Καθώς περίμενα στον προθάλαμο, που συνήθως βολεύουν τους πατεράδες και την αγωνία τους, να γεννηθεί η Αλεξάνδρα, πρόλαβα να καταναλώσω μια σακούλα μπίρες που είχα προμηθευτεί από το παρακείμενο στο μαιευτήριο περίπτερο. Τότε κάπνιζα, και πρέπει να κάπνισα άπειρα τσιγάρα σε ελάχιστο χρόνο. Ήταν γύρω στις 10 το βράδυ και την περισσότερη ώρα ο προθάλαμος ήταν άδειος. Την Αλεξάνδρα την είδα για πρώτη φορά ξαπλωμένη σ’ ένα τροχήλατο πιρέξ στις 11:10 το βράδυ. Ήταν το δεύτερο νεογέννητο που αντίκριζα μετά τον ανιψιό μου, που είχε γεννηθεί πολλά χρόνια. Παρά τις κατευναστικές μπίρες ένιωθα πρωτόγνωρη υπερένταση, άμαθος σε παρόμοιες καταστάσεις.
Ταυτόχρονα, ένιωθα τρομερή αμηχανία. Έπρεπε να κάνω κάτι και μου διέφευγε; Έπρεπε να αισθάνομαι κάτι το ιδιαίτερο, το εξαιρετικό και εγώ συμπεριφερόμουν σαν αναίσθητος; Τί πρέπει να σου συμβαίνει όλη αυτήν την ώρα που έρχεται το παιδί σου στον κόσμο; Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ, δεν το είχα καν φανταστεί ότι κάποτε θα ζήσω κάτι παρόμοιο. Λίγα λεπτά πριν έρθει η Αλεξάνδρα στον κόσμο, εγώ ήδη άρχιζα να γίνομαι άλλος άνθρωπος με καταιγιστικές ταχύτητες. Τότε βέβαια μέσα στην παραζάλη μου δεν καταλάβαινα τίποτα από όλα αυτά.
Όταν λίγες ημέρες μετά πήγαμε όλοι στο σπίτι –είχαμε φύγει δύο και επιστρέψαμε τρεις– όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα από την αγωνία μου για το αν αυτό το μικροσκοπικό πλασματάκι, που μου δημιουργούσε τόση αμηχανία και ένα σωρό ανάμικτα αισθήματα για τον εαυτό μου και τη σχέση μου μαζί του, ανέπνεε ή όχι. Όλη την ώρα –όση δεν έσκουζε και δεν δοκίμαζε άγρια τις μέχρι τότε αντοχές μου και που έκθαμβος ανακάλυπτα πόσο υπερβολικά μεγάλες ήταν εν αγνοία μου– έσκυβα με όση τρυφερότητα, φόβο και αμηχανία διέθετα πάνω του να αφουγκραστώ τη λεπτή του ανάσα. Όταν, μάλιστα, δεν κατάφερνα να εξάγω ένα σίγουρο συμπέρασμα, το σκουντούσα για να το μετανιώσω πικρά ευθύς αμέσως με τα διαπεραστικά κλαψουρίσματά του, ωστόσο ο κόσμος επανερχόταν στη θέση του! Τα πρώτα βράδια που ξενυχτούσαμε με τη Γιούλη, έχοντας εναλλάξ στην αγκαλιά μας το παιδί, μετρούσα από μέσα μου τις μέρες που θα το πηγαίναμε στο νησί και θα το αναλάμβανε η μάνα μου – έτσι το είχα σχεδιάσει ασυνείδητα στο μυαλό μου. Θεώρησα μάλιστα καλό να εκμυστηρευτώ αυτήν την ευνοϊκή για μας προοπτική στη Γιούλη με ειλικρινή παρηγορητική διάθεση και κολοσσιαία αφέλεια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα της μέσα στο μισοσκόταδο. «Αυτό το παιδί δεν θα το αναθέσεις πουθενά και θα έχεις τη φροντίδα του σε όλη σου τη ζωή». Την κοίταξα αποσβολωμένος προσπαθώντας, μάλλον με κάποια δυσαρέσκεια, να συνειδητοποιήσω το νόημα της αυστηρής σύστασης που μου έκανε. Έχει δίκιο, σκέφτηκα σχεδόν αμέσως.
Από τότε δεν έχω ζήσει ούτε δευτερόλεπτο δίχως την έγνοια της Αλεξάνδρας, έγνοια για να τη φροντίσω, να τη ζήσω, να την αγαπήσω όσο πιο πολύ γίνεται. Από τότε έγινα καλύτερος άνθρωπος για τον εαυτό μου, για τους γύρω μου.
Ξενοφώντας Μπρουτζάκης