Η 12χρονη κόρη μου μπήκε στο σπίτι, με κατεβασμένο κεφάλι. Αμέσως κατάλαβα ότι κάτι είχε συμβεί. Της έδωσα λίγο χρόνο κι έπειτα τη ρώτησα πώς πήγε η μέρα της.
«Ωραία», μου απάντησε μονολεκτικά.
Ένιωσα ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά δεν την πίεσα.
Λίγο αργότερα, η μικρή βρισκόταν στην αγκαλιά μου.
«Συνέβη κάτι σήμερα που με τάραξε», μου είπε. «Βρήκα στη βιβλιοθήκη ένα βιβλίο που ήταν πολύ τρομακτικό. Μιλούσε για ένα κορίτσι που πέθανε. Αλλά, πιο τρομακτικός ήταν ο τρόπος που πέθανε!»
Δάγκωσα τη γλώσσα μου.
«Γυρνούσε από το σχολείο και σε ένα χωράφι την άρπαξε ένας τύπος, που είχε σκάψει μια τρύπα στο χώμα…», ξέσπασε.
«Νομίζω ότι το ξέρω το βιβλίο», της είπα, όσο πιο ήρεμα μπορούσα. Ένιωσα ένα τσίμπημα στην καρδιά.
«Διάβασες αυτό το βιβλίο;»
«Το διάβασα, μέχρι που έφτασα σε εκείνο το σημείο που… ξέρεις. Δεν ήθελα να συνεχίσω».
Της χάιδεψα τα μαλλιά.
«Το έχω διαβάσει», της είπα. «Είναι πολύ σκληρό, ακόμα και για ενήλικες. Λυπάμαι που το διάβασες σε αυτήν την ηλικία».
Τα λόγια μου την ηρέμησαν.
«Απλώς ταράχτηκα και ήθελα να στο πω. Τώρα, νιώθω καλύτερα», μου είπε.
Αγκαλιαστήκαμε και πήγαμε να φάμε αλλά μέσα μου ήξερα ότι η μικρή δεν τολμούσε να εκφράσει τον φόβο της και για μια ακόμα φορά ένιωσα τους δύο κόσμους μου να συγκρούονται.
Η αλήθεια είναι ότι σαν γονιός και συγγραφέας βιβλίων μυστηρίου, είμαι καθημερινά δύο διαφορετικοί άνθρωποι που προσπαθούν να επιβιώσουν στο ίδιο σώμα. Ο ένας είναι ένας χαζο-γονιός, που μαγειρεύει τηγανίτες και παίζει με το παιδί του, και ο άλλος γράφει ιστορίες με απαίσιους ανθρώπους, που κάνουν φοβερά πράγματα στους άλλους. Και μερικές φορές, αυτοί οι άλλοι είναι μικρά παιδιά.
Απ’την ημέρα που γεννήθηκε η μικρή, αδυνατούσα να συμβιβάσω τους δύο κόσμους μου, γι’ αυτό και παραιτήθηκα απ’τη δουλειά μου. Εκείνη την εποχή κάλυπτα ρεπορτάζ για εγκλήματα και μου ήταν αδιανόητο να έρχομαι καθημερινά σε επαφή με τόση βία και μετά να επιστρέφω στο παιδί, σε ένα κλίμα απόλυτης αθωότητας.
Ωστόσο, όλη αυτή η ενασχόλησή μου με τον τρόμο, μου άφησε ένα μεγάλο κουσούρι, καθώς χρόνια αργότερα, συνειδητοποίησα ότι ανησυχούσα για το παιδί και τους κινδύνους που το περιβάλλουν, πολύ περισσότερο από τους φυσιολογικούς γονείς. Ήμουν υπερπροστατευτικός και παρανοϊκός. Νόμιζα ότι σε κάθε σκοτεινή γωνία παραμονεύει κάποιος κακός σαν αυτούς που συναντούσα στη δουλειά μου.
Κάτι έπρεπε να κάνω και μάλιστα σύντομα.
Αποφάσισα λοιπόν να γράψω ένα τρομακτικό βιβλίο για να ξορκίσω τους φόβους μου. Γράφοντας γι’ αυτόν, τον κακό που στοίχειωνε τη σκέψη μου, επιτέλους κατάφερα να ξεφύγω από τις φοβίες μου. Σπάνια, όπως την ημέρα που συζητήσαμε με την κόρη μου για τα «Παραδεισένια Οστά», τα τρομακτικά τέρατα ξαναγυρνούσαν στο μυαλό μου και ήμουν όλο και πιο ήσυχος.
Λένε ότι το γράψιμο είναι η καλύτερη ψυχοθεραπεία. Και είναι αλήθεια. Από τότε συνέχισα να γράφω για όσα με τρομοκρατούν, όσα με στοιχειώνουν και με κάνουν υπερπροστατευτικό μέχρι που όλα αυτά τα σκοτεινά πράγματα πήραν τη μορφή βιβλίου.
Φυσικά και ξέρω ότι θα υπάρξουν στιγμές, που οι δύο κόσμοι μου θα συγκρουστούν και θα πρέπει να βρω τρόπο να αντεπεξέλθω, προσφέροντας μια μεγάλη αγκαλιά στο παιδί μου.
Γιατί, πώς μπορώ να πω στην κόρη μου ότι τα τέρατα, για τα οποία διαβάζει δεν είναι αληθινά, όταν ξέρω, καλύτερα από τον καθένα, ότι είναι πράγματι αληθινά και ζουν ανάμεσά μας;