιάλτες, προσπαθώντας ο καθένας να δρομολογήσει τη μέρα του. Στο ίδιο μέρος θα γίνει κι ο απολογισμός το βράδυ, όταν ο καθένας γεμίζει το ποτήρι με το νερό του πριν κλείσουν οι πόρτες και τα φώτα για καληνύχτα.
Κι αν πλέον μεγάλωσες και ζεις μόνος και στο δικό σου σπίτι συνεχίζεις την ίδια ρουτίνα. Κι όταν μιλάμε για ρουτίνα κάνουμε λόγο για συνήθειες. Όχι απ’ αυτές τις μοναχικές που πασχίζεις πλέον να ξεφορτωθείς, τις άλλες, εκείνες τις λαμπερές που έχουν τις ρίζες τους στα παιδικά μας χρόνια. Αυτές που ευχάριστα ξεπηδούν στο μυαλό κι ανυπομονείς να γυρίσεις στο πατρικό για να τις διηγηθείτε, και κάπου εκεί ανακατεύοντάς τις άθελά σας δημιουργείτε κι άλλες να έχετε να θυμάστε στο μέλλον.
Κάθε τόσο επιστρέφεις για να ζωντανέψουν πάλι εκείνα τα Κυριακάτικα γεμάτα –απ’ τα χέρια της γιαγιάς και της μαμάς– τραπέζια που πάντα νοσταλγείς να ξαναζήσεις. Κάθεσαι ξανά σε εκείνο το τραπεζάκι της κουζίνας που διάβαζες μικρός, ώσπου να ετοιμαστεί το φαγητό, για να μπορεί η μαμά να ελέγχει τις ζαβολιές σου. Κι έτσι η μια ανάμνηση φέρνει την άλλη, και θυμάσαι που στο τελευταίο διάλειμμα του σχολείου έβαζες στοίχημα με τον εαυτό σου για το τι φαΐ θα έχετε στο σπίτι κι όταν έμπαινες στην κουζίνα, ανάλογα με τη μυρωδιά, πετούσες την τσάντα στο πάτωμα από χαρά ή θυμό.
Όταν πια θεωρήθηκες μεγάλο παιδί για να παίζεις με τα μάτια της κουζίνας, ένα απόγευμα ο μπαμπάς σε πήρε απ’ το χέρι και με τόνο σιωπηλό –σαν να ξεστόμιζε μυστικό– ψιθύρισε: «Σήμερα θα σου μάθω πώς να φτιάχνεις ελληνικό, μερακλίδικο». Εσύ ένιωσες να ανακατεύεις κάτι σπουδαίο. Κι όντως, ήταν. Γιατί αργότερα κατάλαβες πως σου μιλούσε για την πρωινή συντροφιά της υπόλοιπης ζωής σου.
Ανεπανάληπτα ήταν τα γιορτινά τραπέζια. Δουλειά των παιδιών να πηγαινοφέρνουν τα πιάτα. Κάπου στο πήγαινε, λοιπόν, με ένα στομάχι να γουργουρίζει, κοντοστεκόσουν να ακούσεις τις κουβέντες των μεγάλων. Όπως αυτή της γιαγιάς: «Το φαΐ για να έχει νοστιμιά δε θέλει διακόσμηση στο πιάτο, το κλειδί είναι το μπαχαρικό. Ξεχωριστό στο κάθε φαγητό. Δεν ξέρετε οι νέοι». Ενώ η μαμά σιωπηλή κοιτούσε με εκείνο το ευγενικό χαμόγελο τύπου: «Ας της πει κάποιος ότι εδώ είναι το δικό μου βασίλειο».
Κι όταν η μαμά ένιωσε πως παραμεγάλωσες και σύντομα θα φύγεις, μετέτρεψε την κουζίνα σε τάξη. Το πρώτο μάθημα ήταν παρατήρηση τεχνικής. Στο τελευταίο (που μεταξύ μας δεν είναι ποτέ τελευταίο) νόμιζε πως έχεις μάθει να μαγειρεύεις τα διαστημικά σε γεύση κεφτεδάκια της, με κάθε ζηλευτό μυστικό που είχε φυλάξει σαν προίκα. Μια ανείπωτη επτασφράγιστη αλήθεια, πραγματικό κειμήλιο στην κληρονομιά των παιδιών της.
Και τώρα το παραθυράκι της κουζίνας. Όποια θέα κι αν είχε -ακόμα κι αν κοιτούσε στο γκαράζ, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ήταν η καλύτερη διέξοδος όλων μας. Σε εκείνα τα ανεπίσημα γεύματα εκεί κοιτούσε όλη η οικογένεια με βλέμμα χαμένο κι ελπιδοφόρο. Σ’ αυτό το ασήμαντο φόντο, με μια μπουκιά στο στόμα, στήσαμε τα πολύτιμα όνειρά μας.
Κι αν ανακαινίστηκε, κι αν άλλαξε όψη ποτέ δε θα χάσει μυρωδιά κι ενέργεια. Όλα θωρακίστηκαν στις αναμνήσεις της οικογένειας όταν εκεί μαθαίναμε να μοιραζόμαστε, να ακούμε και να συμβουλεύουμε ο ένας τον άλλον. Να κάνουμε υπομονή και να ξαναγνωριζόμαστε κάθε τόσο στο πέρασμα του χρόνου.
Ως εδώ όλα ιδανικά. Μέχρι να μείνει εκτεθειμένη η τελευταία μπουκιά στο τραπέζι. Αδέρφια και ξαδέρφια με βλέμμα αγωνίας, σαν βραδιά κάποιου σημαντικού τελικού. Ποτέ κανείς δεν παραδέχτηκε πως το τελευταίο κομμάτι αξίζει απλά στον πιο γρήγορο.
Όλοι σουλατσάρουμε στην κουζίνα κι όλοι λίγο-πολύ έχουμε ένα ρόλο, δικαιωματικά όμως βασίλισσα είναι η μάνα. Γυρίζεις στο πατρικό κι ακόμα έχει στρωμένες στους πάγκους τις αγαπημένες σου λιχουδιές. Όχι για τη γεύση, το κάνει για να σου θυμίσει όλες τις στιγμές που σου είπε «σ’ αγαπώ» με ένα πιάτο. Γιατί ξέρει ότι ο κόσμος που ζούμε συχνά-πυκνά τρομάζει το παιδί της κι αυτής τα χρόνια της έμαθαν πως ο άνθρωπος φοβάται και πλήττει όταν αρχίσει να του λείπει ο ενθουσιασμός της πρώτης ανάμνησης. Μόνο της μέλημα να σου θυμίσει τις σπίθες που πετούσαν τα παιδικά σου μάτια στη θέα του πιο ασήμαντου πράγματος.
Γι’ αυτό όσο χορτάτος κι αν είσαι, όσο κι αν μεγαλώσατε κι δυο σας, μην της το χαλάσεις ποτέ. Να σκας εκείνο το χαμόγελο και να δίνεις το χρόνο που χρειάζεται να σε βλέπει να τρως μέχρι να ξεστομίσεις εκείνο το «γεια στα χέρια σου, ρε μάνα» που στα αφτιά της ηχεί σαν «σ’ αγαπώ». Μετά φτιάξε κι εκείνους τους καφέδες, τους μερακλίδικους, να κάνουν συντροφιά στα νέα σας.
Υ.Γ: Εδώ ας ειπωθεί ένα μελοδραματικό «ευχαριστώ» που χωρίς να έχω παιδί νομίζω μου έμαθαν ήδη πώς να το αγαπώ.